Ο όρος θεοκρασία προέρχεται από τον συνδυασμό τον λέξεων θεός + κράσις, μορφή του ρήματος κεράννυμι που σημαίνει «αναμειγνύω».

Η θεοκρασία χρησιμοποιείται για να περιγραφεί:

  1. Η πρόσμειξη ιδιοτήτων διαφόρων θεοτήτων σε μια άλλη θεότητα[1] ή η ανάμειξη θρησκευτικών στοιχείων ενός τρόπου λατρείας σε έναν άλλο. Αυτή η ανταλλαγή επιμέρους θρησκευτικών στοιχείων ονομάζεται, επίσης, θρησκευτικός συγκρητισμός.
  2. Η θρησκευτικοφιλοσοφική αντίληψη της ένωσης της ανθρώπινης ψυχής με το Θείο, συνήθως μέσω διαλογισμού. Αυτή η αντίληψη αποτελούσε ιδανικό μεταξύ ορισμένων Νεοπλατωνιστών και Ανατολιτών μυστικιστών.

Ο Ιάμβλιχος ανέφερε χαρακτηριστικά για κάποιους Πυθαγόρειους φιλόσοφους: «Παρήγγελλον γὰρ θαμὰ ἀλλήλοις μὴ διασπᾶν τὸν ἐν ἑαυτοῖς θεόν· οὐκοῦν εἰς θεοκρασίαν τινὰ καὶ τὴν πρὸς τὸν θεὸν ἕνωσιν καὶ τὴν τοῦ νοῦ κοινωνίαν καὶ τὴν τῆς θείας ψυχῆς ἀπέβλεπεν αὐτοῖς ἡ πᾶσα τῆς φιλίας σπουδὴ δι΄ ἔργων τε καὶ λόγων».[2] Ο Φώτιος, στη Βιβλιοθήκη (Μυριόβιβλος) του, αναφέρεται στη λατρεία κάποιων Αλεξανδρινών οι οποίοι απέδιδαν τιμές σε θεότητες όπως ο Όσιρις και ο Άδωνις «κατὰ τὴν μυστικὴν θεοκρασίαν».[3]

Υποσημειώσεις Επεξεργασία

  1. Σύμφωνα με το Webster's Revised Unabridged Dictionary, είναι «το μείγμα λατρείας διαφορετικών θεών, όπως του Ιεχωβά και των ειδώλων». (C. & G. Merriam Co., Έκδ. 1913, λήμμα "theocrasy")
  2. Ιάμβλιχος, Λόγος περί του Πυθαγορικού Βίου 33.240.
  3. Φώτιος, Βιβλιοθήκη, 242.343.

Πηγές Επεξεργασία

  • -Ologies and -Isms: A Thematic Dictionary, 3d ed., 1986, Gale.
  • Χ. Τζ. Γουέλς, Επίτομη Παγκόσμια Ιστορία, 1922 (απόσπασμα εδώ (Αγγλικά)).