Η Ιατρική της εργασίας είναι η ειδικότητα της ιατρικής που ασχολείται με τις ασθένειες που προκύπτουν στο χώρο και κατά της διάρκεια της εργασίας. Ανήκει στον ευρύτερο τομέα της Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής.

Ο ρόλος του γιατρού της εργασίας είναι να ασκεί προληπτική ιατρική στο χώρο της εργασίας, μέσω της διεξαγωγής συνεχούς επιδημιολογικής έρευνας. Ουσιαστικά, ο γιατρός εργασίας είναι ο κατεξοχήν αρμόδιος για να ορίσει εάν ένα επάγγελμα ή μια συγκεκριμένη επαγγελματική ασχολία περιλαμβάνουν επιβαρυντικούς παράγοντες για την υγεία του εργαζόμενου.

Τομείς Επεξεργασία

Χωρίζεται σε τρεις τομείς, ο καθένας από τους οποίους έχει εξειδικευμένο αντικείμενο απασχόλησης: 1) Επιδημιολογία, που ασχολείται με την έρευνα και τη στατιστική, 2) Πνευμονολογία, που ασχολείται με τα επαγγελματικά νοσήματα πνευμόνων, και 3) Τοξικολογία, που ασχολείται με τις επιδράσεις τοξικών ουσιών στον οργανισμό.

Ιστορικά στοιχεία Επεξεργασία

Θεμελιωτής της ειδικότητας της Ιατρικής της εργασίας θεωρείται ο Ιταλός γιατρός Μπερναρντίνο Ραματζίνι (1633-1714), που δημοσίευσε τη διατριβή του για επαγγελματικά νοσήματα το 1700. Ωστόσο, η παλαιότερη αναφορά σε επαγγελματικά νοσήματα αποδίδεται στον Παράκελσο, που δημοσίευσε μια μονογραφία σχετική με τα επαγγελματικά προβλήματα υγείας των ανθρακωρύχων και των μεταλλουργών.

Η ειδικότητα εξελίχθηκε σε βάθος χρόνου διανύοντας τρεις μεγάλες περιόδους: 1) Περιγραφική περίοδος (μέχρι το 1844), 2) Νομοθετική περίοδος (από το 1844 μέχρι τα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου), και 3) Περίοδος περιβαλλοντικής ιατρικής (που συνεχίζεται μέχρι σήμερα και έχει ως αντικείμενο ενδιαφέροντος τα περιβαλλοντικά προβλήματα που δημιουργούν θέματα υγείας).

Η είσοδος στη νομοθετική περίοδο, ήρθε λογικά με τη νομική επιστήμη να λειτουργεί στην κατεύθυνση της κατοχύρωσης του ότι η υγεία και η ασφάλεια των εργαζομένων είναι δυνατό να προστατευθεί με τη λήψη κατάλληλων μέτρων. Έτσι, το πρώτο νομοθέτημα παρουσιάστηκε στη Μεγάλη Βρετανία, το 1844, και καθόριζε το κατώτερο όριο ηλικίας στα 9 έτη και το ανώτερο όριο ωρών εργασίας στη βιομηχανία στις 12 ώρες.

Τα πρώτα μέτρα κοινωνικής μέριμνας στην Ελλάδα λήφθηκαν το 1861 και το 1910 για τα μεταλλεία, λατομεία και τα ορυχεία. Συγκεκριμένα ο νόμος του 1861 αναφέρει στο άρθρο 29 την υποχρέωση των ιδιοκτητών των μεταλλείων «να εκτελώσι τάς προς αποφυγήν δυστυχημάτων αναγομένας παραγγελίας του αρμοδίου επί των μεταλλείων μηχανικού». Σύμφωνα με το άρθρο 51 του ίδιου νόμου στις αρμοδιότητες του επιθεωρητή των μεταλλείων (που ήταν κρατικός λειτουργός), συμπεριλαμβανόταν η αναφορά ελλείψεων και κινδύνων της μεταλλεύσεως. Στον νόμο του 1910, ορίστηκαν με μεγαλύτερη σαφήνεια τα καθήκοντα του επιθεωρητή και οι υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη. Μετά τα γεγονότα του Λαυρίου η πολιτεία οδηγήθηκε στη νομοθετική μέριμνα για τα θέματα περίθαλψης «των εν τοις μεταλλείοις και μεταλουργείοις παθόντων και των οικογενειών αυτών» το 1901. Ακολούθως, με έναν νόμο της 21ης Σεπτεμβρίου 1901, δημιουργήθηκε το πρώτο Ταμείο Προστασίας Μεταλλωρύχων κυρίως αυτών των Μεταλλείων του Λαυρίου. Ο ίδιος αυτός ο νόμος κατοχύρωσε τη μολυβδίαση ως τη μόνη αποζημιώσιμη επαγγελματική ασθένεια. Οι αντιλήψεις που διαμορφώθηκαν υπό την επίδραση αυτού του προβληματισμού και από τις ειδήσεις που ήρθαν για το τι συμβαίνει στο εξωτερικό, οδήγησαν στη διακήρυξη του 1909 για την «ανάγκην πρόνοιας βελτιώσεως της τύχης του εργάτου του δουλεύοντος ήδη την χειρίστην των δουλειών». Την ίδια χρονιά ορίστηκε με νόμο η Κυριακή ως αργία. Συνοψίζοντας για την περίοδο πριν το 1970, μπορεί κανείς να αναγνωρίσει δύο φάσεις στην εξέλιξη της επαγγελματικής υγείας και ασφάλειας και συνακόλουθα στην Ιατρική της Εργασίας στην Ελλάδα. Η πρώτη χαρακτηρίζεται από οργανωτικές και νομοπαρασκευαστικές πράξεις με έμφαση στην κοινωνική ασφάλιση και αποκατάσταση. Δημιουργούνται οι βασικές κρατικές δομές (Υπουργείο Εργασίας και Επιθεωρήσεις Εργασίας, ΙΚΑ) και κυρίως επιτυγχάνεται σημαντική θεσμοθέτηση κανόνων για την υγεία και ασφάλεια στην εργασία, με έμφαση σε διατάξεις εργατικού δικαίου, αποτέλεσμα κυρίως διεκδικήσεων της εργατικής τάξης, που υφίσταται δραματική εκμετάλλευση και άθλιες συνθήκες εργασίας.

Ακολούθησε μία δεύτερη φάση που άρχισε λίγο πριν το 1940 αλλά λόγω των πολέμων και των δεινών που κληροδότησαν, μετατοπίστηκε σχεδόν μία εικοσαετία. Αυτή η φάση περιελάμβανε πρωτοποριακά βήματα διερεύνησης των επιπτώσεων των συνθηκών εργασίας και τη στοιχειοθέτηση τους με επιτόπιες έρευνες, ξεκίνησε το 1958 και συνεχίστηκε σε περιορισμένη έκταση μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970. Στη φάση αυτή επιτεύχθηκε η ανάπτυξη ενός δικτύου ανίχνευσης και νοσηλείας πασχόντων από επαγγελματικές παθήσεις. Ωστόσο η σημαντική και δυσχερής αυτή προσπάθεια δεν κατόρθωσε να πείσει για την αναγκαιότητα ευρείας προληπτικής παρέμβασης και συστηματικού ελέγχου των συνθηκών εργασίας και την αναγκαιότητα προπτυχιακής και μεταπτυχιακής εκπαίδευσης στην Ιατρική της Εργασίας. Είναι σαφές ότι για τις αποτυχίες αυτές δεν ευθύνονταν τα άτομα που στρατεύθηκαν και ουσιαστικά αφιερώθηκαν στην προσπάθεια, αλλά ο δραματικά μικρός αριθμός τους και το κλίμα της εποχής. Το κλίμα αυτό μπορεί κάποιος να κατανοήσει αν αναλογιστεί ότι ακόμη και σήμερα, 40 και πλέον χρόνια μετά, εργαζόμενοι αλλά και ιατροί αγνοούν το θεσμό και και κυρίως το περιεχόμενο του έργου του Ιατρού Εργασίας.     

Πηγές Επεξεργασία

  • Melissinos JC. L’ influence de l’ Εcole Francaise sur la création de la Médecine du Travail en Grece. Arch Mal Prof. 1967; 28(1):313-7. 
  • Αλεξόπουλος Ε., Ζημάλης Ε. Ιατρική της Εργασίας και του Περιβάλλοντος. Εκδόσεις Πασχαλίδης & BROKEN HILL PUBLISHERS LTD, ISBN 978-960-489-197-9.
  • Χατζησταύρου Κ.Α., Ιορδάνογλου Ι.Β., "Επαγγελματικά νοσήματα πνευμόνων", εκδόσεις Παρισιάνου ΑΕ , ISBN 960-394-360-6
  • Λινού Α., "Ιατρική της εργασίας", Εκδόσεις Βήτα, (c) 2005, ISBN 960-8071-91-7

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία