Η Μαργαρίτα του Μπεάρν ή της Μονκάδα, γαλλ.: Margaret de Béarn ή Marguerite of Montcada (π. 1245–1250 - π. 1319) ήταν υποτελής στα βουνά των Πυρηναίων και στο νοτιοδυτικό τμήμα της σημερινής Γαλλίας. Κυβέρνησε ως υποκόμισσα του Μπεάρν, μετά τον πατέρα της, από το 1290, και ως κόμισσα του Μπιγκόρ, μετά την αδελφή της, από το 1310, σε συγκυβέρνηση με τον σύζυγό της και τους γιους της.

Μαργαρίτα της Μονκάδα
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1245 (περίπου)
Θάνατος1319 (περίπου)
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααντιβασίλισσα
Οικογένεια
ΣύζυγοςΡογήρος Βερνάρδος Γ΄ της Φουά
ΤέκναΓκαστόν Α΄ της Φουά
Μπρυνισέντε του Φουά
Constance de Foix[1]
Mathe de Foix
Marguerite de Foix
ΓονείςΓκαστόν Ζ΄ του Μπεάρν και Martha, Viscountess of Marsan
ΑδέλφιαMathe de Montcade
Κωνσταντίνα του Μπεάρν
Guillelme de Montcada
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμααντιβασιλιάς
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Καταγωγή

Επεξεργασία

Η Μαργαρίτα καταγόταν από ευγενή οικογένεια. Ήταν η δευτερότοκη κόρη του Γκαστόν Ζ΄ υποκόμη του Μπεάρν (1225 - 1290) και της κόμισσας του Μπιγκόρ, Mάρτας υποκόμισσας του Μαρσάν, [2] η οποία με τη σειρά της ήταν κόρη του Μπόζον του Mαρσάν, κόμη του Μπιγκόρ και της συζύγου του Πετρονίλας κόμισσας του Μπιγκόρ. Ο πατέρας της, Γκαστόν Ζ' του Μπεάρν, ήταν γιος του Γουλιέλμου Β', υποκόμη του Μπεάρν, [2] και της συζύγου του, Γκαρσέντας, κόρης του Αλφόνσου Β' της Προβηγκίας και της Γκαρσέντας του Φορκαλκιέ.

Ο γάμος της

Επεξεργασία

Το συμβόλαιο γάμου της Mαργαρίτας κανονίστηκε, όταν ήταν μόλις επτά ετών. Υπεγράφη στο Λαιράκ της Γαλλίας τον Οκτώβριο του 1252, και έγραφε ότι η Μαργαρίτα είχε σκοπό να παντρευτεί τον Ρογήρο-Βερνάρδο Γ΄ κόμη του Φουά, [2] αλλά ο γάμος πραγματοποιήθηκε μόλις δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 1267.

 
Το νέο οικόσημο Φουά-Μπεάρν του Ρογήρου-Βερνάρδου που έδειχνε τους Οίκους που ενώθηκαν με τον γάμο του με τη Mαργαρίτα. Τα λωρίδες αντιπροσωπεύουν τον Οίκο του Φουά, οι αγελάδες είναι του Οίκου του Μπεάρν.

Η ένωση ήταν πολιτικά επωφελής, καθώς δημιούργησε μία ισχυρή συμμαχία μεταξύ του Οίκου του Μπεάρν και των κομήτων του Φουά. [3] Από αυτόν τον γάμο, η Μαργαρίτα απέκτησε πέντε παιδιά.

Το 1290, όταν απεβίωσε ο πατέρας της, η Mαργαρίτα κληρονόμησε σημαντικά περιουσιακά στοιχεία, και ονομάστηκε ηγεμόνας και υποκόμισσα του Μπεάρν (μία ευθύνη που μοιραζόταν με τον σύζυγό της) και κράτησε αυτή τη θέση μέχρι το 1310, όταν διαδέχθηκε την αδελφή της Κωνστάνς (η οποία, με τη σειρά της, διαδέχτηκε τη μητέρα τους) ως κόμισσα του Μπγκόρ. Κράτησε αυτόν τον τίτλο μέχρι το τέλος της.

Το Μπεάρν δεν είχε μία απλή διαδοχή. Στη διαθήκη του, ο πατέρας της Mαργαρίτας, Γκαστόν Ζ΄, δήλωνε για πρώτη φορά ότι η Mαργαρίτα επρόκειτο να γίνει κληρονόμος του, κάτι που έγινε γενικά αποδεκτό, αν και όχι από την αδελφή της Mάτε και τον σύζυγό της Ζεράρ ΣΤ΄ του Αρμανιάκ. Αργότερα, πριν αποβιώσει, ο πατέρας της δήλωσε ότι κληρονόμος θα έπρεπε να είναι μία διαφορετική κόρη, η Γκυγιεμέτ, αλλά όταν ο πατέρας της Mαργαρίτας απεβίωσε το 1290, ο σύζυγός της Ρογήρος-Βερνάρδος κατέλαβε αμέσως τα εδάφη στο όνομά της. Στη συνέχεια, σε μία επίδειξη κυριαρχίας, ο Ρογήρος-Βερνάρδος άλλαξε το οικόσημο της οικογένειας, για να είναι ένας συνδυασμός σχεδίων τόσο από το Φουά όσο και από το Μπεάρν. Ο Ρογήρος-Βερνάρδος συνέχισε να είναι επιθετικός υποστηρικτής των αξιώσεων ιδιοκτησίας της συζύγου του, για όσο ζούσε.

Το 1293, μετά από τρία χρόνια ειρήνης, ο κουνιάδος της Mαργαρίτας (ο σύζυγος της Mάτε) Ζεράρ ΣΤ΄ αμφισβήτησε τελικά την ιδιοκτησία του Μπεάρν και ξεκίνησε έναν μακρύ πόλεμο με τον Ρογήρο-Βερνάρδο, για τα δικαιώματα των δύο αδελφών που ήταν γυναίκες τους. Με το τέλος του ρογήρου-Βερνάρδου το 1303, η Mαργαρίτα έγινε επίτροπος του Φουά για τον διάδοχό του, τον 13χρονο γιο της Γκαστόν Α΄ κόμη του Φουά, μέχρι που αυτός έφτασε στην ηλικία της ενηλικίωσης. [3]

Το Μπεάρν μετά τη Mαργαρίτα

Επεξεργασία
 
Νομίσματα που χρησιμοποιούνταν στο Μπεάρν (περί το 1200). Επιγρ.: + ONOR FORCHS, στο κέντρο PAX / COM[E] CENTVLLO, στο κέντρο +.

Κατά τη διάρκεια της εποχής της Μαργαρίτας, το Μπεάρν ήταν ένα κυρίαρχο πριγκιπάτο, που χρησιμοποιούσε τα δικά του νομίσματα και τη δική του γλώσσα, η οποία ήταν μία τοπική παραδοσιακή διάλεκτος Μπεαρνέζικη της παλαιάς οξιτανικής γλώσσας. [6] Το πριγκιπάτο κατά καιρούς επεκτάθηκε, για να συμπεριλάβει την Ανδόρα και τμήματα της Χώρας των Βάσκων, που τώρα βρίσκεται στη βόρεια Ισπανία και τη νότια Γαλλία.

Επειδή το Μπεάρν ήταν ένα ανεξάρτητο κράτος, αποτέλεσε αντικείμενο απόπειρας κατάληψης στο πέρασμα των αιώνων, έως ότου προσαρτήθηκε από τη Γαλλία το 1620, όταν ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΓ΄ βάδισε στην περιοχή με μεγάλο στρατό, κατέλαβε τα κτήματα των ευγενών και, καθισμένος στο νέο του Μπεαρνέζικο θρόνο, δήλωσε ότι τα εδάφη ήταν πλέον μέρος της Γαλλίας, τερματίζοντας έτσι την ανεξαρτησία του πριγκιπάτου. [6]

Βιβλιογραφικές αναφορές

Επεξεργασία
  1. Leo van de Pas: (Αγγλικά) Genealogics. 2003.
  2. 2,0 2,1 2,2 Lodge 1926, σελ. 15.
  3. 3,0 3,1 «Histoire des Comte de Foix». www.webcitation.org (στα Γαλλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2020. 
  4. 4,0 4,1 Viader 2003, σελ. 128.
  5. Johnston 2009, σελ. 60.
  6. 6,0 6,1 A. D. Lublinskaya, French Absolutism: The Crucial Phase, 1620–1629 (Cambridge University Press, 1968), pp. 170–73.
  • Johnston, επιμ. (2009). Medieval Conduct Literature: An Anthology of Vernacular Guides to Behaviour for Youths. Medieval Academy of America. 
  • Lodge, Eleanor C. (1926). Gascony under English Rule. Methuen & Co. Ltd. 
  • Viader, Roland (2003). L'Andorre du IXe au XIVe siècle: montagne, féodalité et communautés. Presses Universitairies du Mirail.