Παλαίμονας
Στην Αρχαία ελληνική μυθολογία ο Παλαίμων ή Παλαίμονας ή Μελικέρτης ήταν Βοιωτός ήρωας γιος του βασιλιά Αθάμαντα και της Ινώς, της κόρης του μυθικού ιδρυτή της Θήβας Κάδμου, ο αδελφός του ήταν ο Λέαρχος της Ινούς.[2] Η μητέρα του καταδιώχθηκε από τον σύζυγό της, του είχε ρίξει τρέλα η θεά Ήρα επειδή η Ινώ είχε αναθρέψει τον μικρό Διόνυσο. Η Ινώ έπεσε και αυτοκτόνησε στη θάλασσα με τον γιο της στην αγκαλιά από έναν ψηλό βράχο ανάμεσα στα Μέγαρα και την Κόρινθος. Ο Όμηρος σημειώνει ότι τα δύο πρόσωπα λατρεύτηκαν σαν θεότητες, η Ινώ ως Λευκοθέα και ο Μελικέρτης ως Παλαίμων.[3][4] Τα σώματα τους συνέλεξε ένα Δελφίνι και τα απόθεσε κάτω από μια βελανιδιά στον Ισθμό. Ο βασιλιάς Σίσυφος τα μετέφερε στην Κόρινθο όπου ίδρυσε προς τιμή του τον Ναό του Μελικέρτη, σε Κορινθιακά νομίσματα εμφανίζεται σαν ένα μικρό παιδί πάνω σε Δελφίνι με ουρά Τρίτωνα. Με εντολή του Σίσυφου οι Νηρηίδες ίδρυσαν προς τιμή του Μελικέρτη τους ετήσιους αγώνες Ίσθμια.[5]
Παλαίμονας | |
---|---|
Πληροφορίες ασχολίας | |
Οικογένεια | |
Γονείς | Αθάμας[1] και Ινώ[1] |
Αδέλφια | Λέαρχος της Ινούς |
Σχετικά πολυμέσα | |
Τέχνη
ΕπεξεργασίαΟ Παλαίμων εμφανίζεται για πρώτη φορά ως "φύλακας των πλοίων" στην τραγωδία που έγραψε ο Ευριπίδης Ιφιγένεια εν Ταύροις.[6] Την εποχή του Αυγούστου ταυτίζεται πολλές φορές με τον Πορτούνους, τον Ρωμαϊκό θεό των ασφαλή λιμανιών, τον μνημονεύει και ο Βιργίλιος στα Γεωργικά.[7] Ο Οβίδιος αναφέρει δύο φορές την αυτοκτονία της Ινώς με τον Μελικέρτη στην αγκαλιά της.[8] Ο Οβίδιος στο έργο του "Ημερολόγιο" αναφέρει δύο φορές τον Ισθμό χωρίς να τον κατονομάζει :
"Μιά στενή λωρίδα γης που απωθεί τις δίδυμες θάλασσες και μαστιγώνεται σε δύο πλευρές από νερά".
Σε μετέπειτα Λατινικά ποιήματα υπάρχουν αμέτρητες συσχετίσεις του Παλαίμωνα με το ιερό του Ισθμού χωρίς να υπάρχουν αρχαιολογικές ενδείξεις για λατρεία σε εποχές προ του Αυγούστου. Ο Γάιος Ιούλιος Υγίνος αναφέρει δυο φορές την Ινώ, την πρώτη έπεσε και αυτοκτόνησε στην θάλασσα με τον μικρότερο γιο που απέκτησε με τον Αθάμα Μελικέρτη, κατόπιν έγινε θεά.[9] Την δεύτερη ότι δολοφόνησε τον γιο της που απέκτησε με τον Αθάμα γιο του Αιόλου όταν δραπέτευσε από τον σύζυγο της.[10]
Λατρεία
ΕπεξεργασίαΔεν υπάρχει σαφής εξήγηση σχετικά με την προέλευση του ονόματος του Παλαίμωνα. Το όνομα του μεταφράζεται ως "παλαιστής" και είναι επίθετο του Ηρακλή, αναφέρεται πολλές φορές ως "Τύριος Ηρακλής" αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στα δύο πρόσωπα. Το όνομα του αναφέρεται και στους Φοίνικες ως "Καιγόμενος άρχοντας" αλλά δεν υπάρχει σύνδεση ανάμεσα σε έναν θεό του νερού με έναν θεό της φωτιάς. Οι Ρωμαίοι λάτρευαν τον Μελικέρτη ως Πορτούνους "θεό των λιμανιών" και έπαιρναν πολλές φορές αυτό το όνομα ως "Μελικέρτης" δηλαδή "αυτός που τρώει πολύ μέλι". Στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. ο Παυσανίας επισκέφτηκε το ιερό του Ποσειδώνα στα Ίσθμια και περιγράφει τον ναό του Παλαίμωνα :
"με πολλές προτομές του Ποσειδώνα, της Λευκοθέας και του Παλαίμονα. Στον ναό υπάρχει το ιερό των ιερών όπου λέγεται ότι εκεί ήταν ο τάφος του Παλαίμονα. Οι Κορίνθιοι έκαναν σε αυτό τον ιερότερο όρκο, δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να γλυτώσουν από αυτόν ή να κάνουν ψεύτικο όρκο. Στον ναό υπάρχει επίσης το ιερό των Κυκλώπων στο οποίο ορκίζονταν οι Κύκλωπες".[11]
Οι ναυτικοί επικαλούνταν τον Μελικέρτη και την Λευκοθέα για να τους προστατέψουν από τους κινδύνους της θάλασσας.[12] Δεν είναι βέβαιο ότι η θεότητα του Μελικέρτη είναι Ελληνικής προέλευσης, υπάρχουν πιθανότητες να είναι Φοινικικής, στις ανθρωποθυσίες παιδιών στην Τένεδο επικαλούνται το όνομα του. Υπάρχουν κάποιες πιθανότητες η μορφή του μύθου να σχετίζεται με ανθρωποθυσίες παιδιών στην βαθύτατη αρχαιότητα. Οι ανασκαφές στα Ίσθμια (1956) ανακάλυψαν ένα μικρό κυκλικό Ρωμαικό ιερό που εμφανίζεται στα Ρωμαϊκά νομίσματα της εποχής. Τα θεμέλια του δείχνουν ότι οικοδομήθηκε πάνω σε ένα παλιότερο ιερό που χρονολογείται τον 5ο αιώνα π.Χ., η λατρεία γινόταν με καντήλια λαδιού.[13]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 «Melicertes» (Αγγλικά)
- ↑ Γάιος Ιούλιος Υγίνος, Fabulae 1, 2 & 224
- ↑ Όμηρος, Οδύσσεια, 5.333
- ↑ Γάιος Ιούλιος Υγίνος, Fabulae 2, 4 & 224
- ↑ Γάιος Ιούλιος Υγίνος, Fabulae 273
- ↑ Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Ταύροις, 270
- ↑ Βιργίλιος, Γεωργικά, 1.436–7
- ↑ Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, 4.416
- ↑ Γάιος Ιούλιος Υγίνος, Fabulae 224
- ↑ Γάιος Ιούλιος Υγίνος, Fabulae 239 & 243
- ↑ The Greek Anthology. Loeb Classical Library. Vol. I. nr. 164, 223, 348
- ↑ Will, Edouard (1955). Korinthiaka
- ↑ Broneer, Oscar (1958). "Excavations at Isthmia: Third Campaign, 1955-1956". Hesperia. 27 (1): 1–37
Πηγές
Επεξεργασία- Emmy Patsi-Garin: Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. οίκος «Χάρη Πάτση», Αθήνα 1969
- Euripides, The Complete Greek Drama, edited by Whitney J. Oates and Eugene O'Neill, Jr. in two volumes. 1. Iphigenia in Tauris, translated by Robert Potter. New York. Random House. 1938.
- Euripides, Euripidis Fabulae. vol. 2. Gilbert Murray. Oxford. Clarendon Press, Oxford. 1913.
- Fontenrose, Joseph Eddy, Python: A Study of Delphic Myth and Its Origins, University of California Press, 1959.
- Fowler, R. L. (2013), Early Greek Mythography: Volume 2: Commentary, Oxford University Press, 2013.
- Gaius Julius Hyginus, Fabulae from The Myths of Hyginus translated and edited by Mary Grant. University of Kansas Publications in Humanistic Studies.
- Homer, The Odyssey with an English Translation by A.T. Murray, PH.D. in two volumes. Cambridge, MA., Harvard University Press; London, William Heinemann, Ltd. 1919.
- Publius Ovidius Naso, Fasti translated by James G. Frazer. Online version at the Topos Text Project.
- Publius Ovidius Naso, Fasti. Sir James George Frazer. London; Cambridge, MA. William Heinemann Ltd.; Harvard University Press. 1933. Latin text available at the Perseus Digital Library.
- Publius Ovidius Naso, Metamorphoses translated by Brookes More (1859-1942). Boston, Cornhill Publishing Co. 1922. Online version at the Perseus Digital Library.
- Publius Ovidius Naso, Metamorphoses. Hugo Magnus. Gotha (Germany). Friedr. Andr. Perthes. 1892. Latin text available at the Perseus Digital Library.
- Publius Vergilius Maro, Bucolics, Aeneid, and Georgics of Vergil. J. B. Greenough. Boston. Ginn & Co. 1900. Online version at the Perseus Digital Library.