Καγκελαρία Ναζιστικού Κόμματος

Καγκελαρία του Κόμματος (γερμανικά: Parteikanzlei) ήταν το όνομα του κεντρικού γραφείου του Γερμανικού Ναζιστικού Κόμματος (NSDAP) που ιδρύθηκε στις 12 Μαΐου 1941. Το γραφείο υπήρχε και προηγουμένως με το όνομα Προσωπικό του Αναπληρωτή Φύρερ (Stab des Stellvertreters des Führers), αλλά μετονομάστηκε μετά τη φυγή από αέρος του Ρούντολφ Ες στην Σκωτία σε μία προσπάθεια να διαπραγματευτεί συμφωνία ειρήνης χωρίς τη συγκατάθεση του Χίτλερ. Ο Ες καταγγέλθηκε δημοσίως από τον Χίτλερ, το πρώην γραφείο του διαλύθηκε και στη θέση του ιδρύθηκε η Καγκελαρία του Κόμματος υπό τη ηγεσία του πρώην αναπληρωτή του Ες, Μάρτιν Μπόρμαν.

Καγκελαρία Ναζιστικού Κόμματος
Parteikanzlei
Parteiadler
Προσωπική σημαία του Μάρτιν Μπόρμαν
Κάτοχος
Μάρτιν Μπόρμαν

από 12 Μαΐου 1941 (έως κατάργηση θέσης)
Ναζιστικό Κόμμα
Αναφέρει σεΦύρερ
Διορισμός απόΦύρερ
Δημιουργία12 Μαΐου 1941
Κατάργηση8 Μαΐου 1945

Ιστορία Επεξεργασία

 
Ως επικεφαλής της Καγκελαρίας του Κόμματος, ο Μάρτιν Μπόρμαν με επιστολή του δίνει εντολές στους αξιωματούχους του Κόμματος να μην συζητάνε δημοσίως μία μελλοντική ολοκληρωτική λύση του «ζητήματος των Εβραίων».

Ξεκινώντας το 1933, το γραφείο του κόμματος είχε την έδρα του στο Μόναχο υπό την ηγεσία του Αναπληρωτή Φύρερ του Αδόλφου Χίτλερ, Ρούντολφ Ες, ο οποίος κατείχε τον βαθμό του Υπουργού Ράιχ στην κυβέρνηση του Χίτλερ.[α] Το τμήμα του Ες ήταν υπεύθυνο για τον χειρισμό των υποθέσεων του κόμματος· επίλυε τις διαφορές που υπήρχαν εντός του κόμματος και ενεργούσε ως μεσάζων ανάμεσα στο κόμμα και το κράτος όσον αφορούσε πολιτικές αποφάσεις και νομοθεσίες.[3] Ο οργανισμός συναγωνιζόταν σε επιρροή όχι μόνο την Καγκελαρία Ράιχ υπό τον Χανς Λάμερς, αλλά επίσης και την Καγκελαρία του Χίτλερ και τους επικεφαλής διοικητικών περιοχών (Gauleiter) και ηγέτη του Ράιχ (Reichsleiter).[4] Χαρακτηριστικό του Ναζιστικού καθεστώτος από πολλές απόψεις, η Καγκελαρία του Κόμματος ανταγωνιζόταν για κύκλους ενδιαφέροντος με τις άλλες δύο καγκελαρίες, δημιουργώντας αρκετές περιοχές λειτουργικής επικάλυψης, περιπλέκοντας επιπλέον «τη σχέση μεταξύ κόμματος και κράτους».[5]

Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετώπισε η Καγκελαρία του Χίτλερ ήταν η διοικητική σύγχυση που προέκυψε από όλα τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των διαφόρων μειονεκτούντων οργανώσεων του κόμματος όπως οι SA, SS, Νεολαία του Χίτλερ και Εργατικό Μέτωπο ανάμεσα σε άλλες.[6] Υπήρχε μία φαινομενική έλλειψη μιας κεντρικής διοικητικής αρχής στο Ναζιστικό κόμμα, κι έτσι οι επικεφαλής διοικητικών περιφερειών (Gauleiters) παρέκαμπταν το γραφείο του Ες καθώς πίστευαν πως είχαν ευθύνη μόνο απέναντι στον Χίτλερ. Αν και ο Ες ήταν Αναπληρωτής Φύρερ, το γραφείο του δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί τα διοικητικά καθήκοντα μέχρι τη στιγμή που ο Μάρτιν Μπόρμαν διορίστηκε ως Επικεφαλής Προσωπικού τον Ιούλιο του 1933.[7]

Ο Μπόρμαν, προσωπικός γραμματέας κι επικεφαλής προσωπικού του Ες, ήταν ο άντρας που βρισκόταν στο παρασκήνιο και διαχειριζόταν μέρα με τη μέρα δουλειές της Καγκελαρίας του Κόμματος.[8] Ο Μπόρμαν χρησιμοποίησε τη θέση του για να δημιουργήσει μία εκτενή γραφειοκρατία και συμμετείχε όσο το δυνατόν περισσότερο στη λήψη αποφάσεων.[3] Σύντομα έγινε ένας αποτελεσματικός και απαραίτητος εκπρόσωπος των συμφερόντων του κόμματος, αποδυναμώνοντας τους περιφερειακούς ηγέτες κι επεκτείνοντας την εμπλοκή της Καγκελαρίας του Κόμματος σε κρατικά θέματα, μέσω θέσπισης νόμων και διαταγμάτων του Φύρερ. Το 1935, ο Μπόρμαν άρχισε να διαχειρίζεται το «αγροτικό αρχηγείο» του Χίτλερ στην Ομπερζάλτσμπεργκ στη Βαυαρία.[9] Επίσης το 1935, του δόθηκε ο έλεγχος των προσωπικών οικονομικών του Χίτλερ και χρησιμοποίησε την εγγύτητά του για να αυξήσει την εξουσία του γραφείου σε σχέση με τους πολυάριθμους οργανισμούς του Κόμματος.[β] Παρά την εξέλιξη αυτή, οι συνεχείς αγώνες δικαιοδοσίας συνέχισαν να χαρακτηρίζουν το Ναζιστικό κράτος.[11][12] Ο Μπόρμαν δημιούργησε το Ταμείο Γερμανικού Εμπορίου και Βιομηχανίας Αδόλφος Χίτλερ, το οποίο συνέλεγε χρήματα από τους Γερμανούς βιομηχάνους εκ μέρους του Χίτλερ. Κάποια από τα χρήματα που μαζεύτηκαν μέσω αυτού του προγράμματος εκταμιεύτηκαν σε διάφορους ηγέτες του κόμματος, αλλά ο Μπόρμαν διατήρησε το μεγαλύτερο μέρος για προσωπική χρήση του Χίτλερ.[13] Μέχρι το 1936, ο Μπόρμαν έδινε εντολές απευθείας από τον Χίτλερ σε υπουργούς του Ράιχ και αξιωματούχους του Κόμματος.[7]

Μετά τη φυγή από αέρος του Ες προς το Ηνωμένο Βασίλειο για να επιζητήσει διαπραγματεύσεις ειρήνης με τη Βρετανική κυβέρνηση στις 10 Μαΐου 1941, ο Χίτλερ κατάργησε τη θέση του Αναπληρωτή Φύρερ στις 12 Μαΐου 1941. Ο Χίτλερ ανέθεσε τα πρώην καθήκοντα του Ες στον Μπόρμαν,[14] δίνοντάς του τον τίτλο του Επικεφαλής της Parteikanzlei (Καγκελαρία του Κόμματος).[15] Από αυτή τη θέση, ο Μπόρμαν ήταν υπεύθυνος για όλα τα ραντεβού του NSDAP και ήταν υπόλογος μόνο στον Χίτλερ.[16] Η Καγκελαρία του Κόμματος ήταν επίσης μυημένη στην ακραία βία που έλαβε χώρα στο ανατολικό θέατρο από το Ειδικό Απόσπασμα SS κατά το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1941, καθώς ο επικεφαλής της Γκεστάπο, Χάινριχ Μίλερ, διένειμε αναφορές οι οποίες ήταν υπογεγραμμένες από ανώτερους αξιωματούχους από ολόκληρο το Ράιχ.[17] Νομικά και διοικητικά ζητήματα που διέπουν θέματα δικαιοδοσίας σχετιζόμενα με τη Διάσκεψη της Βάνζεε κοινοποιήθηκαν από τον Χάινριχ στις οργανώσεις του Κόμματος, συμπεριλαμβανομένης και της Καγκελαρίας του Κόμματος στα τέλη Ιανουαρίου του 1942, καθιστώντας τους όλους συνένοχους για την ενορχήστρωση της Τελικής Λύσης.[18]

Ο Μπόρμαν χρησιμοποίησε τη θέση του για να περιορίσει την πρόσβαση στον Χίτλερ προς όφελός του[19] και, στηριζόμενος από αξιωματούχους όπως οι Άμπερτ Χόφμαν, Γκέρχαρτ Κλόφερ και Χέλμουθ Φρίντριχς, να ασκήσει περαιτέρω επιρροή σε τομείς όπως ο εξοπλισμός και το ανθρώπινο δυναμικό. Ο Υπουργός Εξοπλισμού, Άλμπερτ Σπέερ, παραπονέθηκε για τις παρεμβάσεις του Μπόρμαν με αυτό τον τρόπο στο προσωπικό του. Στις 12 Απριλίου 1943, ο Μπόρμαν διορίστηκε επίσημα ως ο Ιδιωτικός Γραμματέας του Φύρερ, φτάνοντας σε μία μοναδική θέση δύναμης και εμπιστοσύνης από τον Χίτλερ.[20] Κάποια στιγμή το φθινόπωρο του 1943, ο Γκαίμπελς εξέφρασε αμφιβολίες για την εξάρτηση που είχε ο Χίτλερ από τον Μπόρμαν σχετικά με εσωτερικές υποθέσεις, την εστίασή του σε στρατιωτικά θέματα και τη φαινομενική παραμέλησή του για την πολιτική—ο Γκαίμπελς κατέγραψε αυτή τη στιγμή στο ημερολόγιό του ως «κρίση ηγεσίας».[21] Ο Γκαίμπελς πίστευε ακόμα πως «η Καγκελαρία του Κόμματος χειριζόταν τον Χίτλερ».[22] Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Μπόρμαν είχε τον ντε φάκτο έλεγχο όλων των εσωτερικών υποθέσεων. Διατήρησε τη θέση του επικεφαλής της Καγκελαρίας του Κόμματος μέχρι τις 30 Απριλίου 1945.[23] Κατά τους τελευταίους φθίνοντες μήνες του πολέμου, ο Μπόρμαν εξακολουθούσε να «εργάζεται πυρετωδώς» για την αναδιάρθρωση του Ναζιστικού Κόμματος για μία μεταπολεμική Γερμανία.[24] Μοιραζόμενος τις αυταπάτες του Χίτλερ, ο Μπόρμαν άσκησε την εξουσία που είχε στο Κόμμα εκδίδοντας διατάγματα και οδηγίες για έναν ευρύ κύκλο θεμάτων ακόμα και στο τέλος, ενώ ο Χίτλερ μετέφερε «ανύπαρκτα στρατεύματα» πάνω σε έναν χάρτη βαθιά μέσα στο κρησφύγετό του.[25]

Σημειώσεις Επεξεργασία

  1. Ήδη από το 1926, είχε σχηματιστεί η «Διεύθυνση Ράιχ» ως μέρος ενός «τμήματος κομματικής γραφειοκρατίας», ίσως ένας εμβρυϊκός οργανισμός προκάτοχος αυτού που θα γινόταν τρεις καγκελαρίες, συμπεριλαμβανομένου και του Προσωπικού του Αναπληρωτή Φύρερ, το οποίο ανασυστήθηκε το 1941 ως Καγκελαρία του Κόμματος. Ο Ες ήταν ο γραμματέας, ο Φ.Κ. Σβαρτζ ήταν ο ταμίας και ο Φίλιπ Μπούλερ ήταν ο γενικός γραμματέας.[1] Από την έναρξη, ο οργανισμός μεγάλωσε γρήγορα και ενώ αρχικά αποτελείτο από μόνο εικοσιπέντε άτομα και τρία αυτοκίνητα, σύντομα υπήρχαν τμήματα για «εξωτερική πολιτική, Τύπο, εργασιακές σχέσεις, γεωργία, οικονομία, εσωτερική πολιτική, δικαιοσύνη, επιστήμη και εργασία». Υπήρχαν επίσης θεσμοί για «τη φυλή και τον πολιτισμό», καθώς και για προπαγάνδα.[1] Αυτή η κατ'όνομα οργάνωση διαλύθηκε με την πάροδο του χρόνου με την επίσημη δημιουργία επιπρόσθετων υπουργείων, αλλά σχημάτισε εντούτοις ένα οργανωτικό επίκεντρο για την πρόωρη ανάπτυξη του NSDAP.[2]
  2. Μετά την ομιλία του Χίτλερ στον Ναζιστικό Φοιτητικό Συνασπισμό τον Ιανουάριο του 1936, η Καγκελαρία του Κόμματος άρχισε ξαφνικά να δείχνει έντονο ενδιαφέρον στους ακαδημαϊκούς διορισμούς σε όλο το Ράιχ. Ωστόσο, αυτές οι προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση αποδείχτηκαν σχετικά ανέφικτες αφού άλλοι ενδιαφερόμενοι, είτε ατομικά είτε οργανισμοί όπως το Υπουργείο Εσωτερικών, ο Πρύτανης, ο Ναζιστικός Φοιτητικός Συνασπισμός, καθηγητές και τοπικοί αξιωματούχοι του Κόμματος, επεδίωκαν επίσης να έχουν υπό τον έλεγχό τους τη διαδικασία του ακαδημαϊκού διορισμού.[10]

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Bracher 1970, σελ. 139.
  2. Bracher 1970, σελίδες 140, 141–152.
  3. 3,0 3,1 Lang 1979, σελ. 78.
  4. McNab 2009, σελίδες 78–80.
  5. Spielvogel 1992, σελίδες 86–87.
  6. Spielvogel 1992, σελ. 87.
  7. 7,0 7,1 Spielvogel 1992, σελ. 88.
  8. Lang 1979, σελίδες 74–77.
  9. Evans 2006, σελ. 47.
  10. Evans 2006, σελίδες 291–292.
  11. Spielvogel 1992, σελίδες 88–89.
  12. Evans 2006, σελίδες 47–49.
  13. Speer 1971, σελίδες 131–132.
  14. Evans 2010, σελ. 169.
  15. Miller 2006, σελ. 149.
  16. McGovern 1968, σελ. 63.
  17. Evans 2010, σελίδες 240–241.
  18. Evans 2010, σελίδες 263–274.
  19. McNab 2009, σελ. 79.
  20. Miller 2006, σελ. 151.
  21. Kershaw 2001, σελ. 571.
  22. Kershaw 2001, σελ. 572.
  23. Miller 2006, σελίδες 149–151.
  24. Kershaw 2001, σελ. 790.
  25. Evans 2010, σελ. 720.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία