Καταδρομικό

τύπος πολεμικού πλοίου

Το καταδρομικό πλοίο (στην Ελλάδα παλαιότερα ονομάζονταν Εύδρομα) είναι τύπος πολεμικού πλοίου επιφανείας, ικανό να προσβάλλει πολλούς στόχους ταυτόχρονα.

Το ρωσικό καταδρομικό «Маршал Устинов» (Μάρσαλ Ουστίνοβ)
Το αμερικανικό καταδρομικό «Cape St. George»

Καταδρομικά (cruisers) ονομάζονταν ήδη από την εποχή των ιστίων, τα πλοία που εκτελούσαν ιδιαίτερες αποστολές όπως ανίχνευση, προστασία εμπορικών πλοίων, μεταφορά μηνυμάτων. [1] Τέτοια πλοία ήταν συνήθως φρεγάτες ή μικρές κορβέτες (sloops of war), οπλισμένα με δύο πυροβολαρχίες (μία στο πάνω κατάστρωμα και μία κάτω από το κατάστρωμα). Από τα μέσα του 19ου αιώνα, τα πλοία αυτά ταξινομήθηκαν ως ιδιαίτερη ξεχωριστή κατηγορία – καταδρομικά – πλοία που ταξίδευαν στον ωκεανό και γενικά σε μακρινούς πλόες, ως ανιχνευτές του πολεμικού στόλου και ως καταδρομείς εναντίον εμπορικών πλοίων του εχθρού. [2] Τα καταδρομικά παγιώθηκαν σε δυο κυρίως μεγέθη: τα μεσαίου μεγέθους προστατευμένα καταδρομικά  και τα μεγάλα θωρακισμένα καταδρομικά που ήταν σχεδόν τόσο μεγάλα (αν και όχι τόσο ισχυρά ή τόσο καλά θωρακισμένα) όσο ένα θωρηκτό πριν από το HMS Dreadnought.   Με την εμφάνιση του θωρηκτού Dreadnought πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το θωρακισμένο καταδρομικό εξελίχθηκε σε ένα σκάφος παρόμοιας κλίμακας γνωστό ως  καταδρομικό μάχης.

Στις αρχές του 20ου αιώνα μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα καταδρομικά τοποθετήθηκαν σε μια σταθερή κλίμακα μεγέθους πολεμικού πλοίου, μικρότερο από ένα θωρηκτό αλλά μεγαλύτερο από ένα αντιτορπιλικό.  Το 1922 η «Ναυτική Συνθήκη της Ουάσιγκτον» έθεσε ένα επίσημο όριο σε αυτά τα καταδρομικά, τα οποία ορίστηκαν ως πολεμικά πλοία εκτοπίσματος έως και 10.000 τόνων που έφεραν όπλα όχι μεγαλύτερα από 8 ίντσες σε διαμέτρημα.[3] Τα βαριά καταδρομικά είχαν πυροβόλα 8 ιντσών, ενώ αυτά με πυροβόλα 6,1 ίντσες ή λιγότερο ήταν τα  ελαφρά καταδρομικά,

Η ανάπτυξη της αεροπορικής ισχύος κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου άλλαξε δραστικά τη φύση της ναυμαχίας. Ακόμη και το ταχύτερο καταδρομικό δεν μπορούσε να ξεπεράσει ένα αεροπλάνο, το οποίο ήταν σε θέση να επιτίθεται σε όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις πάνω από τους ωκεανούς. Η αλλαγή αυτή οδήγησε στο τέλος των ανεξάρτητων επιχειρήσεων από μεγάλα πλοία ή μικρές ομάδες κρούσης, και από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα οι ναυτικές επιχειρήσεις βασίστηκαν γύρω από μεγάλους στόλους, ικανούς να αντισταθούν σε όλες τις επιθέσεις εκτός από τις πιο μαζικές αεροπορικές επιθέσεις. Αυτό οδήγησε πολλά ναυτικά να αλλάξουν τη σύνθεση των στόλων τους βασιζόμενα σε πλοία αφιερωμένα σε έναν μόνο ρόλο, συνήθως ανθυποβρυχιακό ή αντιαεροπορικό, και τα μεγάλα καταδρομικά πλοία εξαφανίστηκαν από τις περισσότερες δυνάμεις. Το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ και το Ρωσικό Πολεμικό Ναυτικό παρέμειναν οι μόνοι που διατήρησαν καταδρομικά, επιχειρησιακά. Τόσο στα αμερικανικά όσο και στα σοβιετικά καταδρομικά, ο οπλισμός αντικαταστάθηκε από βαλλιστικούς πυραύλους.[4]

Τύποι καταδρομικών πλοίων Επεξεργασία

Καταδρομικό χωρίς θωράκιση (απροστάτευτο) Επεξεργασία

Τορπιλοβόλο καταδρομικό Επεξεργασία

Το τορπιλοβόλο καταδρομικό (πλοίο του οποίου ο κύριος οπλισμός αποτελείται από τορπίλες) άρχισαν να κατασκευάζονται από τα μεγάλα ναυτικά λίγο μετά την εφεύρεση της αυτοπροωθούμενης τορπίλης Whitehead τη δεκαετία του 1870.[5] Προορίζονταν για να συνοδεύουν τον στόλο μάχης βαθέων υδάτων και να τον προστατεύουν από επιθέσεις εχθρικών τορπιλακάτων. Ήταν οπλισμένα με πολλούς τορπιλοσωλήνες, πυροβόλα διαμετρήματος έως 12 cm και αυτόματα κανόνια. Η ανάπτυξη της τορπίλης οδήγησε Ναυτικό δόγμα της Jeune École, το οποίο υποστήριζε ότι τα μικρά πολεμικά πλοία που ήταν οπλισμένα με τορπίλες μπορούσαν να νικήσουν αποτελεσματικά και φθηνά πολύ μεγαλύτερα πολεμικά πλοία. Τα καταδρομικά με τορπίλες σταμάτησαν να παράγονται στα περισσότερα ναυτικά των μεγάλων δυνάμεων τη δεκαετία του 1890, αν και πολλά άλλα ναυτικά συνέχισαν να τα αποκτούν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1900.

 
Από τα πιο επιτυχημένα εμπορικά καταδρομικά το γερμανικό SMS Möve εξουδετέρωσε (βυθίζοντας ή αιχμαλωτίζοντας) 40 εμπορικά πλοία κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου

Οπλισμένο εμπορικό καταδρομικό (βοηθητικό) Επεξεργασία

Το βοηθητικό καταδρομικό είναι ένα οπλισμένο εμπορικό πλοίο που χρησιμοποιείται από το πολεμικό ναυτικό ενός κράτους, είτε για την άμυνα του θαλάσσιου εμπορίου είτε για την επίθεση εναντίον του. Αυτός ο τύπος πλοίου χρησιμοποιήθηκε κυρίως κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων συγκρούσεων του 20ού αιώνα. Για επιθετικούς σκοπούς στην περίπτωση της Γερμανίας- κυρίως για αμυντικούς σκοπούς για τα συμμαχικά ναυτικά. Τόσο η Kaiserliche Marine όσο και η Kriegsmarine έκαναν εκτεταμένη χρήση βοηθητικών καταδρομικών κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων με μέτρια επιτυχία, π.χ. μόνο το SMS Möwe κατέλαβε και βύθισε 37 πλοία κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Αξίζει επίσης να αναφερθεί η περίπολος του SMS Emden, το οποίο κατέστρεψε περισσότερα από 22 πλοία. Εκτός από την ικανότητα των πληρωμάτων, η επιτυχία των γερμανικών βοηθητικών καταδρομικών οφειλόταν στη μεγάλη ικανότητα καμουφλάζ των πλοίων αυτών μέσω της χρήσης πλαστών διακριτικών, του γρήγορου επαναβαψίματος και της τοποθέτησης ψεύτικων ιστών ή χοάνης για την αλλαγή της εμφάνισης του πλοίου όταν πλησίαζε εμπορικά πλοία προς κατάληψη. Στο γερμανικό πολεμικό ναυτικό, δεκαεπτά πλοία οπλίστηκαν με αυτόν τον τρόπο κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και 12 κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ορισμένα μεγάλα πλοία οπλίστηκαν με τον ίδιο τρόπο. Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Γαλλία τα χρησιμοποίησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως μαχητικά λόγω της ταχύτητάς τους (της τάξης των 30 κόμβων ή 56 χλμ/ώρα), όπως έκαναν η Γερμανία και η Ιαπωνία στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και, τουλάχιστον στις αρχές του πολέμου, χρησιμοποιήθηκαν ως συνοδευτικά για νηοπομπές από τη Μεγάλη Βρετανία.

Προστατευμένο καταδρομικό Επεξεργασία

Προστατευμένα ονομάζονταν τα καταδρομικά τα οποία είχαν ένα σχετικά λεπτό στρώμα χαλύβδινης θωράκισης γύρω από τα ζωτικά μέρη του πλοίου, δηλ. στη γέφυρα, στο πρόστεγο, στους πυργίσκους των πυροβόλων, στο κατάστρωμα, καθώς και στις αποθήκες άνθρακα.

 
Σχεδιαστική τομή ενός προστατευμένου καταδρομικού. Οι κόκκινες γραμμές οριοθετούν το θωρακισμένο κατάστρωμα και τις ασπίδες των πυροβόλων και οι γκρίζες περιοχές αντιπροσωπεύουν την προστασαία των αποθηκών άνθρακα.

Το πρώτο προστατευμένο καταδρομικό ήταν το χιλιανό πλοίο Esmeralda, που καθελκύστηκε το 1883. Κατασκευάστηκε από ένα ναυπηγείο στο Έλσγουίκ (Elswick, Newcastle upon Tyne) της Βρετανίας, και ενέπνευσε μια σειρά προστατευόμενων καταδρομικών που κατασκευάστηκαν στο ίδιο ναυπηγείο και ήταν γνωστά ως καταδρομικά Elswick. [6]

Θωρακισμένο καταδρομικό Επεξεργασία

Τα θωρακισμένα καταδρομικά, τα οποία ποικίλλουν σε μέγεθος, διακρίνονταν από τους άλλους τύπους καταδρομικών από τη θωράκιση ζώνης - παχιά επένδυση από σίδηρο (ή αργότερα από χάλυβα) σε μεγάλο μέρος του κύτους για την προστασία του πλοίου από πυρά οβίδων. [7] Το πρώτο θωρακισμένο καταδρομικό, το General-Admiral του Αυτοκρατορικού Ρωσικού Ναυτικού, καθελκύστηκε το 1873 και συνδύαζε ιστία και ατμοκίνηση.[8] Μέχρι τη δεκαετία του 1890, τα καταδρομικά είχαν εγκαταλείψει τα πανιά και είχαν αποκτήσει σύγχρονη εμφάνιση.

 
Σχεδιαστική τομή ενός θωρακισμένου καταδρομικού. Κόκκινες γραμμές: θωρακισμένα ανώτερα και μεσαία καταστρώματα και πλευρική ζώνη. Γκρίζες περιοχές: πλευρική προστασία των αποθηκών άνθρακα. Οι μηχανές ήταν τοποθετημένες στο προστατευμένο εσωτερικό κενό πάνω από τον διπλό πυθμένα.

Η ανάπτυξη των εκρηκτικών πυρομαχικών στα μέσα της δεκαετίας του 1800 κατέστησε αναπόφευκτη τη χρήση θωράκισης, παρά το κόστος και το βάρος της, και τα θωρακισμένα καταδρομικά άρχισαν να εμφανίζονται στα μεγάλα δυτικά ναυτικά (και στα ιαπωνικά). Χρησιμοποιήθηκαν ως τα μέσα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και σε βοηθητικούς ρόλους τη δεκαετία του 1930.

Ελαφρύ καταδρομικό Επεξεργασία

Ο όρος είναι συντόμευση της φράσης ελαφρύ θωρακισμένο καταδρομικό, που περιγράφει ένα μικρό πλοίο που φέρει θωράκιση με τον ίδιο τρόπο όπως ένα θωρακισμένο καταδρομικό: προστατευτική ζώνη και κατάστρωμα. Αν και ελαφρύτερα και μικρότερα από άλλα σύγχρονα πλοία, εξακολουθούσαν να είναι αληθινά καταδρομικά, διατηρώντας την εκτεταμένη ακτίνα δράσης και την αυτοδυναμία να δρουν ανεξάρτητα. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας τους υπηρέτησαν σε διάφορους ρόλους, κυρίως ως πλοία συνοδείας νηοπομπών και πλοία διοίκησης αντιτορπιλικών, αλλά και ως αναγνωριστικά και πλοία υποστήριξης στόλου για στόλους μάχης. Το πρώτο παράδειγμα ήταν το Mercury που κατασκευάστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1879 και σταδιακά έγινε ταχύτερο και ισχυρότερο, με ομοιόμορφου μεγέθους και μεγαλύτερα κύρια πυροβόλα. Η Γερμανία ανέλαβε την πρωτοπορία στην κατασκευή ελαφρών καταδρομικών τη δεκαετία του 1890, κατασκευάζοντας μια κατηγορία γρήγορων καταδρομικών που αντέγραψαν άλλα έθνη. [9]

Ανιχνευτικό καταδρομικό Επεξεργασία

Το καταδρομικό ανίχνευσης ήταν τύπος των αρχών του 20ού αιώνα, το οποίο ήταν μικρότερο, ταχύτερο, ελαφρύτερα οπλισμένο και θωρακισμένο από τα προστατευμένα καταδρομικά ή τα ελαφρά καταδρομικά, αλλά μεγαλύτερο από τα σύγχρονα αντιτορπιλικά. Προοριζόμενο για καθήκοντα ανίχνευσης του στόλου και ως αρχηγός στολίσκου, ένα καταδρομικό ανίχνευσης ήταν συνήθως οπλισμένο με έξι έως δέκα πυροβόλα τύπου αντιτορπιλικού διαμετρήματος 3 ιντσών (76 mm) έως 4,7 ιντσών (120 mm), καθώς και με δύο έως τέσσερις τορπιλοσωλήνες.

Οι Βρετανοί ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν καταδρομικά ανίχνευσης, οκτώ πλοία που παραγγέλθηκαν όλα στο πλαίσιο του προγράμματος του 1903 και επτά μεταγενέστερα, βαρύτερα οπλισμένα πλοία που παραγγέλθηκαν στο πλαίσιο των προγραμμάτων 1907-1910.
Ο άλλος σημαντικός φορέας χρήσης καταδρομικών ανίχνευσης ήταν το Βασίλειο της Ιταλίας. Καθώς δεν είχε προγραμματιστεί κανένα συμβατικό προστατευμένο καταδρομικό ή ελαφρύ καταδρομικό μεταξύ 1900 και 1928, το Ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό χρησιμοποίησε από το 1912 και μετά έναν αριθμό καταδρομικών ανίχνευσης (esploratori). Τα esploratori είχαν επίσης δευτερεύουσες δυνατότητες ως γρήγορα ναρκαλιευτικά. Τα μεταγενέστερα esploratori, όπως η κλάση Leone, έφεραν εξαιρετικά βαρύ οπλισμό για το μέτριο μέγεθός τους, ικανό να ξεπεράσει οποιοδήποτε αντιτορπιλικό των αρχών της δεκαετίας του 1920. Ωστόσο, μέχρι το 1938 τα esploratori που είχαν επιζήσει κατατάχθηκαν εκ νέου σε αντιτορπιλικά.

Βαρύ καταδρομικό Επεξεργασία

Το βαρύ καταδρομικό ήταν πλοίο μεγάλης εμβέλειας και υψηλής ταχύτητας, οπλισμένο γενικά με ναυτικά πυροβόλα διαμετρήματος περίπου 203 χιλιοστών (8 ιντσών), του οποίου σχεδιαστικές παράμετροι υπαγορεύτηκαν από τη «Ναυτική Συνθήκη της Ουάσιγκτον» του 1922 και τη «Ναυτική Συνθήκη του Λονδίνου» του 1930. [10] Όταν το θωρακισμένο καταδρομικό αντικαταστάθηκε από το καταδρομικό μάχης, διαπιστώθηκε ότι χρειαζόταν ένας ενδιάμεσος τύπος πλοίου μεταξύ αυτού και του ελαφρού καταδρομικού - ένας μεγαλύτερος και ισχυρότερος από τα ελαφρά καταδρομικά ενός πιθανού εχθρού, αλλά όχι τόσο μεγάλος και ακριβός όσο το καταδρομικό μάχης, ώστε να κατασκευάζεται σε επαρκή αριθμό για την προστασία των εμπορικών πλοίων και να υπηρετεί σε πολλά θέατρα μάχης.

Καταδρομικό μάχης Επεξεργασία

Ήταν παρόμοια σε εκτόπισμα, οπλισμό και κόστος με τα θωρηκτά, αλλά διέφεραν ως προς τη μορφή και την ισορροπία των χαρακτηριστικών. Τα καταδρομικά μάχης είχαν συνήθως λεπτότερη θωράκιση (σε διαφορετικό βαθμό) και κάπως ελαφρύτερη κύρια πυροβολαρχία από τα σύγχρονά τους θωρηκτά, εγκατεστημένα σε μακρύτερο κύτος με πολύ μεγαλύτερη ισχύ μηχανών προκειμένου να επιτυγχάνουν μεγαλύτερες ταχύτητες. Τα πρώτα καταδρομικά μάχης σχεδιάστηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, ως εξέλιξη του θωρακισμένου καταδρομικού. Ο στόχος του σχεδιασμού ήταν να ξεπερνούν κάθε πλοίο με παρόμοιο οπλισμό και να καταδιώκουν κάθε πλοίο με μικρότερο οπλισμό- προορίζονταν να κυνηγούν πιο αργά, παλαιότερα θωρακισμένα καταδρομικά και να τα καταστρέφουν με βαριά πυρά, αποφεύγοντας τη μάχη με τα ισχυρότερα αλλά πιο αργά θωρηκτά. Ωστόσο, καθώς κατασκευάζονταν όλο και περισσότερα θωρηκτά, χρησιμοποιούνταν όλο και περισσότερο παράλληλα με τα καλύτερα προστατευμένα θωρηκτά. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η χρήση τους ατόνησε καθώς άλλαξε ο τρόπος του ναυτικού πολέμου. Κοντά στο τέλος και μετά την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, η σοβιετική κλάση Kirov των μεγάλων καταδρομικών κατευθυνόμενων πυραύλων ήταν τα μόνα ενεργά πλοία που ονομάστηκαν καταδρομικά μάχης.[11]


Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Mayne, Richard (2000). «cruiser». The Language of Sailing (στα Αγγλικά). Taylor & Francis. σελ. 80. ISBN 978-1-57958-278-4. 
  2. Hill, Richard: War at Sea in the Ironclad Age. Cassell, London, 2000. ISBN 0-304-35273-X.
  3. Gardiner, Robert· Chumbley, Stephen (1995). Conway's All the World's Fighting Ships 1947–1995. London: Conway Maritime Press. ISBN 1-55750-132-7. 
  4. https://www.britannica.com/technology/cruiser
  5. http://www.hansonclan.co.uk/Royal%20Navy/rw.htm
  6. Brook Peter: Warships for Export: Armstrong Warships, 1867–1927. Gravesend, UK: World Ship Society, 1999.
  7. Osborne, Eric W., Cruisers and Battle Cruisers: An Illustrated History of Their Impact (ABC-CLIO, 2004). (ISBN 1-85109-369-9)σελ.28
  8. Parkes, Oscar (1990). British Battleships. first published Seeley Service & Co, 1957, published United States Naval Institute Press. ISBN 1-55750-075-4. σελ.235
  9. Beeler, John (2001). Birth of the Battleship: British Capital Ship Design 1870–1881. Naval Institute Press. p. 40. ISBN 1-55750-213-7.
  10. Norman Friedman,. Battleship: Design and Development, 1905–1945 Conway Maritime Press, 1978
  11. Gardiner, Robert· Chumbley, Stephen· Budzbon, Przemysław (1995). Conway's All the World's Fighting Ships 1947–1995. Annapolis, Maryland: Naval Institute Press. ISBN 1-55750-132-7. σελ.328