Εφεσιακά

Αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα του Ξενοφώντα του Εφέσιου

Τα Εφεσιακά, πλήρης αρχαιοελληνικός τίτλος: Οἱ κατ' Ἀνθίαν καὶ Ἁβροκόμην Ἐφεσιακοὶ λόγοι του Ξενοφώντα του Εφέσιου είναι αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα που γράφτηκε πριν από τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ.[1]

Εφεσιακά
Η συνάντηση της Ανθίας με τον Αβροκόμη στη γιορτή της θεάς Άρτεμης, Τζάκοπο Αμιγκόνι (1744)
ΣυγγραφέαςΞενοφών ο Εφέσιος
Γλώσσααρχαία ελληνικά
Μορφήμυθιστόρημα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η υπόθεση αναφέρεται σε ένα ερωτευμένο νεαρό ζευγάρι, που μετά τον γάμο τους η μοίρα τους χωρίζει και ο νεαρός ξεκινά να αναζητήσει την αγαπημένη του. Οι ήρωες αιχμαλωτίζονται από πειρατές και ληστές και επιζούν από αμέτρητες περιπέτειες: απειλούνται με ψευδείς κατηγορίες, βασανίζονται, φυλακίζονται, ναυαγούν, πωλούνται σκλάβοι, υπάρχει ακόμη και σκηνή νεκροφάνειας, κυρίως όμως απειλούνται από όσους τους ερωτεύονται. Σε όλες τις περιπτώσεις η πίστη και ο έρωτας τους σώζει ώσπου τελικά το ζευγάρι επανενώνεται με αίσιο τέλος. [2]

Το έργο έχει πολλά κοινά σημεία με τη μεταγενέστερη Ιστορία του Απολλώνιου της Τύρου.

Ύφος Επεξεργασία

Το ύφος του Ξενοφώντα είναι ανομοιόμορφο: συχνά είναι συνοπτικό, απλό, στεγνό και άτεχνο, σε άλλα σημεία είναι καλλιτεχνικά πρωτότυπο και από πολλές απόψεις κοντά στη λαϊκή προφορική παράδοση και τους τοπικούς θρύλους, που εκφράζεται τόσο με την απλότητα των περιγραφών όσο και με τις συχνές υφολογικές και λεκτικές επαναλήψεις. Αποφεύγει συνειδητά το λόγιο λεξιλόγιο και την υποτακτική σύνταξη και προτιμά πάντα την πιο απλή παρατακτική, ίσως γιατί σκοπεύει να μοιάζει με λαϊκότροπη αφήγηση.[3]

Η σύνθεση του μυθιστορήματος περιπλέκεται από μια σειρά από παρεμβαλλόμενα επεισόδια που μεταδίδονται από τον συγγραφέα με τη μορφή εγκιβωτισμένων ιστοριών, επιστολών, προφητικών ονείρων, όπως η ιστορία του Ιππόθοου για τον έρωτά του με τον όμορφο Υπεράνθη, η ιστορία του γέρου ψαρά Αιγιαλέα για τη γυναίκα του Θελξινόη κ.α.[4]

Το αρχαίο κείμενο Επεξεργασία

Το κείμενο έχει σωθεί σε ένα μόνο χειρόγραφο του 13ου αιώνα που βρίσκεται στη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη στη Φλωρεντία, το Laurentianus Conventi Soppressi 627, το οποίο περιέχει και άλλα τρία αρχαία ελληνικά μυθιστορήματα (Δάφνις και Χλόη, Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα και Χαιρέας και Καλλιρόη). Το μυθιστόρημα αποτελείται από πέντε βιβλία και είναι αρκετά σύντομο σε σχέση με τα πολλά επεισόδια της ιστορίας – είναι το συντομότερο από τα ελληνικά μυθιστορήματα που έχουν σωθεί.[5] Λόγω της συντομίας του και άλλων χαρακτηριστικών, ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η έκδοση που έχουμε είναι απλώς μια επιτομή ενός μεγαλύτερου έργου, την άποψη ενισχύει η Σούδα, μια μεσαιωνική ελληνική εγκυκλοπαίδεια του 10ου αιώνα, που αναφέρει ότι το μυθιστόρημα έχει δέκα βιβλία. Άλλοι μελετητές προτείνουν ότι πιθανόν η έκδοσή μας να αποτελείται από ένα σύνολο αναδιηγήσεων της ιστορίας του Ξενοφώντα και άλλοι ότι είναι λάθος της Σούδας που αναφέρει βιβλία ι' αντί για βιβλία ε'. [6]

Υπόθεση Επεξεργασία

 
Η ωραία Ανθία, Σοφί Ρυντ (1820)

Η Ανθία και ο Αβρακόμης, δύο πανέμορφοι έφηβοι, παιδιά επιφανών πολιτών της Εφέσου, είναι ερωτευμένοι. Το μαντείο του Απόλλωνα στην Κολοφώνα προβλέπει ότι θα περάσουν από πολλές δοκιμασίες πριν αποκτήσουν την ευτυχία. Για να γλιτώσουν, οι γονείς τους γρήγορα τους παντρεύουν και τους στέλνουν στην Αίγυπτο. Ωστόσο, αιχμαλωτίζονται από πειρατές κοντά στη Ρόδο και οδηγούνται στην Τύρο. Η Μαντώ, κόρη του Αψύρτου, αρχηγού των πειρατών, ερωτεύεται τον Αβρακόμη, αλλά καθώς αυτός δεν ανταποκρίνεται, τον εκδικείται κατηγορώντας τον για απόπειρα βιασμού. Ο Αβρακόμης υποβάλλεται σε βασανιστήρια. Η Μαντώ παντρεύεται με κάποιον και πηγαίνει να ζήσει μαζί του στην Αντιόχεια παίρνοντας την Ανθία μαζί της. Τη δίνει για σύζυγο στον αιγοβοσκό Λάμπωνα, ο οποίος σέβεται την επιθυμία της και ο γάμος δεν ολοκληρώνεται. Όταν ο σύζυγος της Μαντώς ερωτεύεται την Άνθεια, η Μαντώ οργισμένη δίνει εντολή στον Λάμπωνα να πάει τη νεαρή κοπέλα στο δάσος για να τη σκοτώσει. Ο αιγοβοσκός τη λυπάται και αρκείται να την πουλήσει σε εμπόρους από την Κιλικία. Το πλοίο τους ναυαγεί και οι επιζώντες, συμπεριλαμβανομένης της Ανθίας, αιχμαλωτίζονται στην ακτή από τον ληστή Ιππόθοο.[7]

Ωστόσο, ο Άψυρτος ανακαλύπτει το ψέμα της κόρης του, μετανιώνει και κάνει τον Αβρακόμη διαχειριστή του. Καθώς μαθαίνει ότι η Ανθία έχει πουληθεί στους Κιλίκιους, ο νεαρός φεύγει κρυφά να την αναζητήσει. Την ίδια στιγμή, η Ανθία και οι σύντροφοί της στην κακοτυχία πρόκειται να θυσιαστούν στον Άρη από τους ληστές, αλλά τους σώζει ο Περίλαος, αξιωματούχος στην Κιλικία. Αυτός σκοτώνει ή αιχμαλωτίζει όλους τους ληστές, εκτός από τον Ιππόθοο που καταφέρνει να φύγει. Ο Περίλαος παίρνει την Άνθεια στην Ταρσό, την ερωτεύεται και της προτείνει να γίνει γυναίκα του. Φοβούμενη τα χειρότερα αν αρνηθεί, η Ανθία δέχεται, αλλά ζητά καθυστέρηση τριάντα ημερών για τον γάμο.[8]

Μόλις φθάνει στην Κιλικία, ο Αβροκόμης συναντά τον Ιππόθοο με τον οποίο μένουν στο ίδιο πανδοχείο και γίνονται φίλοι. Ο Ιππόθοος του διηγείται την ιστορία του: γεννημένος σε μια οικογένεια ευγενών στην Πέρινθο της Θράκης, βίωσε μια τραγική ερωτική ιστορία με έναν όμορφο νεαρό από το Βυζάντιο, τον Υπεράνθη, μια ιστορία που τον οδήγησε να διαπράξει φόνο και μετά να γίνει ληστής μετά τον τυχαίο θάνατο του εραστή του. Δίνει επίσης στον Αβρακόμη πληροφορίες για την Ανθία. Στη συνέχεια, ο Αβρακόμης πείθει τον φίλο του να τον βοηθήσει να πάρει τη γυναίκα του πίσω από τον Περίλαο. Στο μεταξύ, πλησιάζει η ημέρα που ορίστηκε για τον γάμο της Ανθίας. Αλλά αυτή πήγε στον γιατρό Εύδοξο και αγόρασε κάτι που πιστεύει ότι είναι δηλητήριο - και το οποίο στην πραγματικότητα είναι μόνο ναρκωτικό. Το βράδυ του γάμου, το πίνει και τη θεωρούν νεκρή. Ο Περίλαος την κηδεύει και τοποθετεί το πτώμα σε τάφο, όπου η Ανθία ξυπνά απελπισμένη, είναι ακόμη ζωντανή. Όμως στον τάφο τη βρίσκουν ληστές που την αιχμαλωτίζουν για να την πουλήσουν ως σκλάβα. Ο Αβρακόμης, φτάνοντας στην Ταρσό με τον Ιππόθοο, μαθαίνει τη μοίρα της γυναίκας του και ξεκινάει με προορισμό την Αλεξάνδρεια.[3]

 
Η συνάντηση της Ανθίας και του Αβρακόμη, Τζανμπαττίστα Τιέπολο (1743)

Η Ανθία πωλείται στον Ινδό βασιλιά Ψάμμη, τον οποίο καταφέρνει να πείσει ότι είναι αφιερωμένη στην Ίσιδα και ότι δεν μπορεί να την αγγίξει για ένα χρόνο χωρίς να υποστεί την οργή της θεάς. Το πλοίο στο οποίο επιβιβάστηκε ο Αβρακόμης, φθάνοντας στην Αίγυπτο δέχεται επίθεση από ληστές και όλο το πλήρωμα πωλείται, ο νεαρός γίνεται σκλάβος κάποιου Αράξου, του οποίου η πολύ κακή και άσχημη σύζυγος Κυνώ, τον ερωτεύεται και δηλητηριάζει τον άντρα της γι' αυτόν. Καθώς ο Αβρακόμης την απορρίπτει και φεύγει, η Κυνώ τον κατηγορεί ότι δολοφόνησε τον Άραξο. Ο νεαρός συλλαμβάνεται αμέσως και οδηγείται στην Αλεξάνδρεια για να εκτελεστεί. Αλλά δύο απόπειρες να τον θανατώσουν (σε σταύρωση, μετά στην πυρά) αποτυγχάνουν υπό την επίδραση φυσικών στοιχείων: σεισμός, σχίσιμο της γης, τόσο πολύ που ο κυβερνήτης πιστεύει σε θαύμα. Ακούει την ιστορία του και τελικά τον βοηθά να φύγει για τη Σικελία για να συνεχίσει την έρευνά του. Όσο για την Κυνώ, συλλαμβάνεται και σταυρώνεται.[9]

Από την πλευρά τους η Ανθία και ο Ψάμμης έφυγαν για την Αιθιοπία. Εν τω μεταξύ, ο Ιππόθοος και η συμμορία του, φεύγοντας από την Κιλικία εγκαταστάθηκαν στα σύνορα μεταξύ Αιγύπτου και Αιθιοπίας, όπου ληστεύουν ταξιδιώτες, μεταξύ των οποίων ο Ψάμμης και η Ανθία. [10]Ο πρώτος σκοτώνεται και η δεύτερη αιχμαλωτίζεται, χωρίς ο Ιππόθοος να μπορεί να την αναγνωρίσει, αφού δεν την έχει δει ποτέ. Ένας από τους ληστές προσπαθεί να βιάσει τη νεαρή γυναίκα, αυτή τον μαχαιρώνει. Τότε ο Ιππόθοος τη βάζει σε ένα λάκκο και την φυλάνε δυο άγρια σκυλιά, απαγορεύοντας να της δοθεί φαγητό. Όμως ο ληστής που είναι υπεύθυνος για τη φύλαξη τη λυπάται και της ρίχνει φαγητό. Και μάλιστα την απελευθερώνει, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ο Ιππόθοος και οι άλλοι έχουν φύγει για να επιτεθούν σε ένα χωριό. Στη συμπλοκή οι ληστές νικούνται από στρατό που έστειλε ο κυβερνήτης της Αιγύπτου και για άλλη μια φορά ξεφεύγει μόνο ο Ιππόθοος, ο οποίος καταφεύγει προς τη Σικελία. Η Ανθία οδηγείται στην Αλεξάνδρεια και ο αξιωματικός που διοικεί το στράτευμα, Πολύιδος, την ερωτεύεται. Η σύζυγος του τελευταίου το αντιλαμβάνεται και τη δίνει σε έναν σκλάβο, ο οποίος την πηγαίνει στον Τάραντα και την πουλά σε ένα πορνείο. Για να ξεφύγει από την πορνεία, η Ανθία προσποιείται επιληψία.

 
Η ωραία Άνθεια κατευθύνεται προς τον ναό της Αρτέμιδος επικεφαλής των συντρόφων της. Joseph Paelinck (1820).

Εν τω μεταξύ, ο Αβρακόμης έχει αποβιβαστεί στις Συρακούσες και μένει στον γέρο ψαρά Αιγιαλέα, ο οποίος του διηγείται τη δική του ιστορία αγάπης με τη γυναίκα του, η οποία ξεκίνησε στην πατρίδα τους τη Σπάρτη από όπου την πήρε από τον πατέρα της για να καταφύγει μαζί της στη Σικελία. Η γυναίκα του πέθανε λίγο πριν, την ταρίχευσε και συνεχίζει να ζει μαζί της σαν να ήταν ζωντανή. Στη συνέχεια ο Αβρακόμης πηγαίνει στην Ιταλία.

Ο Ιππόθοος, έχοντας φτάσει στη Σικελία, παντρεύτηκε μια πλούσια ηλικιωμένη γυναίκα την οποία κληρονόμησε μετά τον πολύ γρήγορο θάνατό της. Συνήψε σχέση με έναν νεαρό, τον Κλεισθένη, και έφυγαν και οι δύο για την Ιταλία. Στον Τάραντα συναντάει την Ανθία, την οποία αναγνωρίζει αυτή τη φορά, και η οποία του διηγείται ολόκληρη την ιστορία της, και τον γάμο της με τον Αβροκόμη. Την αγοράζει από τον μαστροπό και τη φέρνει πίσω στην Έφεσο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Αβρακόμης, κουρασμένος, αποφάσισε επίσης να επιστρέψει. Στο δρόμο για την Έφεσο, καταλήγουν όλοι στη Ρόδο. Η Ανθία και ο Αβρακόμης τελικά επανενώνονται και ορκίζονται ο ένας στον άλλο ότι παρέμειναν πιστοί. Όλοι φεύγουν για την Έφεσο, όπου απευθύνουν ευχαριστήριες θυσίες στην Άρτεμη. Οι δύο σύζυγοι κηδεύουν τους γονείς τους που στο μεταξύ έχουν πεθάνει και συνεχίζουν να ζουν ευτυχισμένοι για πάντα.[11]

Μετάφραση στα νέα ελληνικά Επεξεργασία

  • Εφεσιακά Οι Κατ Ανθίαν Και Αβροκόμην Εφεσιακοί Λόγοι, μετάφραση: Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, εκδόσεις Κάκτος, 2001 [12]

Παραπομπές Επεξεργασία