Η ισταμίνη είναι αζωτούχος οργανική ένωση που εμπλέκεται στην τοπική ανοσολογική απόκριση καθώς και στη ρύθμιση της λειτουργίας στα κοιλιακά σπλάχνα. Δρα, επίσης, ως νευροδιαβιβαστής.[1] Η ισταμίνη ξεκινάει την φλεγμονώδη αντίδραση. Ως μέρος της ανοσολογικής απάντησης σε ξένα παθογόνα, η ισταμίνη παράγεται από τα βασεόφιλα και τα μαστοκύτταρα, στα οποία είναι αποθηκευμένη, που βρίσκονται στον κοντινό συνδετικό ιστό. Συντίθεται από την αποκαρβοξυλίωση του αμινοξέος ιστιδίνη. Μετά την απελευθέρωσή της, η ισταμίνη επιδρά σε πολλούς ιστούς, προκαλώντας σύσπαση των λείων μυών στους πνεύμονες, την μήτρα και το στομάχι. Στο στομάχι επίσης αυξάνει την έκκριση γαστρικού οξέως και επιταχύνει τον καρδιακό παλμό. Η ισταμίνη αυξάνει επίσης την διαπερατότητα των τριχοειδών στα λευκά αιμοσφαίρια και κάποιες πρωτεΐνες ώστε να αντιμετωπίσουν τους παθογόνους μικροοργανισμούς στους μολυσμένους ιστούς.[2] Στην περίπτωση αλλεργίας ή αναφυλαξίας, η ισταμίνη παράγεται σε λάθος ποσότητες. Φάρμακα που εμποδίζουν τη δράση της ισταμίνης ονομάζονται αντιισταμινικά. Απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1910.[3]

Η χημική δομή της ισταμίνης

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Marieb, E. (2001). Human anatomy & physiology. San Francisco: Benjamin Cummings. σελίδες 414. ISBN 0-8053-4989-8. 
  2. Di Giuseppe, M. (2003). Nelson Biology 12. Toronto: Thomson Canada. σελ. 473. ISBN 0-17-625987-2. 
  3. histamine Encyclopædia Britannica