Η Θεοτόκος του Βλαντίμιρ (Ρωσικά: Влади́мирская ико́на Бо́жией Ма́тери) είναι βυζαντινή χριστιανική εικόνα που απεικονίζει την Παναγία με το Θείο Βρέφος. Χρονολογείται στον 12ο αιώνα μ.Χ. και αποτελεί πρώιμο παράδειγμα του αγιογραφικού τύπου της Ελεούσας Θεοτόκου. Είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα τέχνης στη Ρωσία και έχει μεγάλη ιστορική και πολιτιστική αξία. Πολλοί Ρώσοι θεωρούν την εικόνα εθνικό φυλακτό και της έχουν αποδώσει πληθώρα από θαύματα κατά τη διάρκεια της ιστορίας της. Ύστερα από τη σχεδόν ολική καταστροφή της, κατά τον 13ο αιώνα, η εικόνα έχει αποκατασταθεί τουλάχιστον 5 φορές.

Θεοτόκος του Βλαντίμιρ
ΟνομασίαΘεοτόκος του Βλαντίμιρ
ΔημιουργόςΆγνωστος
Έτος δημιουργίας1131
ΕίδοςΒυζαντινή αγιογραφία
Ύψος104 cm
Πλάτος69 cm
ΔιαστάσειςΠινακοθήκη Τρετιακόφ
ΠόληΜόσχα
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα

Η εικόνα αγιογραφήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, από άγνωστο καλλιτέχνη και στάλθηκε στο Κίεβο ως δώρο, προτού μεταφερθεί στον Καθεδρικό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο Βλαντίμιρ. Λέγεται ότι η εικόνα παρέμεινε στο Βλαντίμιρ μέχρι το 1395, όταν μεταφέρθηκε στη Μόσχα για να προστατέψει την πόλη από την εισβολή του Ταμερλάνου, ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει επιβεβαιωθεί ιστορικά. Τουλάχιστον από τον 16ο αιώνα παρέμεινε στον Καθεδρικό Ναός της Κοιμήσεως στη Μόσχα, μέχρι τη μεταφορά της στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ κατά τη Ρωσική Επανάσταση.

Κατά τη δεκαετία του 1990 τέθηκε το ζήτημα της ιδιοκτησίας της εικόνας, ανάμεσα στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ και το Πατριαρχείο Μόσχας, το οποίο κατέληξε με τη μεταφορά της εικόνας στον Ναό του Αγίου Νικολάου στο Τολμάτσι, ο οποίος αποτελεί τμήμα της πινακοθήκης. Η εκκλησία λειτουργεί ταυτόχρονα ως χριστιανικός ναός και ως μουσείο. Η εικόνα παραμένει εκεί μέχρι σήμερα και είναι προσβάσιμη μόνο μέσω ενός υπόγειου περάσματος, που ενώνει την πινακοθήκη με την εκκλησία, στην οποία τελούνται ακόμα λειτουργίες.

Ιστορία Επεξεργασία

Προέλευση Επεξεργασία

 
Τμήμα του κάστρου του Μπογκολιούμποβο

Η εικόνα χρονολογείται στις αρχές του 12ου αιώνα, και σύμφωνα με τα Ρωσικά Χρονικά μεταφέρθηκε στο Ρως του Κιέβου γύρω στο 1131.[1][2][3][4]. Παρόμοια με άλλα δεξιοτεχνικά κατασκευασμένα Βυζαντινά έργα τέχνης, πιστεύεται ότι αγιογραφήθηκε στην Κωνσταντινούπολη [4][5][6]. Από το πρωτότυπο έργο μόνο τα πρόσωπα παραμένουν, τα ενδύματα της Παναγίας και του Ιησού ξαναβάφτηκαν, αφού υπέστησαν φθορές όταν ένα μεταλλικό κάλυμμά τοποθετήθηκε πάνω τους[1][4] και σε μία φωτιά το 1195.[4][3]

Γύρω στο 1131, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έστειλε την εικόνα ως δώρο στον Μέγα Δούκα Γιούρι Ντολγκορούκι του Κιέβου, [7][8] ως μέρος της προσπάθειας εκχριστιανισμού των σλαβικών λαών από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.[9] Παρέμεινε σε ένα γυναικείο μοναστήρι στην πόλη Βίσχοροντ μέχρι το 1155, όταν ο γιός του Γιούρι, Αντρέι Μπογκολιούμπσκι, τη μετέφερε στο Βλαντίμιρ.

Σύμφωνα με την παράδοση, τα άλογα που μετέφεραν την εικόνα σταμάτησαν έξω από το Βλαντίμιρ και αρνήθηκαν να προχωρήσουν. Οι Ρώσοι το ερμήνευσαν ως σημάδι ότι η Θεοτόκος ήθελε η εικόνα να παραμείνει εκεί. Το σημείο στο οποίο σταμάτησαν τα άλογα ονομάστηκε Μπογκολιούμποβο («αγαπητό από τον θεό» στα Ρωσικά). Σε αυτό το σημείο ο Αντρέι έχτισε τον Καθεδρικό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο οποίος καθαγιάστηκε το 1160 και στη συνέχεια η εικόνα τοποθετήθηκε σε αυτόν.[10] Ο Αντρέι έχτισε τον ναό και την κατοικία του στο συγκεκριμένο σημείο διότι ήθελε το Βλαντίμιρ να αντικαταστήσει το Κίεβο ως τη σημαντικότερη πόλη των Ρως.[11]

 
Ο Αντρέι Μπογκολιούμπσκι αφαιρεί την εικόνα από το μοναστήρι του Βίσχοροντ, μινιατούρα από το Εικονογραφημένο Χρονικό του Ιβάν του Τρομερού

Η εικόνα παρέμεινε στο Βλαντίμιρ μέχρι το 1395. Βρισκόταν εκεί το 1238, όταν η πόλη λεηλατήθηκε και κάηκε από τους Μογγόλους, και υπέστη φθορές από τη φωτιά. Μετά από αυτό το γεγονός αποκαταστάθηκε, και στη συνέχεια ξανά το 1431 και το 1512.[12]

Μεταφορά στη Μόσχα Επεξεργασία

 
Εικόνα του 16ου αιώνα, που απεικονίζει τον Μητροπολίτη Μόσχας Κυπριανό και τον Μεγάλο Πρίγκηπα Βασίλειο Α΄ να καλωσορίζουν τη Θεοτόκο του Βλαντίμιρ στη Μόσχα

Τον 14ο και 15ο αιώνα ήταν διαδεδομένος ο θρύλος ότι αγιογράφος της εικόνας ήταν ο Ευαγγελιστής Λουκάς, και ότι η εικόνα βασίστηκε στη μορφή της Παναγίας που ο Ευαγγελιστής είδε με τα ίδια του τα μάτια.[13] Η εικόνα μεταφέρθηκε στη Μόσχα το 1395, κατά τη διάρκεια της εισβολής του Ταμερλάνου. Στο σημείο όπου οι Μοσχοβίτες συνάντησαν την αντιπροσωπεία του Βλαντίμιρ λέγεται ότι χτίστηκε το μοναστήρι Σρετένσκι. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτόν τον ισχυρισμό.[14] Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Μέγας Πρίγκηπας Βασίλειος Α΄ της Μόσχας πέρασε μια νύχτα προσευχόμενος μπροστά από την εικόνα, και την επόμενη μέρα ο στρατός του Ταμερλάνου υποχώρησε. Οι Μοσχοβίτες αρνήθηκαν να επιστρέψουν την εικόνα στο Βλαντίμιρ και την τοποθέτησαν στον Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο Κρεμλίνο της Μόσχας.[15] Στη μεσολάβηση της Θεοτόκου μέσω της εικόνας αποδόθηκε η σωτηρία της πόλης από τις ορδές των Τατάρων, το 1451 και το 1480.[10] Τον 16ο αιώνα και μετά η Βλαντιμίρσκαγια άρχισε να θεωρείται ως ιερό σύμβολο της Μόσχας, το οποίο την αξίωνε ως το κέντρο του Χριστιανισμού, μετά τη Ρώμη και το Βυζάντιο. Αυτός ο ισχυρισμός χρησιμοποιήθηκε για να τροφοδοτήσει τις αυτοκρατορικές βλέψεις του Ιβάν Δ΄ του Τρομερού και τον μετέπειτα τσάρων των δυναστειών των Ρουρικιδών και Ρομανώφ.[16]

Μετά την επανάσταση Επεξεργασία

Υπό τους Μπολσεβίκους, η ιδιοκτησία της εικόνας μεταφέρθηκε στην Κρατική Πινακοθήκη Τρετιακόφ.[17] Κατά τη Μάχη της Μόσχας, σύμφωνα με αναφορές πολιτών, ο Ιωσήφ Στάλιν διέταξε την περιφορά της εικόνας στους δρόμους της πόλης όταν οι Γερμανοί ξεκίνησαν την επίθεση τους.[11][18] Το 1993 η εικόνα μεταφέρθηκε στον Καθεδρικό Ναό των Θεοφανίων για τη Θεία Λειτουργία, εν μέσω ταραχών ανάμεσα στον πρόεδρο Μπόρις Γέλτσιν και την Κρατική Δούμα. Αν και υπέστη ζημιές κατά τη μεταφορά της, στη συνέχεια αποκαταστάθηκε και δόθηκε στον Ναό του Αγίου Νικολάου στο Τολμάτσι.[19][20] Σήμερα η εικόνα είναι προστατευμένη μέσα σε βιτρίνα από αλεξίσφαιρο γυαλί, η οποία σύμφωνα με τον αρχιερέα Νικολάι Σοκόλωφ, μπορεί να αντέξει πυρά από Τυφέκιο Καλάσνικωφ.[21]

Περιγραφή Επεξεργασία

Λεπτομέρειες της εικόνας
Τα διάφορα στάδια φθοράς και αποκατάστασης στην εικόνα

Η εικόνα είναι ζωγραφισμένη με την τεχνική της τέμπερας πάνω σε ξύλο. Οι διαστάσεις της είναι 106 με 69 εκατοστά, από αυτά το κεντρικό τμήμα διαστάσεων 78 με 55 εκατοστά είναι πρωτότυπο και το υπόλοιπο τμήμα αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη. Η εικόνα απεικονίζει τον Ιησού Χριστό ως βρέφος να βαστάται στα χέρια της μητέρας του, Μαρίας. Τα δύο πρόσωπα βρίσκονται σε επαφή και ο μικρός Χριστός αγκαλιάζει τη μητέρα του, η οποία κοιτάει με αυστηρό βλέμμα προς τον παρατηρητή. Το πρόσωπο και τα χέρια των μορφών είναι ζωγραφισμένα με βαφή κατασκευασμένη από μείγμα ώχρας και αιθάλης. Το πρόσωπο του βρέφους είναι βαμμένο με ανοιχτότερη απόχρωση από αυτό της μητέρας, πιθανότατα για να τονιστεί η διαφορά στην ηλικία τους. Τα ρούχα του βρέφους είναι βαμμένα με σκούρα ώχρα και χρυσό. Η πρωτότυπη εικόνα έφερε την επιγραφή ΜΡ ΘΥ, συντομογραφία του «Μήτηρ Θεού», από την οποία μόνο τμήματα της έχουν διατηρηθεί.[22][8]

Η οπίσθια όψη της εικόνας
Περίτεχνη επένδυση της εικόνας, κατασκευασμένη το 1657

Κατά τους εννέα αιώνες που πέρασαν από τη δημιουργία της, η εικόνα έχει αποκατασταθεί και ξαναζωγραφιστεί τουλάχιστον πέντε φορές για την αντιμετώπιση ζημιών και φθοράς. Κατά τον 15ο αιώνα, ο Αντρέι Ρουμπλιόφ διεύθυνε την αποκατάσταση της εικόνας. Μόνο τα πρόσωπα της Μαρίας και του Ιησού και το χρυσό υπόβαθρο πάνω από το κεφάλι της Θεοτόκου έχουν διατηρήσει την πρωτότυπη βαφή του 12ου αιώνα. Στο παρελθόν, η εικόνα είχε καλυφθεί με περίτεχνα διακοσμημένες αργυρές επενδύσεις, οι οποίες προκάλεσαν ζημιά στο πλαίσιο της εικόνας. Η αγιογραφία περιλαμβάνει μια πολύ λιγότερο γνωστή πίσω πλευρά, η οποία απεικονίζει την προετοιμασία του θρόνου του Χριστού και τα όργανα του πάθους του, η οποία σχεδιάστηκε γύρω στον 14ο αιώνα, προηγουμένως η οπίσθια όψη απεικόνιζε έναν άγνωστο άγιο.[23][22] Η Παναγία του Βλαντίμιρ είναι παράδειγμα του αγιογραφικού τύπου της Ελεούσας Παναγίας, λόγω της τρυφερότητας που απεικονίζει ανάμεσα στη Μητέρα και το Βρέφος.[24]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Weitzmann (1982), σελ. 17.
  2. Tretyakov Guide (2000), σελ. 280.
  3. 3,0 3,1 Runciman (1975), σελ. 154.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Miller (1968), σελ. 658.
  5. Funk & Wagnalls (2018), database.
  6. Rice (1946), σελ. 89.
  7. Miller (1968), σελίδες 660–661.
  8. 8,0 8,1 Hamilton (1983), σελίδες 107–108.
  9. Hoisington (2019), database.
  10. 10,0 10,1 Alekseyenko (2008), online.
  11. 11,0 11,1 Phillips (2011), database.
  12. Miller (1968), σελίδες 658–659.
  13. Miller (1968), σελ. 663.
  14. Beliaev (1997), σελ. 38.
  15. Evans (2004), σελ. 165.
  16. Miller (1968), σελίδες 669–670.
  17. Averintsev (1994), σελ. 613.
  18. Bakatkina (2017), σελ. 45.
  19. Russian Life (1999), σελ. 8.
  20. The Economist (1993), σελίδες 109–110.
  21. Strelchik (2012), online.
  22. 22,0 22,1 Bakatkina (2017), σελίδες 8–25.
  23. TVkultura (2014), online.
  24. Averintsev (1994), σελίδες 612–615.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία