Η ινοσιτόλη, ή πιο συγκεκριμένα μυοϊνοσιτόλη, είναι καρβοκυκλικό σάκχαρο που είναι άφθονο στον εγκέφαλο και σε άλλους ιστούς των θηλαστικών, μεσολαβεί στη μεταγωγή κυτταρικού σήματος σε ανταπόκριση ποικίλων ορμονών, νευροδιαβιβαστών και αυξητικών παραγόντων και συμμετέχει στην οσμορύθμιση.[1] Είναι αλκοόλη σακχάρου με το ήμισυ της γλυκάδας της σακχαρόζης (επιτραπέζια ζάχαρη). Φτιάχνεται φυσιολογικά στους ανθρώπους από τη γλυκόζη. Κάθε νεφρός φτιάχνει 2 γραμμάρια την ημέρα· έτσι φτιάχνονται συνολικά 4 γραμμάρια ημερησίως. Το συνθέτουν επίσης και αλλοι ιστοί, και η υψηλότερη συγκέντρωση βρίσκεται στον εγκέφαλο όπου παίζει σημαντικό ρόλο φτιάχνοντας κι άλλους νευροδιαβιβαστές, και μερικές στεροειδείς ορμόνες δεσμεύονται στους υποδοχείς τους.[2]

Η χημική δομή της ινοσιτόλης

Επισκόπηση

Επεξεργασία

Η μυοϊνοσιτόλη παίζει σημαντικό ρόλο ως δομική βάση για αρκετούς δευτερογενείς αγγελιαφόρους σε ευκαρυωτικά κύτταρα, τα διάφορα φωσφορικά ινοσιτόλης. Επιπλέον, η ινοσιτόλη χρησιμεύει ως σημαντικό συστατικό των δομικών λιπιδίων φωσφατιδυλινοσιτόλης (PI) και των διαφόρων φωσφορικών της, τα λιπίδια φωσφορικής φωσφατιδυλινοσιτόλης (PIP).

Η ινοσιτόλη ή τα φωσφορικά της και τα συναφή λιπίδια βρίσκονται σε πολλά τρόφιμα, προπαντός στα φρούτα, ιδιαίτερα στο πεπόνι και τα πορτοκάλια. Στα φυτά, η εξαφωσφορική ινοσιτόλη, το φυτικό οξύ ή τα άλατά του, χρησιμεύουν ως αποθέματα φωσφορικών σε σπόρους, για παράδειγμα στους ξηρούς καρπούς και τα φασόλια.[3] Το φυτικό οξύ εμφανίζεται επίσης σε δημητριακά με υψηλή περιεκτικότητα σε πίτυρα. Ωστόσο, το φυτικό οξύ δεν είναι άμεσα βιοδιαθέσιμο στους ανθρώπους στη διατροφή, επειδή δεν είναι εύπεπτο. Ορισμένες τεχνικές προετοιμασίας τροφίμων αποσυνθέτουν εν μέρει τα φυτικά οξέα για να το αλλάξουν αυτό. Ωστόσο, η ινοσιτόλη με τη μορφή γλυκεροφωσφολιπιδίων, όπως απαντάται σε ορισμένες φυτικές παράγωγες ουσίες όπως οι λεκιθίνες, απορροφάται καλά και είναι σχετικά βιοδιαθέσιμη.

Η μυοϊνοσιτόλη (χωρίς φωσφορικά) θεωρήθηκε κάποτε μέλος του συμπλέγματος της βιταμίνης B, ονομαζόμενη βιταμίνη B8 στο πλαίσιο αυτό. Ωστόσο, επειδή παράγεται από το ανθρώπινο σώμα από γλυκόζη, δεν αποτελεί απαραίτητη θρεπτική ουσία.[4]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. «Mammalian inositol 3-phosphate synthase: its role in the biosynthesis of brain inositol and its clinical use as a psychoactive agent». Sub-Cellular Biochemistry 39: 293–314. 2006. PMID 17121280. 
  2. «Potential role and therapeutic interests of myo-inositol in metabolic diseases». Biochimie 95 (10): 1811–27. October 2013. doi:10.1016/j.biochi.2013.05.011. PMID 23764390. 
  3. «Phytic acid». www.phytochemicals.info. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Αυγούστου 2017. Ανακτήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 2017. 
  4. Reynolds, James E. F. (1 Ιανουαρίου 1993). Martindale: The Extra Pharmacopoeia. 30. Pennsylvania: Rittenhouse Book Distributors. σελ. 1379. ISBN 0-85369-300-5. An isomer of glucose that has traditionally been considered to be a B vitamin although it has an uncertain status as a vitamin and a deficiency syndrome has not been identified in man