Εκδοτική Τράπεζα στην Πολωνία

Η Εκδοτική Τράπεζα στην Πολωνία (πολωνικά: Bank Emisyjny w Polsce, γερμανικά: Emissionbank in Polen) ήταν μια τράπεζα που δημιουργήθηκε από τους Γερμανούς στο Γενικό Κυβερνείο (κατεχόμενη Πολωνία) το 1940.

Δημιουργία Επεξεργασία

Μετά τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία, η Reichsbank αποφάσισε να μην εισαγάγει εκεί το γερμανικό νόμισμα, καθώς δεν ήθελε να αυξήσει την κυκλοφορία χρήματος. Αντίθετα, εισήγαγε ένα σύστημα Reichskreditkassen (πιστωτικά γραφεία του Γερμανικού Ράιχ), το οποίο εξέδωσε προσωρινά ομόλογα. Αυτό το σύστημα, το οποίο προοριζόταν να είναι προσωρινό από την αρχή, θα αντικαθιστόταν από ένα νέο γερμανικό νόμισμα και κεντρικές τράπεζες στις κατεχόμενες περιοχές. Εν τω μεταξύ, διάφορες πολωνικές τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα έκλεισαν προσωρινά, ενώ ορισμένα από τα περιουσιακά τους στοιχεία κρατικοποιήθηκαν από τη γερμανική κυβέρνηση. Πολλοί άνθρωποι έχασαν τις αποταμιεύσεις τους.[1] Συγκεκριμένα, στοχεύθηκαν ιδρύματα με εβραϊκή ιδιοκτησία, καθώς και Εβραίοι πελάτες. Ταυτόχρονα, οι γερμανικές τράπεζες άρχισαν να ανοίγουν τα γραφεία τους στις νέες διαθέσιμες περιοχές. Τα σχέδια για πλήρη εξαγορά του πολωνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος από τους Γερμανούς δεν ολοκληρώθηκε ποτέ πριν από το τέλος του πολέμου.

Στις 15 Δεκεμβρίου, ο Χανς Φρανκ, ο κυβερνήτης του Γενικού Κυβερνείου, εξέδωσε διάταγμα για τη δημιουργία της Εκδοτικής Τράπεζας, η οποία ξεκίνησε να λειτουργεί τον Απρίλιο.[2] Η Εκδοτική Τράπεζα βρισκόταν στην Κρακοβία.[3] Ήταν το μοναδικό ίδρυμα στην κατεχόμενη Πολωνία με το όνομα Πολωνία στον τίτλο του. Επικεφαλής ήταν ο Πολωνός οικονομολόγος, Φέλιξ Μουινάρσκι. Ο Γερμανός επόπτης του, και εκπρόσωπος της Reichsbank, ήταν ο Φριτζ Περς.

Λειτουργίες Επεξεργασία

 
Το τραπεζογραμμάτιο των 100 ζουότι που εκδόθηκε από την τράπεζα.
 
Το τραπεζογραμμάτιο των 500 ζουότι, η λεγόμενη «Góral» (Γκούραλ).

Η Εκδοτική Τράπεζα αντικατέστησε de facto την ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα της Πολωνίας, την Τράπεζα της Πολωνίας, η οποία κατάφερε να απομακρύνει τα περισσότερα από τα περιουσιακά της στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου του χρυσού, και μέρος του νομισματοκοπείου, πριν από την εισβολή. Επισήμως, ωστόσο, η Τράπεζα της Πολωνίας υπήρχε, καθώς οι Γερμανοί προσπάθησαν ανεπιτυχώς να τη χρησιμοποιήσουν στη διεθνή σκηνή για να ανακτήσουν τα περιουσιακά στοιχεία που απομακρύνθηκαν και υπό τον έλεγχο της πολωνικής εξόριστης κυβέρνησης.

Οι κύριες λειτουργίες της τράπεζας ήταν: η έκδοση νομίσματος, η προεξόφληση χρεωστικών γραμματίων και επιταγών, η έκδοση βραχυπρόθεσμων δανείων και η λήψη καταθέσεων.[3]

Η επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία ορίστηκε ως 2 ζουότι = 1 ράιχσμαρκ. Αυτό το σύστημα, που ευνοούσε το γερμανικό νόμισμα, ήταν ένας από τους τρόπους ενίσχυσης της γερμανικής οικονομίας λεηλατώντας αυτόν της κατακτημένης χώρας. Η συναλλαγματική ισοτιμία της μαύρης αγοράς κυμαινόταν μεταξύ τριών και τεσσάρων ζουότι προς ένα ράιχσμαρκ.

Από το 1940 έως το 1945 χρηματοδότησε τη γερμανική οικονομία.[2] Η Τράπεζα, καθώς και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην κατεχόμενη Πολωνία, ανέλαβαν να συγκεντρώσουν όσο το δυνατόν περισσότερα κεφάλαια, για να επενδύσουν στη γερμανική οικονομία. Περίπου 11 δισεκατομμύρια ζουότι (5,5 δισεκατομμύρια ράιχσμαρκ) μεταφέρθηκαν στον γερμανικό στρατό.[3] Εκτύπωσε νέο νόμισμα (ανεπίσημα ονομάστηκε από την έδρα της Τράπεζας «złoty krakowski» (δηλ. ζουότι της Κρακοβίας) ή από τον διευθυντή Μουινάρσκι «μουινάρκι») χωρίς υποστήριξη, που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του πληθωρισμού (οι τιμές της αγοράς αυξήθηκαν κατά τρεις έως έξι φορές και η συναλλαγματική ισοτιμία με το αμερικανικό δολάριο διπλασιάστηκε κατά την περίοδο του πολέμου).

Τον Ιανουάριο του 1945, τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία και το γερμανικό προσωπικό της Τράπεζας μεταφέρθηκαν στη Γερμανία. Εκκαθαρίστηκε επίσημα από την πολωνική κομμουνιστική κυβέρνηση το 1950.[3]

Συνδέσεις αντίστασης Επεξεργασία

Ο Μουινάρσκι ήταν στην πραγματικότητα συνδεδεμένος με το Πολωνικό Υπόγειο Κράτος, που επέτρεπε την ευρεία παραποίηση του νέου νομίσματος από το Πολωνικό Εθνικό Στρατό. Ο ίδιος ο διορισμός του στη θέση του διευθυντή πραγματοποιήθηκε σε συνεννόηση και εγκρίθηκε από την πολωνική εξόριστη κυβέρνηση. Τα τυπογραφικά πιεστήρια χρησιμοποιήθηκαν επίσης για παραποίηση άλλων εγγράφων.[4]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Ζμπίγκνιες Λάνταου, Γέζι Τομασέφκσι, The Polish Economy in the Twentieth Century, εκδ. από Routledge, 1985, (ISBN 0-7099-1607-8), Google Print, σελ.168-169
  2. 2,0 2,1 Γέζι Γιαν Λέρσκι, Πιότρ Βρούμπελ, Ρίχαρντ Γ. Κοζίτσκι, Historical Dictionary of Poland, 966-1945, Greenwood Publishing Group, 1996, (ISBN 0-313-26007-9), Google Print, σελ. 26
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Άντζεϊ Γεζιέρσκι, Τσετσίλια Λεστσίνσκα, Historia gospodarcza Polski, Key Text Wydawnictwo, 2003,(ISBN 83-87251-71-2), Google Print, σελ.366-367
  4. Γιαν Μοτσιντουόφσκι, Produkcja banknotów przez Związek Walki Zbrojnej i Armię Krajową, Biuletyn Numizmatyczny, σελ. 10-12, ετ. 1989

Περαιτέρω ανάγνωση Επεξεργασία

  • Φέλιξ Μουινάρσκι, Wspomnienia («Απομνημονεύματα»). Βαρσοβία, 1971
  • Φραντσίσεκ Σκάλνιακ, Bank emisyjny w Polsce 1939-1945, Państwowe Wydawnictwo Ekonomiczne. Βαρσοβία, 1966