Λάνσελοτ ή ο Ιππότης του κάρου

Έργο του Κρετιέν ντε Τρουά, 12ος αιώνας

Λάνσελοτ ή ο Ιππότης του κάρου (γαλλικά: Lancelot, le Chevalier de la charrette), είναι παλαιά γαλλική έμμετρη ιπποτική μυθιστορία του 12ου αιώνα του Κρετιέν ντε Τρουά. Γράφτηκε ανάμεσα στα 1177 και 1189 μετά από αίτημα της προστάτιδας του Μαρίας της Γαλλίας και είναι η πρώτη ιστορία του θρύλου του βασιλιά Αρθούρου που παρουσιάζει τον Λάνσελοτ ως ήρωα. Αναφέρεται στην απαγωγή και διάσωση της βασίλισσας Γκουίνεβιρ και είναι το πρώτο κείμενο που παρουσιάζει τον έρωτα μεταξύ του Λάνσελοτ και της βασίλισσας.[1]

Λάνσελοτ ή ο Ιππότης του κάρου
Ο Λάνσελοτ περνά τη γέφυρα του ξίφους
ΣυγγραφέαςΚρετιέν ντε Τρουά
Godefroi de Leigni
ΓλώσσαΠαλαιά Γαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1190
Μορφήμυθιστόρημα
ΤόποςΑγγλία
ΕπόμενοΥβαίν ή ο Ιππότης με το λιοντάρι

Τα έργα του Κρετιέν ντε Τρουά, από τους σημαντικότερους συγγραφείς της γαλλικής λογοτεχνίας του Μεσαίωνα, επηρέασαν σημαντικά τον Αρθουριανό κύκλο, καθιερώνοντας τη μετέπειτα σημαντική θέση του Λάνσελοτ στην αγγλική λογοτεχνία. Ήταν ο πρώτος συγγραφέας που ανέφερε τον Λάνσελοτ, τη σχέση του με τη Γκουίνεβιρ, τον κρυφό έρωτα, την απιστία και την ιδέα του αυλικού έρωτα. Το κείμενο πραγματεύεται επίσης το χριστιανικό θέμα της αμαρτίας. [2]

Στην εισαγωγή, ο συγγραφέας δηλώνει ότι γράφει κατόπιν εντολής της προστάτιδας του, Μαρίας, κόμισσας της Καμπανίας, κόρης του Λουδοβίκου Ζ', η οποία του έδωσε τα βασικά στοιχεία της ιστορίας.[3]

Το έργο είναι γραμμένο σε οκτασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο και μας είναι γνωστό από τρία διαφορετικά χειρόγραφα. Πιθανώς γράφτηκε παράλληλα με το Υβαίν ή ο Ιππότης με το λιοντάρι, επειδή υπάρχουν ιστορίες που αλληλοκαλύπτονται.

Είναι το τρίτο έργο του Κρετιέν ντε Τρουά που έχει σωθεί. Πριν από αυτό, ο συγγραφέας είχε ήδη μεταφράσει λατινικά κείμενα του Οβίδιου και είχε γράψει δύο μυθιστορίες: Ερέκ και Ενίντ και Κλίγης.

Το έργο δεν ολοκληρώθηκε από τον ίδιο τον Κρετιέν ντε Τρουά: με τη συγκατάθεσή του, το ολοκλήρωσε ο κληρικός Γκοντφρουά ντε Λανί, από το σημείο όπου ο Λάνσελοτ είναι φυλακισμένος στον πύργο από τον Μάλαγκαντ. Το μόνο γνωστό γι' αυτόν τον συγγραφέα είναι η ολοκλήρωση του Λάνσελοτ, δεν υπάρχουν στοιχεία για τη ζωή του ή άλλοι τίτλοι έργων που θα μπορούσε να έχει γράψει. Έχει προταθεί ότι ο συγγραφέας δεν ολοκλήρωσε την ιστορία ο ίδιος επειδή δεν υποστήριζε το θέμα της μοιχείας.

 
Γιορτή στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου

Την ημέρα της Αναλήψεως, στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου στο Κάμελοτ εμφανίζεται ένας παράξενος ιππότης και ανακοινώνει ότι έχει αιχμαλωτίσει ιππότες και κυρίες του βασιλείου του Αρθούρου. Αν ο βασιλιάς θέλει να τους πάρει πίσω, πρέπει να στείλει έναν ιππότη μόνο του με τη βασίλισσα Γκουίνεβιρ για να πολεμήσει εναντίον του στο κοντινό δάσος. Εάν ο ιππότης αποτύχει, ο ξένος λέει ότι θα κερδίσει τη βασίλισσα. Ο βασιλιάς δέχεται και ο σερ Κέι με τη βασίλισσα πηγαίνουν στο δάσος. Ο Γκαουέιν, επικριτικός με την απερίσκεπτη απόφαση του βασιλιά και δύσπιστος για τις ικανότητες του Κέι, τους ακολουθεί στο δάσος, όπου οι φόβοι του επιβεβαιώνονται όταν βρίσκει το άλογο του Κέι χωρίς καβαλάρη και τη βασίλισσα άφαντη. [4]

Ενώ ο Γκαουέιν ψάχνει να τους βρει, συναντά τον (τότε ανώνυμο) Λάνσελοτ ο οποίος, καθώς το άλογό του έχει εξουθενωθεί, τον πείθει να του δανείσει ένα άλογο για να αναζητήσει τη βασίλισσα και φεύγει καλπάζοντας. Όταν ο Γκαουέιν τον προλαβαίνει, ο Λάνσελοτ είναι πεζός γιατί εξάντλησε και το νέο του άλογο. Ο Λάνσελοτ συναντά έναν νάνο που οδηγεί ένα κάρο, ο οποίος λέει ότι θα του πει πού πήγαν η βασίλισσα και ο απαγωγέας της, αν ο Λάνσελοτ ανεβεί στο κάρο του. Ο Λάνσελοτ αρχικά διστάζει, καθώς αυτό ήταν τρομερά υποτιμητικό, αλλά τελικά ανεβαίνει. Ο Γκαουέιν ακολουθεί έφιππος. Στο ταξίδι, οι ντόπιοι χλευάζουν και περιφρονούν τον Λάνσελοτ, συναντούν πολλά εμπόδια, μυστηριώδεις επιθέσεις και παγίδα από φλεγόμενες λόγχες αλλά διασώζονται. [5]

Έχοντας δει από μακριά τη βασίλισσα και τον απαγωγέα της να περνούν, τους ακολουθούν και μια κοπέλα τους βοηθάει να βρουν τον κακό ιππότη, τον ονομάζει Μάλαγκαντ από τη Γκορ, μια χώρα από την οποία δεν έχει επιστρέψει ποτέ επισκέπτης.

 
Ο Λάνσελοτ και η βασίλισσα Γκουίνεβιρ

Η γη του Γκορ προσεγγίζεται μόνο από την επικίνδυνη Υποβρύχια γέφυρα και την ακόμη πιο επικίνδυνη Γέφυρα του σπαθιού. Ο Γκαουέιν επιλέγει την πρώτη και ο Λάνσελοτ τη δεύτερη. Στο δρόμο, ο Λάνσελοτ έχει μια σειρά από περιπέτειες που επιβεβαιώνουν την εξαιρετική ιπποτική του ανδρεία και επίσης τη μεγάλη του αγάπη για τη βασίλισσα, καθώς είναι χαμένος στους διαλογισμούς της αγαπημένης του. Η τελευταία του περιπέτεια στο δρόμο προς τη Γέφυρα του σπαθιού είναι σε ένα νεκροταφείο που περιέχει τους μελλοντικούς χώρους ανάπαυσης των ιπποτών του Αρθούρου. Σηκώνει την τεράστια πέτρα του δικού του τάφου και ανακαλύπτει επιγραφές που επιβεβαιώνουν τον ρόλο του ως διασώστη της βασίλισσας και απελευθερωτή των αιχμαλώτων του Γκορ. Ο Λάνσελοτ φτάνει τελικά στη γέφυρα του ξίφους, που είναι κυριολεκτικά ένα γιγάντιο σπαθί. Αφαιρεί την πανοπλία του για να πιάσει καλύτερα τη λεπίδα του σπαθιού και τραυματίζεται σοβαρά καθώς σέρνεται κατά μήκος της.[6]

Στη χώρα του Γκορ, ο Λάνσελοτ προκαλεί σε μονομαχία τον Μάλαγκαντ αλλά ο αγώνας που στρεφόταν προς όφελος του Λάνσελοτ διακόπτεται με παρέμβαση του πατέρα του Μάλαγκαντ και συμφωνούν να μονομαχήσουν σε ένα χρόνο. Ο Λάνσελοτ βρίσκει τη Γκουίνεβιρ στο κάστρο του Γκορ, ωστόσο, αυτή τον απομακρύνει με ψυχρότητα, η οποία αργότερα αποκαλύπτεται ότι προκλήθηκε από τον αρχικό δισταγμό του να ανεβεί στο κάρο. Τελικά, ο αμοιβαίος τους έρωτας αποκαλύπτεται όταν ο καθένας μαθαίνει, από ψευδείς φήμες, τον θάνατο του άλλου. Ο Λάνσελοτ βγάζει τα σίδερα από το παράθυρό της και περνούν μαζί μια παθιασμένη νύχτα. Φεύγει κρυφά από το κάστρο τα χαράματα, το τραυματισμένο χέρι του όμως λερώνει τα σεντόνια της Γκουίνεβιρ και ο Μάλαγκαντ την κατηγορεί ότι διέπραξε μοιχεία με τον Κέι, ο οποίος είναι ο μόνος τραυματίας ιππότης εκεί κοντά. Για να υπερασπιστεί την τιμή της, ο Λάνσελοτ μονομαχεί πάλι με τον Μάλαγκαντ, πάλι με αναβολή ενός έτους. Κατά τη διάρκεια αυτού του έτους, άνθρωποι του Μάλαγκαντ φυλακίζουν τον Λάνσελοτ, ενώ η Γκουίνεβιρ, ο Γκαουέιν και οι άλλοι αιχμάλωτοι επιστρέφουν στη χώρα τους πιστεύοντας ότι θα τον συναντήσουν εκεί.

Στην αυλή του Αρθούρου οργανώνεται τουρνουά, ο Λάνσελοτ το μαθαίνει και διαπραγματεύεται με τους απαγωγείς του να τον αφήσουν να φύγει και υπόσχεται να επιστρέψει. Όταν ο Λάνσελοτ φθάνει και αγωνίζεται στο τουρνουά, η βασίλισσα τον αναγνωρίζει και του στέλνει μήνυμα να χάσει για να της αποδείξει τον έρωτά του. Χάνει σκόπιμα, η Γκουίνεβιρ αλλάζει γνώμη, δίνοντάς του τώρα εντολή να κερδίσει. Ο Λάνσελοτ συμμορφώνεται και κατατροπώνει τους ανταγωνιστές του, στη συνέχεια επιστρέφει στους απαγωγείς του. Ο Μάλαγκαντ διατάζει η φυλάκιση να γίνει πιο αυστηρή: τον κλειδώνουν στο δωμάτιο ενός κάστρου με μικρό ψηλό παράθυρο από το οποίο ο Λάνσελοτ με ένα σχοινί σηκώνει το φαγητό και το νερό που του φέρνουν στρατιώτες σε καθορισμένες ώρες.[7]

Στη συνέχεια μαθαίνουμε ότι μια γυναίκα, που ο Λάνσελοτ είχε σώσει πολύ νωρίτερα από την απαγωγή της βασίλισσας, ήταν στην πραγματικότητα η αδερφή του Μάλαγκαντ και αναζητά τον Λάνσελοτ για να του ανταποδώσει την εξυπηρέτηση. Με το σχοινί που χρησιμοποιούσε ο Λάνσελοτ για να σηκώνει το φαγητό, του στέλνει ένα τσεκούρι. Ο Λάνσελοτ βγαίνει και δραπετεύει μαζί της σε ένα απομονωμένο κάστρο που της ανήκει. Εν τω μεταξύ, ο Γκαουέιν ετοιμάζεται να μονομαχήσει με τον Μάλαγκαντ, στη θέση του απόντος Λάνσελοτ (πέρασε ένας χρόνος). Ο Λάνσελοτ φτάνει στην ώρα του και μονομαχεί με τον Μάλαγκαντ, ο οποίος χάνει το χέρι του και στη συνέχεια αποκεφαλίζεται από τον Λάνσελοτ. Η Γκουίνεβιρ τον αγκαλιάζει χλιαρά (είναι δημόσια) στο τέλος.[8]

  • Ο δεύτερος τίτλος του έργου Ο ιππότης του κάρου προέρχεται από την αφήγηση για το κάρο στο οποίο ανέβηκε ο ήρωας: το κάρο μετέφερε καταδικασμένους εγκληματίες για σοβαρά εγκλήματα στον τόπο εκτέλεσης και ήταν φοβερά ατιμωτικό για κάποιον να ανεβεί. Γι αυτό ο Λάνσελοτ, δίστασε αρχικά αλλά ο έρωτας νίκησε τη λογική και ανέβηκε παρόλο που διακινδύνευε να χάσει την τιμή του σύμφωνα με τον κώδικα του ιπποτισμού.
  • Το όνομα του Λάνσελοτ γίνεται γνωστό από την βασίλισσα Γκουίνεβιρ περίπου μετά τη μέση της αφήγησης. Από την αρχή, αναφέρεται ως άγνωστος ιππότης. Ακόμη και όταν σήκωσε τη βαριά πέτρα του τάφου του και ο μοναχός τον ρώτησε ποιος είναι, ο Λάνσελοτ απάντησε «ένας ιππότης από το βασίλειο του Λονγκρ». [9]
  • Ο Λάνσελοτ και η βασίλισσα Γκουίνεβιρ έχουν κρυφή ερωτική σχέση, όπως μαθαίνουμε από την αρχή: καθώς ο σερ Κέι και η βασίλισσα ετοιμάζονται να ακολουθήσουν τον ιππότη στο δάσος, ο βασίλισσα λέει χαμηλόφωνα:

    "Α! Αγαπημένε μου (εννοεί τον Λάνσελοτ), αν ήξερες, δεν πιστεύω ότι θα άφηνες ποτέ τον Κέι να με οδηγήσει ούτε ένα βήμα μακριά (σελ. 210)

    Λίγο αργότερα ο Λάνσελοτ το μαρτυρά σε δικό του μονόλογο. Η αποκάλυψη αυτή προηγείται της ερωτικής συνεύρεσης στο κάστρο.[10]
  • Στην αφήγηση γίνονται αισθητές και ειρωνικές νότες. Ειδικά στην περιγραφή της ερωτικής παραφοράς του ήρωα, όταν, για παράδειγμα, βρίσκει τη χτένα της βασίλισσας και κοντεύει να λιποθυμήσει, ή όταν κατά τη διάρκεια της μονομαχίας του με τον Μάλαγκαντ, γυρίζει στον αντίπαλο την πλάτη - για να μην χάσει από τα μάτια του την αγαπημένη του που παρακολουθεί από το παράθυρο του κάστρου.
  • Αφηγητής της όλης ιστορίας είναι ο υπηρέτης του ιππότη Γκαουέιν.[11]

Μετάφραση στα ελληνικά

Επεξεργασία
  • Λάνσελοτ ο ιππότης, μετάφραση: Καλλιόπη Πατέρα, εκδόσεις Ενάλιος, 1998 [12]

Παραπομπές

Επεξεργασία