Ερμάννος Λούντζης

Έλληνας πολιτικός

Ο Ερμάννος Αναστ. Λούντζης (1806-1868) υπήρξε πνευματική, κοινωνική και πολιτική φυσιογνωμία του 19ου αιώνα με καταγωγή από τη Ζάκυνθο.Τα αξιόλογα ιστορικά του έργα για τα Ιόνια Νησιά που αναφέρονται κυρίως στην Ενετοκρατία, την πρώτη Γαλλοκρατία και την Επτάνησο Πολιτεία, τον καθιέρωσαν ως έναν από τους σημαντικότερους ιστοριογράφους των Επτανήσων.

Ερμάννος Λούντζης
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Ερμάννος Λούντζης (Ελληνικά)
Γέννηση25  Σεπτεμβρίου 1806
Ζάκυνθος
Θάνατος30  Απριλίου 1868
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
συγγραφέας
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΚόμμα των Ριζοσπαστών
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος της Βουλής των Ελλήνων (εκλογική περιφέρεια Ζακύνθου)

Βιογραφία Επεξεργασία

Ο Ερμάννος Λούντζης γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 25 Σεπτεμβρίου 1806, γόνος παλιάς αρχοντικής οικογένειας της Ζακύνθου τελευταίο παιδί από τα επτά του κόμη Αναστάσιου Μάρκου Λούντζη (1764 - 1810) και της γερμανίδας Maria von Martens (1776 - 1857), κόρης του πρόξενου της Δανίας στη Βενετία. Την αρχική του μόρφωση την πήρε στη Ζάκυνθο (ιταλικά, γαλλικά, ελάχιστα ελληνικά) και το 1823 αναχωρεί για σπουδές στο εξωτερικό όπου διήρκεσαν περίπου έντεκα χρόνια σε Σιέννα, Μπολώνια, Πίζα (πτυχίο στο αστικό δίκαιο), Φλωρεντία, Βενετία, Μιλάνο, Παρίσι, Γενεύη, πάλι Παρίσι, Λονδίνο, Μόναχο, Βερολίνο παρακολουθώντας μαθήματα φιλοσοφίας και φιλολογίας από F. Guizot, F.Villemain, V. Cousin, Th. Jouffroy, Fr. Schelling, Ed. Gans. Το 1834 επιστρέφει στη Ζάκυνθο και παντρεύεται την Ιωάννα-Διαμαντίνα Βολτέρρα Μαρτινέγκου (1817 - 1881), συγγενή του Ugo Foscolo, με την οποία έκανε έξι παιδιά: τη Μαρία (1835 - 1896) που παντρεύτηκε τον ευγενή Alvise Mocenigo-Salle, απόγονο Δόγηδων και έζησε στη Βενετία, τον Νικόλαο-Ιωάννη (1838 - 1901), την Ελούτα ή Λιζίνα (1839 - 1844), τον Αναστάσιο (1841 - 1913), τον Ιωάννη Γουλιέλμο (1842 - 1845;), και την Αβιγαήλ (1843 - 1927). Ασχολήθηκε με τη διαχείριση της οικογενειακής κτηματικής περιουσίας και παράλληλα επιδόθηκε στο γράψιμο διάφορων ταξιδιωτικών εντυπώσεων, μυθιστορημάτων, φιλοσοφικών δοκιμίων και λόγων (σχεδόν όλα στα ιταλικά). Από το 1843 όπου η γυναίκα του παραφρονεί και τελικά φιλοξενείται σε ίδρυμα της Νάπολης (1857 κ.ε.) το βάρος της ανατροφής των παιδιών πέφτει πάνω του, διαμένοντας σχεδόν απομονωμένος στην εξοχική του έπαυλη Σαρακίνα, μελετώντας και γράφοντας. Το 1852 εκλέγεται βουλευτής του Ριζοσπαστικού κινήματος. Τότε είναι που αρχίζει να συλλέγει στοιχεία για τις μελλοντικές ιστορικές του συνθέσεις. Τέσσερα χρόνια μετά εκδίδει στα ελληνικά το γνωστό έργο του για την Ενετοκρατία στα Επτάνησα και τον επόμενο χρόνο το Περί της εν Επτανήσω διοργανώσεως της δημοσίας εκπαιδεύσεως. Στην Ευρώπη ξαναβρίσκεται προκειμένου να συνοδεύσει τους δυο γιους του, Νικόλαο και Αναστάσιο, για σπουδές στο Βερολίνο αλλά και για να μελετήσει τα εκπαιδευτικά συστήματα της εποχής: Βιέννη, Βερολίνο, Παρίσι (1857). Στη συνέχεια ταξιδεύει στη Βενετία για να μελετήσει τα αρχεία της και να εκδώσει στα ιταλικά την επαυξημένη εκδοχή της Ενετοκρατίας του (1858) και το δεύτερο αξιόλογο ιστορικό του σύγγραμμα, γραμμένο επίσης στα ιταλικά, για την Κυριαρχία των Γάλλων Δημοκρατικών στα Επτάνησα (1860). Διακόπτει την απομόνωσή του, βρίσκεται ξανά στην Ιταλία γύρω στα έτη 1862-1863: Μπολώνια (για να εκδώσει στα ιταλικά το τρίτο μεγάλο ιστορικό του έργο για την Επτάνησο Πολιτεία), Φλωρεντία, Γένοβα, Βενετία. Δυο χρόνια αργότερα ταξιδεύει, με την μικρή του κόρη Αβιγαήλ, σε Παρίσι, Μόναχο, Βιέννη, Βενετία. Τελευταία φορά βγήκε στο εξωτερικό το 1867, όπου επισκέπτεται και την άρρωστη σύζυγό του στη Νάπολη. Κατά τα τελευταία του χρόνια τον απασχόλησε η καταγωγή του χριστιανισμού. Μιλούσε, εκτός από τα ελληνικά, ιταλικά, γαλλικά, λατινικά, αγγλικά και γερμανικά. Έγραψε κυρίως στα ιταλικά (που ήταν και το σύνηθες αφού επί Ενετοκρατίας οι ευγενείς έπαιρναν κατά κύρια βάση Ιταλική μόρφωση, ακόμα και για αρκετό καιρό μετά την πτώση της Βενετίας), ενώ λίγα είναι τα κατάλοιπα του στα ελληνικά, αν εξαιρεθούν οι επιστολές (περίπου 280) προς τους δυο γιους του. Πέθανε από αποπληξία στις 30 Απριλίου 1868 στην έπαυλή του.

Εργογραφία

  • Ermanno Lunzi, Cont., Una vita perduta, Malta, 1843, 8°
  • Ermanno Lunzi, Giulia Santelmo : novella storica, Malta, Izzo, 1846, p. 295, 5
  • Τεκμήριον λύπης εἰς μνήμην τοῦ ἰατροῦ Διονυσίου Σκλίβα, Ἐν Ζακύνθῳ, Ἑρμάννος Λούντζης, Μονόφυλλο, <28.4.1850>
  • Τὸ Μέλλον τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἐκ τοῦ παρελθόντος ἐξαγόμενον, Ἐν Ζακύνθῳ Τυπογραφεῖον Ὁ Παρνασσὸς Σεργίου Χ. Ραφτάνη. 1851, 8ο, σ. 36+ἐξώφ. ~ Τὸν πρόλογο ὑπογράφει ὁ Ἑρμάνος Λούντζης.
  • Περὶ τῶν κατὰ Σεπτέμβριον 1852 ὑπὸ τῆς I΄. Ἰονίου Βουλῆς ἀπορριφθεισῶν Συνταγματικῶν Μεταρρυθμίσεων. Ὑπόμνημα διυθυνθὲν πρὸς τὸν ἐπὶ τῶν ἀποικιῶν ὑπουργὸν τῆς Προστάτιδος Ἀνάσσης ὑπὸ τῶν Βουλευτῶν Ἑρμάνου Λούντζη, Ἰωάννου Μαρίνου καὶ Σωκράτους Κουρῆ. Κερκύρᾳ Τυπογραφεῖον Σχερία 1853, 8ο, φ. 2+σ.16+2 χ.ἀ.
  • Τὸ Μέλλον τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἐκ τοῦ παρελθόντος ἐξαγόμενον. Ἐν Ζακύνθῳ Τυπογραφεῖον Ὁ Παρνασσὸς Σεργίου Χ. Ραφτάνη. 1854, 8ο, σ. 36 ~ Συντάκτης ὁ Ἐρμάνος Λούντζης
  • Rodolphe Töpffer, Ermanno Lunzi, Rosa e Geltrude : racconto, Milano, Borroni e Scotti, 1856, 241 p.
  • Περὶ τῆς Πολιτικῆς Καταστάσεως τῆς Ἑπτανήσου ἐπὶ Ἑνετῶν, Ὑπὸ Ἑρμάννου Λούντζη. Ἐν Ἀθήναις, Τύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, 1856, 8ο, σ. ριη΄+217+1 λ.+22+ἐξώφ.
  • Περὶ τῆς ἐν Ἑπτανήσῳ διοργανώσεως τῆς Δημοσίας Ἑκπαιδεύσεως Ὑπὸ Ἑρμάννου Λούντση, Ἐν Ἀθήναις, Ἐκ τοῡ Τυπογραφείου Ν. Ἀγγελίδου, 1857, 8ο, φ. 1+σ. 2 χ.ἀ.+74+2 λ.+ἐξώφ.
  • Della Condizione Politica Della Isole Lonie Sotto il Dominio Veneto, Preceduta da un Compendio Della Storia Delle Isole Streese Dalla Divisione Dell' Impero Bizantino, di Ermano Co. Lunzi, Versione con Note di Marino Dr Typaldo-Foresti e Nicolo Barozzi, Riveduta ed Aumentata Dall' Autore, Venezia, Tip. del commercio, 1858, 507 p., 8°
  • Ermanno Lunzi, Storia delle isole Ionie sotto il reggimento dei repubblicani francesi, Venezia, Tip. del commercio, 1860, 247 p.
  • Ermanno Lunzi,  Della Repubblica settinsulare. Libri due, Tipi Fava e Garagnani, Bologna, 1863, 8+269+7 p., 8°
  • Ὀλίγα τινὰ περὶ Δάντου Ἀλιγιέρη καὶ Φραγκίσκου Πετράρχη, Μεταφρασθέντα ἐκ τῆς Ἰταλικῆς πρὸς ὠφέλειαν τῆς σπουδαζούσης νεολαίας ὑπὸ Σπυρίδωνος Διονυσιάδου Ι. Πυλαρινοῡ, Ἐν Ζακύνθῳ, Ἐκ τοῡ Ἐθνικοῡ Τυπογραφείου «Ἡ Αὐγὴ», 1864, 8ο, σ.54+ἐξώφ.

Nyxeis tines epi tou Dantou Aligierou kai epi tēs Theias kōmōdias / [Ermanno Lunzi] -- Apomnēmoneumata peri tou viou Phrankiskou Petrarchē haper autos

aphēke gegrammena en tois Latinikois autou syngrammasinmetaphrasthenta ek tēs Italikēs ... hypo Spyridōnos Dionysiadou I. Pylarinou.

  • Ermanno Lunzi, Il cristianesimo in relazione colla storia universale, Bologna, Fava e Garagnani, 1867, 23 p.
  • Ὁ ἀπολωλὼς βίος, Ὑπὸ Ἐρμάννου Λούντζη Μεταφρασθεὶς ἐκ τοῡ Ἰταλικοῡ ὑπὸ Διονυσίου Α. Τρικάρδου (ἐκδίδεται δαπάνῃ Δ. Χιώτη.), Ἐν Ζακύνθῳ Τυπ. Ἑπτανήσου Διονυσίου Σ. Χιώτου, 1878, <8ο,φ.1+σ.η΄+116>+ἐξώφ.
  • Τριάκοντα ἕξ ἡμερῶν αἰχμαλωσία καὶ συμβίωσις μετὰ ληστῶν. // Trenta sei giorni di cattività e di consorgio presso i briganti (Estratto dalla Rivista Bolognese, Fasc. III, Vοl. II), 8ο, σ.8 ~ Τοῡ 1893; - Ὑπογραφή: Ἑρμάννος Λούντζης.

Σαρακίνα Ζακύνθου Επεξεργασία

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει η εξοχική έπαυλη Σαρακίνα όπου έζησε ο Ερμάννος Λούντζης στο χωριό Παντοκράτορας Ζακύνθου. Άγνωστη η ακριβής χρονολογία κτίσεως της μεγαλόπρεπης αυτής έπαυλης της οποίας η αρχική της μορφή είναι γνωστή από ένα σκίτσο του 1850. Άγνωστη επίσης και η προέλευση της ονομασίας της. Ένας λαϊκός θρύλος αναφέρει ότι εκεί έβρισκαν καταφύγιο Σαρακηνοί πειρατές γι' αυτό και η περιοχή ονομάστηκε έτσι. Η Σαρακίνα αποτελεί το πιο τέλειο παράδειγμα τυπικής πλατυμέτωπης συμμετρικής γενικής διάταξης που ακολουθούσαν τα αρχοντικά της εξοχής της Ζακύνθου. Η διάπλασις των όγκων μέσα σ'ένα γενικό τριγωνικό σχήμα στην επίπεδη κορυφή ενός μαλακού λόφου, προσδίδει στο όλο σύνολο μια ήρεμη μεγαλοπρέπεια. Το όλο συγκρότημα, που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου που προαναφέρθηκε, είναι προσπελάσιμο από τρία σημεία με το κυριότερο να έχει μήκος περισσότερο από ένα χιλιόμετρο. Το κυρίως κτήριο, αποτελούμενο από τρία επίπεδα με γενικές εξωτερικές διαστάσεις 11,80 x 85,50 μ. αποτελείται από το κεντρικό, σημαντικά υπερυψωμένο διώροφο τμήμα, που είναι η κατοικία. Ακολουθούν, δεξιά και αριστερά, δυο χαμηλότερες πτέρυγες, με την ίδια μεν υπερύψωση αλλά με έναν όροφο, που συμπεριλαμβάνονται επίσης στους χώρους κατοικίας και τέλος, συμμετρικά και πάλι, είναι διατεταγμένες δυο επιμήκεις ισόγειες πτέρυγες που περιλαμβάνουν τους βοηθητικούς χώρους. Στη δεξιά πτέρυγα ήταν οι λινοί του κτήματος ενώ στην αριστερή αποθήκες και κατοικίες προσωπικού. Μεμονωμένα κτήρια, επίσης συμμετρικά διατεταγμένα ως προς τον άξονα της όλης συνθέσεως, απαρτίζουν την κατοικία του παραστάτη (επιστάτης του κτήματος και άνθρωπος εμπιστοσύνης του εκάστοτε Κόντε), τους στάβλους κλπ. Πίσω από το κτήριο υπάρχει μια δεύτερη αυλή, ο κήπος και το οικογενειακό παρεκκλήσιο. Το όλο συγκρότημα είναι σχεδιασμένο και κατασκευασμένο έτσι ώστε να καλύπτει τις ανάγκες των θερινών διακοπών της οικογένειας (κατά το συνήθειο οι ευγενείς είχαν επαύλεις στα απέραντα κτήματά τους όπου κατοικούνταν μόνο τους θερινούς μήνες και ήταν σύμβολα της ισχύος τους στους χωρικούς), αλλά και τις λειτουργικές απαιτήσεις μιας φάρμας. Η Σαρακίνα σχεδιάστηκε με δύο διαφορετικές προσόψεις. Η δυτική δεσπόζει από ψηλά στο κάμπο, πάνω από αμφιθεατρικά σταφιδάλωνα και την ίσια βαθιά «μαΐστρα» (ο δρόμος που ξεκινά από την είσοδο του κτήματος και καταλήγει στο αρχοντικό) ενώ η ανατολική, στραμμένη στον κόλπο του Λαγανά, βρίσκεται σε σχέση διαλεκτική με την επιθετικότητα των πανύψηλων δέντρων του πάρκου. Το κτήριο είναι νεοκλασικό, με κάποια στοιχεία Μπαρόκ, με αρχιτεκτονικά στοιχεία σμιλευμένα σε ανοικτόφαιο μαλακό ασβεστόλιθο ή πωρόλιθο. Οι νεοκλασικές γραμμές θυμίζουν έντονα το κεντρικό τμήμα της Villa Barbaro (στο Treviso) του Andrea Palladio. Διπλά κλιμακοστάσια, δωρικοί κίονες, κόγχες με προτομές και το ανάγλυφο οικόσημο της οικογένειας δίνουν το μέτρο της επιζητούμενης πολυτέλειας στο εξωτερικό. Στο εσωτερικό, επίσης επικρατεί η πολυτέλεια με δάπεδα ξύλινα και μαρμάρινα, ταπετσαρίες, ταβάνια με πλούσιο διάκοσμο, σαλόνια με ακριβά έπιπλα, κρυστάλλινους πολυέλαιους, πορτραίτα προγόνων της οικογένειας και πίνακες διάφορων σχολών, μια αρκετά ευρύχωρη σάλα χορού προσπελάσιμη και από τις δύο βασικές όψεις του κτηρίου (την ανατολική όπου ήταν η κύρια και την δυτική), τραπεζαρία, βιβλιοθήκη.

Οι σεισμοί του 1953 δεν γκρέμισαν το κτήριο αλλά το κατέστησαν ακατοίκητο με σοβαρές ζημιές, καθιστώντας δυνατή την απομάκρυνση των έργων τέχνης του. Η αδυναμία της οικογένειας να το επισκευάσει αλλά και η αδιαφορία του Κράτους, όπου η οικογένεια ήταν πρόθυμη να το δωρίσει με όρο να ανακαινισθεί, κατέστησαν τόσο την έπαυλη όσο και το περιβάλλον κτήμα έρημα και απροσπέλαστα, με το κτήριο να καταρρέει συνεχώς μη μπορώντας να αντέξει τη συνεχή φθορά των καιρικών φαινομένων και των σεισμών. [1] [2]

Πηγές Επεξεργασία

  • Robert Sargint, Η Ζάκυνθος κάποτε… Κείμενα Νίκιας Λούντζης. Έκδοση του Σωματείου «Οι Φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων».
  • Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος (Πεντακόσια χρόνια). Ύπαιθρος Χώρα. Αθήνα, 1979.
  • Διονύσης Α. Ζήβας, Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΤ' ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΙΘ' ΑΙΩΝΑ, Αθήνα, 2002
  • Ζήσιμος Χ. Συνοδινός, Αρχεία Οικογένειας Λούντζη, Εκδόσεις Περίπλους, Αθήνα, 2004

Παραπομπές Επεξεργασία