Η Θεοτόκος του Φάρου ήταν Βυζαντινή εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν κτισμένη στο νότιο τμήμα του Μεγάλου Παλατιού και ονομάστηκε έτσι λόγω του φάρου που βρίσκονταν δίπλα της ακριβώς.[1] Στην εκκλησία ετούτη φυλάσσονταν μια από τις σημαντικότερες συλλογές των χριστιανικών κειμηλίων της Κωνσταντινούπολης.

Θεοτόκος του Φάρου
Χάρτης
Είδοςεκκλησία
Αρχιτεκτονικήβυζαντινή αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες41°0′21″N 28°58′38″E
Διοικητική υπαγωγήΚωνσταντινούπολη
ΧώραΤουρκία
Έναρξη κατασκευής8ος αιώνας

Ιστορική αναδρομή Επεξεργασία

Η Θεοτόκος του Φάρου κτίστηκε ίσως τον 8ο αιώνα. Είναι η πρώτη που μνημονεύεται στο χρονικό του Θεοφάνη Ομολογητή. Στην εκκλησία αυτή τελέστηκε ο γάμος του Λέοντα Δ΄ και της Ειρήνης της Αθηναίας.[2]

Η εκκλησία βρισκόταν κοντά στο τελετουργικό κέντρο του Μεγάλου Παλατιού, δηλαδή κοντά στη Χρυσοτρίκλινο (αίθουσα του θρόνου) και τα γειτονικά αυτοκρατορικά διαμερίσματα. Μετά το τέλος της Εικονομαχίας ανοικοδομήθηκε και διακοσμήθηκε από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄.[2] Στα εγκαίνια της νέας διακόσμησης, ίσως το έτος 864 πραγματοποίησε ομιλία ο Πατριάρχης Φώτιος Α΄.[2][3]

Μαζί με τις εκκλησίες του Αγίου Στεφάνου στο Παλάτι της Δάφνης και τη Νέα Εκκλησία, η Θεοτόκος του Φάρου συντηρούσε μια από τις σημαντικότερες συλλογές χριστιανικών ιερών κειμηλίων. Κατά συνέπεια, και λόγω της εγγύτητάς της προς τα αυτοκρατορικά διαμερίσματα, έγινε μια από τις σημαντικότερες τελετουργικές τοποθεσίες του αυτοκρατορικού ανακτόρου.[4]

Ο ναός καταλήφθηκε το 1204 από τους Σταυροφόρους, και τα ιερά κειμήλια πέρασαν στην κατοχή του Βαλδουίνου Α΄.[5] Διαμοιράστηκαν μέσα στις επόμενες δεκαετίες και δόθηκαν δώρο σε διάφορους ισχυρούς ηγέτες της δυτικής Ευρώπης ή εκποιήθηκαν.[6] Ο ναός τελικά καταστράφηκε.[7]

Ιερά κειμήλια του Ναού Επεξεργασία

Ο ναός είχε μια από τις πλουσιότερες και σημαντικότερες συλλογές κειμηλίων. Το 940 φυλάσσονταν εδώ η ιερή Λόγχη και μέρος του Τιμίου Σταυρού. Εδώ βρίσκονταν, το ιερό Μανδήλιον το 944, τα οστά του δεξιού χεριού του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή το 945, οι σάνδαλοι του Ιησού και το ιερό Κεράμιο το 960, επιστολή του Ιησού προς τον βασιλέα Άβγαρο το 1032. Σύμφωνα με μαρτυρίες, του Νικόλαου Μεσαρίτη, σκευοφύλακα του Ναού, και ταξιδιωτών όπως ο Αντώνιος του Νόβγκοροντ, η συλλογή των κειμηλίων περιελάμβανε και πολλά άλλα ιερά αντικείμενα, όπως έναν ιερό ήλο, το ακάνθινο Στεφάνι, ενδύματα του Ιησού Χριστού, τον πορφυρό μανδύα και την Κάλαμο, και ένα κομμάτι από τον ιερό Τάφο.[8][9] Ως εκ τούτου, η εκκλησία αποκαλείτο από τους Βυζαντινούς με διάφορες επωνυμίες "όρος Σινά, Βηθλεέμ, Ιορδάνης, Ιερουσαλήμ, Ναζαρέτ, Βηθανία, Γαλιλαία, Τιβεριάς".[10]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Klein (2006), pp. 79–80
  2. 2,0 2,1 2,2 Maguire (2004), p. 55
  3. Mango (1986), pp. 185–186
  4. Klein (2006), p. 93
  5. Angold (2003), pp. 235–236
  6. Angold (2003), pp. 236–239
  7. Maguire (2004), p. 57
  8. Klein (2006), pp. 91–92
  9. Maguire (2004), pp. 56, 67–68
  10. Maguire (2004), p. 55

Πηγές Επεξεργασία