Η ζωστή πατρικία ήταν γυναικείο αξίωμα-αυλικός τίτλος στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το υψηλό αυτό αξίωμα το δημιούργησε ο Αυτοκράτορας Θεόφιλος (829-842) για να τιμήσει την πεθερά του Θεοκτίστη, και συνήθως η ζωστή ήταν συγγενής της Αυτοκράτειρας. Κατατασσόταν ανάμεσα στα κορυφαία αξιώματα, τοποθετούμενο ιεραρχικώς μεταξύ του μαγίστρου και του κουροπαλάτη.

Ιστορία και λειτουργία

Επεξεργασία
 
Μικρογραφία από το χειρόγραφο της Μαδρίτης της Συνόψεως Ιστοριών του Ι. Σκυλίτζη, που αναπαριστά τον γάμο της Μιροσλάβας της Βουλγαρίας με τον Βυζαντινό αριστοκράτη Ασώτιο Ταρωνίτη. Το ζεύγος κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου η Μιροσλάβα ανακηρύχθηκε ζωστή πατρικία.

Η προέλευση του αξιώματος και η χρονολογία θέσπισής του είναι αβέβαιες.[1] Πέρα από μία προφανώς αναχρονιστική αναφορά στην Αντωνίνα, τη σύζυγο του μεγάλου στρατηγού του 6ου αιώνα Βελισάριου, ως «ζωστή πατρικία», ο τίτλος μνημονεύεται για πρώτη φορά περί το 830 για τη Θεοκτίστη, τη μητέρα της Αυτοκράτειρας Αγίας Θεοδώρας.[2][3] Κατόπιν συνεχίζεται να αναφέρεται σε γραπτές πηγές (τη Σύνοψιν Ιστοριών του Ιωάννου Σκυλίτζη) μέχρι το 1018, οπότε απονεμήθηκε στη Μαρία, την πρώην Αυτοκράτειρα της Βουλγαρίας, και σε μολυβδόβουλλα μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα. Στη συνέχεια φαίνεται ότι περιέπεσε σε αχρηστία, όπως και πολλοί άλλοι τίτλοι της μεσοβυζαντινής περιόδου, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού.[2][1]

Στο Κλητορολόγιον του Φιλοθέου (899) το αξίωμα αναφέρεται μεταξύ του μαγίστρου και του κουροπαλάτη.[4] Η εξαιρετικά υψηλή θέση της ζωστής πατρικίας φαίνεται και από το δικαίωμα που είχε μόνο αυτή και έξι άλλοι αξιωματούχοι να τρώνε στο αυτοκρατορικό τραπέζι, καθώς και από τον εξέχοντα ρόλο της στις αυτοκρατορικές τελετές.[5] Η ζωστή ήταν η επικεφαλής κυρία των τιμών της Αυτοκράτειρας (και συνήθως συγγενής της) και επικεφαλής της γυναικείας αυλής (το «σεκρέτον των γυναικών»), απαρτιζόμενης κυρίως από τις συζύγους των ανώτατων αξιωματούχων.[5][6] Ο δικός της τίτλος όμως ήταν ο μόνος ειδικά γυναικείος: όλες οι άλλες γυναίκες έφεραν τον τίτλο των συζύγων τους στο θηλυκό γένος. Μία ζωστή πατρικία ήταν, κατά τη διατύπωση του Τζων Μπιούρυ, «η μοναδική κυρία που ήταν πατρικία αυτοδικαίως» και δεν πρέπει να συγχέεται με μία απλή «πατρικία», που ήταν η σύζυγος ή η χήρα ενός πατρικίου.[3][7][8] Φαίνεται ότι, όπως συνέβαινε και με τα άλλα ανώτατα αξιώματα με τα οποία συνδέεται στις πηγές, υπήρχε μία και μόνη κάτοχος του τίτλου της ζωστής πατρικίας ανά πάσα στιγμή. Εντούτοις, στην υποδοχή της Όλγας του Κιέβου χρησιμοποιείται ο πληθυντικός ζωσταί, που ίσως καταδεικνύει την ύπαρξη δύο ή περισσοτέρων κατόχων.[9]

Σύμφωνα με το Κλητορολόγιον, τα εμβλήματα του αξιώματος ήταν ένα ζεύγος από φιλντισένια πλακίδια, ενώ η αναγόρευση γινόταν με μία περίπλοκη τελετή στο ανακτορικό παρεκκλήσιο της Θεοτόκου του Φάρου, η οποία καταγράφεται λεπτομερώς στο Περί τῆς Βασιλείου Τάξεως του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄[10]. Το χαρακτηριστικό της ενδυμασίας της ήταν βέβαια η φαρδιά αυτοκρατορική ζώνη, ο αποκαλούμενος λώρος, την οποία φορούσε στην τελετή. Απόγονος της αρχαίας ρωμαϊκής trabea των υπάτων, ο χρυσός λώρος ήταν «το υψηλότερου κύρους αυτοκρατορικό έμβλημα» και το φορούσε ο ίδιος ο Αυτοκράτορας και λίγοι επίλεκτοι από τους ανώτατους αξιωματούχους του, όπως ήταν ο Έπαρχος της Κωνσταντινουπόλεως και ο μάγιστρος.[9][11]

Κατάλογος των γνωστών κατόχων του τίτλου

Επεξεργασία
 
Άννα Ραδηνή
  • Αντωνίνα, σύζυγος του Βελισάριου (αναχρονιστική αναφορά από το έργο Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως).[12]
  • Θεοκτίστη, μητέρα της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας, συζύγου του Αυτοκράτορα Θεόφιλου.[9]
  • Αναστασία, γνωστή από μία μοναδική αναφορά στη Ζωή του Βασιλείου του Νεωτέρου (τέλη του 10ου αιώνα). Πιθανώς ταυτίζεται με την Αναστασώ, που αργότερα παντρεύτηκε με μέλος της αρχοντικής οικογένειας των Μαλεΐνων και έγινε μητέρα του Κωνσταντίνου και του Μιχαήλ Μαλεΐνου[13].
  • Η Αγία Όλγα του Κιέβου θεωρείται από κάποιους ερευνητές ότι είχε γίνει ζωστή κατά την επίσκεψή της στην Κωνσταντινούπολη[14].
  • Μιροσλάβα της Βουλγαρίας, θυγατέρα του Τσάρου Σαμουήλ της Βουλγαρίας (βασ. 997–1014), η οποία κατέφυγε στο Βυζάντιο μαζί με τον σύζυγό της, τον αρμενικής καταγωγής Βυζαντινό αριστοκράτη Ασώτιο Ταρωνίτη[15].
  • Τσαρίτσα Μαρία, σύζυγος του τσάρου Ιβάν Βλάντισλαβ της Βουλγαρίας (βασ. 1015–1018). Ο τίτλος τής απονεμήθηκε αφού κατέφυγε στη βυζαντινή αυλή μετά τη δολοφονία του συζύγου της[15].
  • Χουσούσα, σύζυγος του Σεναχειρήμ-Ιωάννη, του τελευταίου βασιλιά του Βασπουρακάν. Είναι γνωστή από μία σφραγίδα που την αναφέρει ως «ζωστή» και μητέρα του μαγίστρου Δαβίδ[16].
  • Ειρήνη, αναφερόμενη μόνο σε μία σφραγίδα του 11ου αιώνα που την αναφέρει ως μοναχή[15].
  • Μαρία Μελισσηνή, αναφερόμενη μόνο σε μία σφραγίδα του 1060–1070 (ίσως να πρόκειται για τη μητέρα του Νικηφόρου Μελισσηνού)[17].
  • Άννα Ραδηνή στενή φίλη του Μιχαήλ Ψελλού, ίσως περί το 1070.[18]
  • Ελένη Τορνικινή, ζωστή και κουροπαλάτισσα, όπως βεβαιώνει μία σφραγίδα που χρονολογήθηκε περί το 1070 ως 1110.[19]


Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Cheynet 2000, σελ. 187.
  2. 2,0 2,1 Kazhdan 1991, σελ. 2231.
  3. 3,0 3,1 Bury 1911, σελ. 33.
  4. Bury 1911, σελ. 22.
  5. 5,0 5,1 McClanan 2002, σελ. 132.
  6. Garland 1999, σελίδες 5, 245, 264; Maguire 2004, σελ. 183.
  7. Kazhdan 1991, σελ. 1160.
  8. Cheynet 2000, σελίδες 179–180.
  9. 9,0 9,1 9,2 Cheynet 2000, σελ. 180.
  10. Constantine VII Porphyrogennetos: De Ceremoniis, I.50; Bury 1911, σελίδες 22, 33
  11. Maguire 2004, σελ. 44.
  12. Cheynet 2000, σελίδες 180–181.
  13. Cheynet 2000, σελίδες 180, 182.
  14. Davids 2002, σελίδες 74–75.
  15. 15,0 15,1 15,2 Cheynet 2000, σελ. 181.
  16. Cheynet 2000, σελ. 182.
  17. Cheynet 2000, σελίδες 181–182.
  18. Cheynet 2000, σελ. 183.
  19. Cheynet 2000, σελίδες 184–185.
  • Cheynet, Jean-Claude: La patricienne à ceinture: une femme de qualité. Στο έργο των Henriet, P., Legras, A.-M.: Au cloître et dans le monde: femmes, hommes et sociétés (IXe-XVe siècle) - Mélanges en l'honneur de Paulette L'Hermite-Leclercq. Presses de l'Université Paris-Sorbonne, Παρίσι 2000, σσ. 179–187. ISBN 978-2-84050-180-0.
  • Το λήμμα «ζωστή» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμ. 13 (1971), σελ. 275

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία