Ιερομνήμων είναι αξίωμα (βαθμός) της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το αξίωμα καθιερώθηκε κατά τους Βυζαντινούς χρόνους και το κυριότερο καθήκον του ήταν να τηρεί τον κώδικα της εκκλησίας και να συντάσσει έγγραφα σχετικά με δικαιοπραξίες, ενώ κάποιες φορές εκτελούσε και χρέη Αρχειοφύλακα. Επίσης ήταν και αναπληρωματικό μέλος του Επισκοπικού δικαστηρίου.
Είχε επίσης και τελετουργικά καθήκοντα, όπως:
α) να βοηθά στην λειτουργία της Κυριακής,
β) να διαβάζει το Ευαγγέλιο τη Μεγάλη Δευτέρα,
γ) να βοηθά τον αρχιερέα στις αρχιερατικές χειροτονίες (κυρίως να κρατά το κοντάκιο της χειροτονίας του αρχιερέα και να ακολουθεί τον προοριζόμενο να χειροτονηθεί αρχιερέα),
δ) να κρατάει το βιβλίο απ' όπου ο αρχιερέας διαβάζει ευχές,
ε) τη Μεγάλη Πέμπτη, να βοηθά τον Πατριάρχη στην έκπλυση της Αγίας Τράπεζας,
στ) αν ο ιερομνήμων ήταν ιερέας, μπορούσε να εγκαινιάζει ναούς και να σφραγίζει αναγνώστες, σε περίπτωση που η επισκοπή, στην οποία υπαγόταν, χήρευε,

Το εκκλησιαστικό αξίωμα (οφφίκιον) του ιερομνήμονος συγκαταλέγεται:
-από την ερμηνεία οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας (Σύνταγμα Ιερών Κανόνων Ράλλη - Ποτλή) και το Μέγα Ευχολόγιο, στην τρίτη πεντάδα δεύτερο τη τάξει,
-υπό των μοναχού Ματθαίου, οφφικιαλίου της Μεγάλης Εκκλησίας, και Κωδίνου Κουροπαλάτη, επίσης οφφικιαλίου της Μεγάλης Εκκλησίας, πρώτο τη τάξει.

Ιερομνήμονες γίνονταν συνήθως οι διάκονοι. Σε ερώτηση του αρχιεπισκόπου Δυρραχίου Κωνσταντίνου Καβάσιλα, αν έπρεπε ο ιερομνήμων να είναι διάκονος ή ιερεύς, ο επίσκοπος Κίτρους Ιωάννης απάντησε: «Το του ιερομνήμονος δε οφφίκιον διακόνω εξ ανάγκης προσήκει· επειδή συνυπουργός ούτος εστι τω αρχιερεί μέλλοντι ιεροπρακτείν· ει δε ιερεύς εστιν ο ιερομνήμων, κενώ ονόματι, ως ούτως ειπείν, ιερομνημονεί· ουδέ γαρ εξόν αυτώ εν ταις υπηρεσίαις των αρχιερατικών στολισμάτων διακόνου τάξιν τηρείν». Επέκρινε μάλιστα τους αρχιερείς που ανέθεταν στον ιερομνήμονα να καταγράφει τις καταθέσεις μαρτύρων, που αφορούσαν όσους ήθελαν να γίνουν ιερείς, καθόσον αυτό ήταν αρμοδιότητα του χαρτοφύλακα.

Αρχαία Ελλάδα

Επεξεργασία

βλ. επίσης και Δελφική Αμφικτυονία

Αλλά και στην Αρχαία Ελλάδα υπήρχε το αξιώμα του Ιερομνήμονα. Καθένα από τα δώδεκα ελληνικά φύλα που συμμετείχαν στο Αμφικτυονικό συνέδριο, στους Δελφούς, έστελνε δύο ιερομνήμονες, ως θρησκευτικούς αντιπροσώπους, που ονομάζονταν και αμφικτίονες ή σύνεδροι. Επρόκειτο για 24 συνολικά συνέδρους, που ήταν μόνιμοι. Όσες πόλεις εκπροσωπούσαν το ήμισυ του φύλου, στο οποίο ανήκαν, έστελναν περισσοτέρους του ενός αντιπροσώπους. Διέθεταν, εντούτοις, όλοι μαζί μια ψήφο (η Αθήνα αντιπροσώπευε το μισό ιωνικό φύλο).

Αρμοδιότητα των ιερομνημόνων ήταν να μεριμνούν για τα έργα του ιερού των Δελφών, οι πατρίδες τους να έχουν καλές σχέσεις με το ιερό και να ακολουθούν τη νόμιμη τάξη στις γιορτές και στις θυσίες. Εκείνοι καθόρισαν τον θρησκευτικό κώδικα των Ελλήνων, όρισαν τακτές ημέρες λατρείας για κάθε θεό (π.χ., η τρίτη μέρα κάθε μήνα ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, η εβδόμη και η νουμηνία {=πρωτομηνιά} στον Απόλλωνα κ.λπ.), και διαχώρισαν τις καλές από τις αποφράδες μέρες του χρόνου.

Το αμφικτυονικό συνέδριο επικύρωνε την εκλογή των ιερομνημόνων. Πριν αρχίσουν οι εργασίες του συνεδρίου, οι ιερομνήμονες ορκίζονταν να σεβαστούν τους αμφικτυονικούς νόμους: «Μηδεμίαν πόλιν τῶν ἀμφικτιονίδων ἀνάστατον ποιήσειν, μηδ' ὑδάτων ναματαίων εἴρξειν, μήτ' ἐν πολέμῳ μήτ' ἐν εἰρήνῃ, ἐάν δέ τις ταῦτα παραβῇ στρατεύσειν ἐπί τοῦτον καὶ τὰς πόλεις ἀναστήσειν, καὶ ἐὰν τις ἤ συλᾷ τἀ τοῦ θεοῦ, ἤ συνειδῇ τι, ἤ βουλεύσῃ τι κατά τῶν ἱερῶν, τιμωρήσειν καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ φωνῇ πάσῃ δυνάμει».
Το αμφικτυονικό συνέδριο συγκροτούνταν από τους ιερομνήμονες (μόνιμους αντιπροσώπους των φύλων τους), τους πυλαγόρες που εκπροσωπούσαν πολιτικά συμφέροντα των πόλεων, τον γραμματέα του συνεδρίου, έναν ιεροκήρυκα και την έκτακτη Εκκλησία του συνεδρίου (την αποτελούσαν, εκτός από τους ιερομνήμονες και τους πυλαγόρες, όσοι για οποιοδήποτε λόγο παρευρίσκοντα στη γιορτή, εφόσον έπρεπε να εκδώσει ψήφισμα).

Αλλά Ιερομνήμων αποκαλούνταν και: α) ο εκάστοτε επώνυμος άρχοντας στο Βυζάντιο,
β) ο επιμελητής του δημόσιου θησαυρού στη Θάσο,
γ) οι ιερείς του ναού του Ποσειδώνα στα Μέγαρα.

  • Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Πυρσός, τόμος 12, σελ. 877