Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Για τη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|9|10|2024}}
Εκεί ξεθάφτηκε από το χρονοντούλαπο της ιστορίας το σύστημα της βαθμολογίας, αφού ήταν γνωστό ότι κάτι τέτοιο βόλευε τους γηπεδούχους, κάτι που σχολιάστηκε έντονα τότε από τους δημοσιογράφους. Αλλά έτσι και αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση οι Γιουγκοσλάβοι, που είχαν στην σύνθεσή τους τον Μίρζα Ντελίμπασιτς να έχαναν τον τίτλο μέσα στο σπίτι τους. Διαλύοντας κάθε αντίπαλο, ακόμη και τους Ιταλούς στον όμιλο, φτάνουν στον άτυπο τελικό με αντίπαλους τους Σοβιετικούς, όπου κατόπιν επιθυμίας των τελευταίων, για να εξασφαλιστεί η ουδετερότητα, οι διαιτητές ήταν ένας Καναδός και ένας Αμερικάνος. Διατήρησαν σε όλο το ματς ένα μικρό προβάδισμα και έφτασαν στην τελική επικράτηση με 90-84 (Κρέζιμιρ Τσόσιτς 23π. – Σεργκέι Μπέλοφ 29π.), κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο αήττητοι, με νίκες 7-0.[1]
Οι Ιταλοί συνεχίζουν την καλή παράδοση στη δεκαετία του 1970, κατακτώντας άλλο ένα χάλκινο μετάλλιο μετά το Ευρωμπάσκετ 1971, νικώντας 89-69 τους Ισπανούς του Γουέιν Μπράμπεντερ. Πολυτιμότερος παίκτης (MVP) ανακηρύχθηκε ο Κρέζιμιρ Τσόσιτς, ενώ οι Τσεχοσλοβάκοι, παρά το ότι ενίσχυσαν το ήδη υπάρχων αξιόλογο έμψυχο υλικό τους με τους Στανισλάβ Κρόπιλακ και Γιάροσλαβ Σκάλα και στον πάγκο ήταν ο σπουδαίος Πάβελ Πέτερα, κατέλαβαν την ασήμαντη για την παράδοσή τους έκτη θέση. Στην διοργάνωση αυτή έδειξε τα διαπιστευτήριά του και ο καταπληκτικός Ολλανδός Κεες Άκερμπουμ, που οδήγησε την χώρα του σε τελική φάση Ευρωμπάσκετ, παρόλο που έμεινε τελικά στη 10η θέση.
Η Ελλάδα, αν και πάλεψε σκληρά σε όλα τα παιχνίδια, δεν μπόρεσε να αποφύγει την τελευταία (12η) θέση. Καλύτεροι ήταν οι Βασίλης Γκούμας (14,3 πόντους μ.ο.), Γιώργος Καστρινάκης (12,4 πόντους μ.ο.), Στιβ Γιατζόγλου (11,9 πόντους μ.ο.). Εκεί εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε Ευρωμπάσκετ και ο Δημήτρης Κοκολάκης, αλλά η ελληνική πλευρά κατάφερε να κλέψει την παράσταση και αυτό όχι για αγωνιστικούς λόγους. Και αυτό προέκυψε από το άρθρο του Φίλιππου Συρίγου «η σερενάτα του Δουνάβεως» που αναφερόταν στα τσολιαδάκια των Ελλήνων παραγόντων που είχαν πεταχτεί στον ποταμό από τον Βασίλη Γκούμα, ο οποίος ήταν απηυδισμένος από τη δουλική συμπεριφορά τους. Βεβαίως, αργότερα τιμωρήθηκε για τη συμπεριφορά του αυτή με ισόβιο αποκλεισμό από την εθνική ομάδα. Για έναν χρόνο τιμωρήθηκαν και οι συμπαίκτες του, Άρης Ραφτόπουλος και Απόστολος Κόντος.