Ευτυχίδης ο Σικυώνιος

αρχαίος Έλληνας γλύπτης

Ο Ευτυχίδης ήταν Σικυώνιος γλύπτης, μαθητής του Λυσίππου που έζησε μετά τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου[3]. Η καλλιτεχνική δράση του τοποθετείται μεταξύ των ετών 330 και 290 π.Χ.[4].

Ευτυχίδης ο Σικυώνιος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση4ος αιώνας π.Χ.
Σικυώνα
Θάνατος3ος αιώνας π.Χ.
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςαρχαία ελληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταγλύπτης
Αξιοσημείωτο έργοTimosthenes statue at Olympia[1]
Tyche statue at Antioch on the Orontes[2]
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Τύχη Ευτυχίδου, η Αντιόχεια επί του ποταμού Ορόντη, Μουσεία Βατικανού

Εργογραφία

Επεξεργασία

Το ονομαστότερο έργο του είναι το κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα η "Τύχη της Αντιοχείας" που παριστάνει με αλληγορικό τρόπο την πόλη της Αντιόχειας, πρωτεύουσας των Σελευκιδών[3]. Αναπαράσταση του αγάλματος χαράχθηκε πάνω σε νομίσματα της πόλης[5], όπως και ένα αντίγραφό του σε αγαλματίδιο της Βουδαπέστης που υπάρχει στο Βατικανό[3]. Ο Πλίνιος αναφέρει (HN 34.78.) ότι ο Ευτυχίδης δημιούργησε το χάλκινο άγαλμα του Ευρώτα «τέχνης υγροτέρας του ποταμού»[6]. Από τον Παυσανία αναφέρεται ότι ήταν δημιουργός ενός χάλκινου αγάλματος του αθλητή Τιμοσθένη στο στάδιο της Αρχαίας Ολυμπίας[7].

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Παυσανίας: (αρχαία ελληνικά) Ελλάδος περιήγησις.
  2. Παυσανίας: (αρχαία ελληνικά) Ελλάδος περιήγησις.
  3. 3,0 3,1 3,2 Εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή. Αθήνα: Τεγόπουλος - Μανιατέας. 1996. σελ. 310, τομ. 12. 
  4. Πατσιάδου, Λίλα (31 Μαΐου 2001). «Ευτυχίδης». Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού - Μικρά Ασία. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Ανακτήθηκε στις 18 Αυγούστου 2017. 
  5. Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Λεξικόν της ελληνικής αρχαιοελληνικής , Τόμ. Α΄σ. 320, Αθήνα 1888
  6. Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Φυσική ιστορία, XXXIV, 16.6
  7. "τούτου μὲν δὴ Πολύκλειτος τὸν ἀνδριάντα εἰργάσατο, τὸν δὲ Τιμοσθένην Εὐτυχίδης Σικυώνιος παρὰ Λυσίππῳ δεδιδαγμένος: ὁ δὲ Εὐτυχίδης οὗτος καὶ Σύροις τοῖς ἐπὶ Ὀρόντῃ Τύχης ἐποίησεν ἄγαλμα, μεγάλας παρὰ τῶν ἐπιχωρίων ἔχον τιμάς." - Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις, Ἠλιακῶν Β, 2.7