Το επιμήριο ή ναμπιέντρενικ (набедренникъ) αποτελεί ιδιαίτερο άμφιο της ιερατικής στολής αποκλειστικά των πρεσβυτέρων, που καθιερώθηκε σχετικά πρόσφατα μόνο από τις σλαβόφωνες Ορθόδοξες Εκκλησίες και επιδίδεται από αρχιερέα ως αμοιβή σε ιερέα επί μακρά υπηρεσία και υψηλή αφοσίωση. Το ναμπιέντρενικ είναι παρόμοιο με το επιγονάτιο αλλά όχι υποκατάστατό του, ούτε συμπλήρωμα του, καθώς το επιγονάτιο επιδίδεται στον ιερέα, τυπικά, αρκετά χρόνια μετά το επιμήριο. Το επιμήριο ή αντίστοιχο άμφιο στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει σε κανέναν βαθμό της ιεροσύνης.

το επιμήριο-ναμπιέντρενικ

Περιγραφή Επεξεργασία

Το ναμπιέντρενικ είναι ένα κομμάτι υφάσματος κεντημένο με σταυρούς ή παραστάσεις Αγίων, τετραγωνικού ή παραλληλόγραμμου σχήματος, στο χρώμα της στολής και θυμίζει την ασπίδα (την ασπίδα της Πίστεως) και ξεχωρίζει από το επιγονάτιο, το οποίο έχει σχήμα ρόμβου, θυμίζοντας ξίφος (το ξίφος του Πνεύματος). Επίσης, σε αντίθεση με το επιγονάτιο, το οποίο αναρτάται από μία (την άνω) γωνία, το επιμήριο αναρτάται από τις δύο άνω γωνίες με ιμάντα, που φοριέται χιαστί (όπως το επιγονάτιο) στον αριστερό ώμο του ιερέα πάνω από το επιτραχήλιο και κάτω από τη ζώνη και καλύπτει τον δεξί μηρό του.

Εάν ο ιερέας (δικαιούται να) φέρει και επιμήριο και επιγονάτιο, τότε φορά το επιμήριο στο δεξί ώμο-αριστερό μηρό και το το επιγονάτιο στον αριστερό ώμο-δεξί γόνατο. Η ένδυση του επιμηρίου δεν συνοδεύεται από ειδική ευχή, όπως τα υπόλοιπα άμφια (προφανώς χρησιμοποιείται αυτή, που αντιστοιχεί στο επιγονάτιο).

Το επιμήριο επιδίδεται σε έναν ιερέα (πρεσβύτερο ή ιερομόναχο) από τον οικείο επίσκοπό του στη Θεία Λειτουργία κατά τη Μικρή Είσοδο, ως πρώτη ανταμοιβή για το ζήλο του στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Αυτό γίνεται συνήθως τρία χρόνια μετά την εις πρεσβύτερο χειροτονία του ή και αμέσως μετά τη χειροτονία ενός κληρικού, ο οποίος είναι απόφοιτος θεολογικής εκπαίδευσης.

Ιστορία Επεξεργασία

Τόσο το επιγονάτιο όσο και επιμήριο έχουν κοινή καταγωγή από τις αρχαίες επιγονατίδες, τις οποίες φορούσαν οι στρατιώτες για να προστατεύσουν τα πόδια τους από μελανιές, που δημιουργούσαν τα ξίφη τους. Οι βυζαντινοί Αυτοκράτορες συνήθιζαν να επιδίδουν ξίφος ως επιβράβευση των ευγενών και των ανώτερων αξιωματούχων, που υπερασπίστηκαν την Αυτοκρατορία. Με παρόμοιο τρόπο η Εκκλησία ανταμοίβει τους ιερείς της, οι οποίοι αμύνονται υπέρ της Ορθόδοξης Πίστεως.

Το επιμήριο εμφανίστηκε στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία τον 16ο αιώνα. Σύμφωνα με χειρόγραφα του 17ου αιώνα, οι αρχιμανδρίτες, οι ηγούμενοι και οι πρωθιερείς (οι ανώτεροι άγαμοι ιερείς) δικαιούνταν να φέρουν μόνο επιμήριο και όχι επιγονάτιο, το οποίο έφεραν αποκλειστικά επίσκοποι. Ωστόσο, οι αρχιμανδρίτες ορισμένων σημαντικών μονών λάμβαναν με τσαρική, πατριαρχική, μητροπολιτική ή επισκοπική διαταγή το τιμητικό δικαίωμα, να φέρουν και επιμήριο και επιγονάτιο. Στο «Δοκίμιο για την Ιστορία της Ρωσικής Εκκλησίας» («Очерке истории Русской Церкви») του μετέπειτα επισκόπου Ερμογένη (Dobronravin) αναφέρεται, ότι το 1561, ο Αρχιμανδρίτης της λαύρας Αγίας Τριάδος-Σεργίου ήταν ο πρώτος, που έλαβε το δικαίωμα, να λειτουργεί φορώντας μίτρα, επιμήριο και επιγονάτιο και κρατώντας ριπίδια. Το 1651, ο Τσάρος Αλεξέι Μιχαήλοβιτς παραχώρησε παρόμοια δικαιώματα στον αρχιμανδρίτη της Μονής Σολοβέτσκι. Κατά τον 17ο αιώνα παραχωρήθηκε και στους αρχιμανδρίτες διαφόρων μοναστηριών το δικαίωμα, να λειτουργούν είτε «με επιγονάτιο» είτε «με επιμήριο και επιγονάτιο». Ωστόσο, δεν υπήρχε μια ιεραρχική συνέπεια στην απονομή των λειτουργικών διακρίσεων.

Το 1675, στο Συμβούλιο της Μόσχας, η ιεραρχικές ανταμοιβές εξορθολογίστηκαν. Ίσως, υπό την επιρροή των εκπροσώπων των Ελληνικών Τοπικών Εκκλησιών, που ήταν παρόντες στο Συμβούλιο, το επιμήριο εξαφανίστηκε από τον κατάλογο των λειτουργικών ενδυμάτων του κλήρου, ενώ καθιερώθηκε οι αρχιμανδρίτες των τριών μοναστηριών: Trinity-Sergius, Vladimir Rozhdestvensky και Moscow Chudov, να φέρουν το επιγονάτιο. Οι υπόλοιποι αρχιμανδρίτες, ηγούμενοι και πρωτοπρεσβύτεροι μπορούσαν, να φέρουν το επιγονάτιο μόνο με διαταγή του τσάρου ή του πατριάρχη. Παράλληλα, έγινε αυστηρή παρατήρηση για την απαράδεκτη υιοθέτηση διαφορετικών λειτουργικών αμφίων χωρίς την αρμόδια έγκριση, γεγονός που υποδηλώνει τον αυθόρμητο έως τότε χαρακτήρα της απονομής των εκκλησιαστικών διακρίσεων. Ωστόσο, αμέσως μετά τη Σύνοδο, επιβεβαιώθηκαν τα δικαιώματα, που είχαν προηγουμένως παραχωρηθεί στους αρχιμανδρίτες των μοναστηριών, να φορούν ορισμένα επισκοπικά άμφια, συμπεριλαμβανομένου του επιγονατίου, καθώς και του επιμηρίου. Σταδιακά, η χρήση του επιμηρίου ατόνισε, λόγω των κανονισμών. Τελικά, το επιμήριο επανέκαμψε και χρησιμοποιείται επίσημα ως εκκλησιαστική αμοιβή.