Λανδούλφος Ε΄ του Μπενεβέντο

Ο Λανδούλφος Ε΄ (απεβ. τον Σεπτέμβριο του 1033) από τον Οίκο της Κάπουας ήταν πρίγκιπας του Μπενεβέντο από τον Μάιο του 987, όταν συγκυβέρνησε για πρώτη φορά με τον πατέρα του Πανδόλφος Β΄, μέχρι το τέλος του. Ήταν ο κύριος πρίγκιπας από το τέλος τού πατέρα του το 1014.

Λανδούλφος Ε΄ του Μπενεβέντο
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση10ος αιώνας
Ιταλία
ΘάνατοςΣεπτέμβριος 1033
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΤέκναΠάντουλφ Γ΄ του Μπενεβέντο
Πάπας Βίκτωρ Γ΄
Ατενόλφος του Μπενεβέντο
ΓονείςΠάντουλφ Β΄ του Μπενεβέντο
ΑδέλφιαΠανδόλφος Δ΄ της Κάπουα
Μαρία του Αμάλφι και της Κάπουα
ΟικογένειαΛανδουλφίδες

Βιογραφία Επεξεργασία

Το 999 ο Όθωνας Γ΄ της Γερμανίας επισκέφτηκε το ιερό του Αγίου Μιχαήλ του Αρχαγγέλου στο Mόντε Γκαργκάνo. Κατά την επιστροφή του μέσω του Μπενεβέντο, υπέγραψε δίπλωμα υπέρ της μονής της Σάντα Σοφία στις 11 Μαρτίου. Η Σάντα Σοφία ήταν το οικογενειακό ίδρυμα τού Οίκου τού Λανδούλφος Ε΄ και πιθανότατα λειτουργούσε ως ένα είδος δυναστικού μαυσωλείου. Για άγνωστους λόγους, ο Όθωνας Γ΄ και οι πρίγκιπες του Μπενεβέντου είχαν μία σύγκρουση το 1000, πιθανώς για τα λείψανα του Αγίου Βαρθολομαίου, προστάτη του Μπενεβέντο, στον οποίο ο Όθωνα είχε κατασκευάσει μία νέα εκκλησία στην νήσο Τιβερίνα -τη Σαν Μπαρτολομέο αλ'Ίζολα- μόλις πρόσφατα. Σύμφωνα με τα Χρονικά του Μπενεβέντο (Annales Beneventani), ο "βασιλιάς Όθωνας Γ΄ με μεγάλο στρατό πολιόρκησε το Μπενεβέντο" (Otto rex cum magno exercitu obsedit Benevento). Ωστόσο τίποτε δεν προέκυψε από αυτό, εκτός ίσως από την παράδοση ορισμένων λειψάνων (το δέρμα του Βαρθολομαίου;).

Το 1003 μία εξέγερση με επικεφαλής τον Άντελφερ κόμη του Αβελλίνο, έδιωξε τον Λανδούλφος Ε΄ και τον πατέρα του από το Μπενεβέντo. Οι πρίγκιπες δεν έμειναν όμως για πολύ εξόριστοι. Το 1005 τους βρίσκουμε πάλι να κυβερνούν από την πρωτεύουσά τους. Όμως η εξέγερση ήταν ένα κακό σημάδι: οι εμφύλιες αναταραχές αυξάνονταν στο πριγκιπάτο.

Έκανε τον γιο του Πανδόλφος Γ΄ συγκυβερνήτη στο Μπενεβέντο το 1012 ή περίπου εκεί. Δύο χρόνια αργότερα, ο πρεσβύτερος Πανδόλφος Β΄ απεβίωσε, αφήνοντας τον Λανδούλφος Ε΄ μοναδικό πρίγκιπα με τον γιο του. Αμέσως μετά το τέλος, οι πολίτες του Μπενεβέντο οδήγησαν μία εξέγερση κατά του Λανδούλφος Ε΄ και του Πανδόλφος Γ΄. Η εξέγερση, σε αντίθεση με την προηγούμενη του Άντελφερ, δεν κατάφερε να αποσπάσει τους πρίγκιπες από την εξουσία. Ωστόσο, οι πολίτες επέβαλαν παραχωρήσεις εξουσίας στους εαυτούς τους και στην αριστοκρατία της πόλης. Τα Χρονικά (Annales) λένε ότι "έγινε η πρώτη κοινότητα" (facta est communitas prima).

Ο Λανδούλφος Ε΄ αναγκάστηκε να υποταχθεί στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, της οποίας ο κατεπάνω της Ιταλίας Βασίλειος Βοϊωάννης είχε κτίσει την οχυρή πόλη της Τρόια κοντά. Το 1022 ο βασιλιάς Ερρίκος Β΄ της Γερμανίας ένωσε τον στρατό του με δύο άλλους στρατούς υπό τον Πόπο της Ακουιλέια και τον Πελεγρίνο της Κολωνίας στο Μπενεβέντο, το οποίο υποτάχθηκε μετά από μία γρήγορη πολιορκία. Από εκεί βάδισαν προς την Τρόια, αλλά δεν κατάφεραν να την πάρουν. Μετά την υποταγή στον βασιλιά, ο Λανδούλφος Ε΄ δεν αναφέρεται ξανά στις σελίδες της ιστορίας μέχρι το τέλος του. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Πανδόλφος Γ΄. Ο άλλος γιος του, ο Άτενουλφ, αργότερα εξελέγη ηγέτης των Νορμανδών στη Νότια Ιταλία.

Ακόμη περισσότερο από τη βασιλεία τού πατέρα του, ο Λανδούλφος Ε΄ γνώρισε την παρακμή τού πριγκιπάτου. Αναγκασμένο να υποταχθεί τόσο στον Αυτοκράτορα (στους Βυζαντινούς), όσο και στον βασιλιά Ερρίκο Β΄, το Μπενεβέντο δύσκολα θα μπορούσε πλέον να διεκδικήσει ακόμη και μία de facto ανεξαρτησία. Επιπλέον, ο Λανδούλφος Ε΄ στη μακρά περίοδο (47 χρόνια) της διακυβέρνησής του είδε τις απαρχές μίας Βυζαντινής αναζωπύρωσης στην Απουλία και την απάντηση των Λομβαρδών. Το Μπενεβέντο έκανε ό,τι μπορούσε για να είναι στη νικήτρια πλευρά και πρόσφερε στους αντι-Βυζαντινούς αντάρτες μόνο μυστική υποστήριξη. Με το τέλος του, το άλλοτε μεγάλο πριγκιπάτο είχε μειωθεί εδαφικά σε λίγο περισσότερο από την πόλη και την γύρω ύπαιθρό της.

Οικογένεια Επεξεργασία

Είχε τέκνα:

Πηγές Επεξεργασία

  • Caravale, Mario (επιμ.). Dizionario Biografico degli Italiani: LXIII Labroca – Laterza . Ρώμη, 2004.