Το ναυτικό δάνειο, λεγόμενο και ναυτοδάνειο, είναι ένα ιδιαίτερο είδος δανειακής συναλλαγής που ουδεμία σχέση έχει με το κοινό δάνειο. Η ουσιαστική νομική διαφορά του είναι ότι το δανειζόμενο χρηματικό ποσό συνδέεται είτε με το πλοίο, είτε με το μεταφερόμενο φορτίο πλοίου - εμπόρευμα, είτε και με τα δύο (μικτό), ακολουθώντας την τύχη αυτών, όπου και χαρακτηρίζεται αντίστοιχα σε "θαλασσοδάνειο", ή "φορτοδάνειο" (περίπτωση μόνο για φορτίο).
Σημαντική επίσης διαφορά είναι ότι η εξόφληση αυτού δεν εξαρτάται από την παρέλευση κάποιου προκαθορισμένου χρόνου, αλλά αντίθετα από την αίσια άφιξη του πλοίου. ή του φορτίου ή πλοίου και φορτίου στον λιμένα προορισμού της ναυτικής δανειακής σύμβασης.

Ελληνική τριήρης (με φανταστική απεικόνιση εμβόλου)

Το ναυτοδάνειο ήταν ήδη γνωστό από την αρχαιότητα, ακολουθώντας την ανάπτυξη της ναυτιλίας των αρχαίων Ελλήνων όπου και φέρεται ιστορικά ως δική τους επινόηση. Η πλήρης διαμόρφωσή του συνέβη στην κλασική περίοδο όπως τούτο αποκαλύπτεται από τους λόγους Ελλήνων ρητόρων της εποχής όπως στη του Δημοσθένη προς Ζηνόθεμιν παραγραφή στην οποία γίνεται παρουσίαση του θεσμού "ναυτικά δανείσματα". Ακολουθεί η παρουσία του στο Νόμο των Ροδίων για να μεταλαμπαδευτεί στο Ρωμαϊκό Δίκαιο όπου από τους Πανδέκτες πέρασε στους μεσαιωνικούς κώδικες και στις νεότερες ευρωπαϊκές νομοθεσίες.

Σημειώνεται ότι κατά την ελληνική αρχαιότητα η χρήση του ναυτοδανείου ήταν ευρύτατα διαδεδομένη καθώς ο θεσμός της ασφάλισης ήταν ακόμα άγνωστος ακόμα και μέχρι τον μεσαίωνα με συνέπεια τούτο να αποτελεί τη σπουδαιότερη πράξη του κατά θάλασσα εμπορίου και παρά την τότε σημειούμενη αντίδραση της Καθολικής Εκκλησίας στην είσπραξη τόκων.
Στη σύγχρονη όμως εποχή με την ανάπτυξη της ασφάλισης ως τελείως ανεξάρτητης σύμβασης άρχισε να υποχωρεί ο θεσμός του ναυτικού δανείου στην έκταση που αυτό συνομολογούταν. Παρά ταύτα μέχρι τον προηγούμενο αιώνα συνέχιζε να υφίσταται, ειδικότερα όταν ο Πλοίαρχος του πλοίου έπρεπε να βρει χρήματα για να αντιμετωπίσει μια έκτακτη ανάγκη (π.χ. επισκευή, αντικατάσταση υλικών κ.λπ.) σε ξένο λιμένα, μακριά από τους πλοιοκτήτες και φορτωτές όπου και η επικοινωνία μ΄ αυτούς ήταν αδύνατη.

Στην ελληνική νομοθεσία το ναυτικό δάνειο προβλεπόταν στα άρθρα 451-462 του παλαιού Εμπορικού Νόμου, καθώς και στο νόμο "Περί θαλασσίας εμπορίας" όπως είχε τροποποιηθεί με τον ν. ΓΨΙΖ/1910 που επέτρεπε τη σύναψή του εκ μέρους του πλοιάρχου. Από της εφαρμογής όμως του Κ.Ι.Ν.Δ. που επικυρώθηκε δια του ν.3816/1958, τούτο καταργήθηκε (η σύναψη από τον πλοίαρχο). Αντ΄ αυτού θεσπίστηκαν ως όργανα ναυτικής πίστης: α) την πιστωτική μεταβίβαση της κυριότητας του πλοίου, β) την ναυτική υποθήκη και γ) το ναυτικό δάνειο της πλοιοκτησίας, αντί του πλοιάρχου "ως ουδένα πλέον εξυπηρετούν σκοπόν", όπως αναφέρθηκε στην εισηγητική έκθεση της συντακτικής επιτροπής του Κ.Ι.Ν.Δ.

Πηγές Επεξεργασία

  • "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.19ος, σελ.379.
  • Κωνσταντίνος Καραβάς, Ελληνικόν Ναυτικόν Δίκαιον, τόμ. Α΄Θεσσαλονίκη 1956
  • "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" τομ.Γ΄ (συμπλήρωμα), σελ.797.