Πατριάρχης Νικόλαος Α΄ ο Μυστικός
Ο Νικόλαος Α' ο Μυστικός (852 - 11 Μαΐου 925) ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Νικόλαος Α' | |
---|---|
Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως | |
Από | Μάρτιος 901 |
Έως | Φεβρουάριος 907 και από Μάιο 912 έως 11 Μαΐου 925 |
Προκάτοχος | Πατριάρχης Αντώνιος Β΄ ο Καυλέας Πατριάρχης Ευθύμιος Α΄ |
Διάδοχος | Πατριάρχης Ευθύμιος Α΄ Πατριάρχης Στέφανος Β΄ |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 852 Κωνσταντινούπολη |
Θάνατος | 11 Μαΐου 925 (73 ετών) Κωνσταντινούπολη |
Βιογραφία
ΕπεξεργασίαΓεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη το 852. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Κάτω Ιταλίας. Μαθήτευσε δίπλα στον Φώτιο, του οποίου ήταν και συγγενής. Ήταν συμμαθητής με τον αυτοκράτορα Λέοντα τον Σοφό και διετέλεσε προσωπικός σύμβουλος (μυστικός) του. Το 901 έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Κατά τη διάρκεια της Πατριαρχίας του εξάσκησε χρέη αντιβασιλέα[1], αναδιοργανώθηκαν τα «Θέματα» και το Οικουμενικό Πατριαρχείο περιελάμβανε 624 Μητροπόλεις και επισκοπές[2].
Σύντομα ο Νικόλαος ήρθε σε σύγκρουση με τον Αυτοκράτορα Λέοντα, καθώς αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον τέταρτο γάμο του με την ερωμένη του Ζωή Καρβουνοψίνα, φθάνοντας στο σημείο να τον αφορίσει, καθαιρώντας και τον ιερέα που είχε τελέσει το μυστήριο. Δέχτηκε δε να βαφτίσει τον νεογέννητο γιο τους, Κωνσταντίνο, μόνο υπό τον όρο να απομακρυνθεί από την Αυλή η αυτοκρατορική παλλακίδα Ζωή[3]. Αρχικά ο Νικόλαος ήταν έτοιμος να αναγνωρίσει τον γάμο «κατ' οικονομία». Αλλά οι μοναχοί, με σύμμαχο τον αρχιεπίσκοπο Καισαρείας Αρέθα, ερέθισαν την κοινή γνώμη και απομάκρυναν το ενδεχόμενο αποδοχής μιας εξαίρεσης. Έτσι, την ημέρα των Χριστουγέννων του 906, ο Πατριάρχης έκλεισε τις πόρτες του Ναού της Αγίας Σοφίας στο πρόσωπο του Αυτοκράτορα[3].
Κατόπιν αυτού, ο Αυτοκράτορας έστειλε απεσταλμένους στον Πάπα Σέργιο Γ΄ και τους Πατριάρχες της Ανατολής, για να ζητήσει την άποψή τους επί του θέματος του τέταρτου γάμου, γνωρίζοντας ότι στη Δύση δεν υπήρχε τέτοιος περιορισμός. Όταν, το 907, η θετική απάντηση του Πάπα ήταν καθοδόν, ο Αυτοκράτορας συνέλαβε τον Νικόλαο, ο οποίος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση[4] και περιορίσθηκε στη Μονή των Γαλακρηνών. Ο Αυτοκράτορας όμως πριν τον θάνατό του συμφιλιώθηκε με τον Νικόλαο, τον οποίο και επανέφερε στον πατριαρχικό θρόνο το 912.
Κατά την δεύτερη πατριαρχία του, προσπάθησε να ξανακερδίσει τον έλεγχο της Εκκλησίας, καθαιρώντας επισκόπους που είχαν χειροτονηθεί από τον Ευθύμιο, αλλά πολλοί εξ αυτών αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τις επισκοπές τους και συνασπίστηκαν εναντίον του υπό τον Καισαρείας Αρέθα. Δημιουργήθηκε αναταραχή, η οποία εντάθηκε όταν ο Νικόλαος διέκοψε τις σχέσεις του με τη Ρώμη[5].
Μετά το θάνατο του διαδόχου του Λέοντα και προστάτη του, Αλεξάνδρου, διορίστηκε επίτροπος, μαζί με άλλους τέσσερις, του ανήλικου Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου. Ως πρόεδρος της Αντιβασιλείας αυτής, ο Νικόλαος χρησιμοποίησε τη δύναμη του. Κατέστειλε μια εξέγερση, την οποία αρχικά θεωρήθηκε ότι ενθάρρυνε. Πήρε την πρωτοβουλία να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τον ηγεμόνα των Βουλγάρων Συμεών, ο οποίος διεξήγαγε απανωτούς πολέμους με την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Προκειμένου να επιτευχθεί ειρήνη, τον έστεψε εκτός των τειχών της Κωνσταντινούπολης[6] με αυτοσχέδιο στέμμα και του υποσχέθηκε ότι ο νεαρός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος θα παντρευτεί την κόρη του[5]. Μέσα σε οκτώ μήνες όμως έγινε αντιδημοφιλής και τον Φεβρουάριο του 914 μια συνωμοσία τον απομάκρυνε από την Αντιβασιλεία, η οποία πέρασε στα χέρια της μητέρας του Αυτοκράτορα, Ζωής. Η Ζωή θέλησε να αποκαταστήσει στο θρόνο τον Ευθύμιο, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Έτσι, διατήρησε απρόθυμα τον Νικόλαο, περιορίζοντάς τον μόνο σε εκκλησιαστικές υποθέσεις. Ο Ρωμανός Λεκαπηνός, ο οποίος κατέλαβε την εξουσία το 920, κράτησε τον Νικόλαο αυστηρά υπό τον έλεγχό του, αν και μερικές φορές τον συμβουλευόταν σε διπλωματικά θέματα[5].
Το 920 συνεκλήθη Σύνοδος, για να ενώσει την Εκκλησία. Οι αποφάσεις της, που εκδόθηκαν στον Ενωτικό Τόμο, ανέθεταν τον έλεγχο της νομοθεσίας του γάμου στην Εκκλησία και καταδίκαζαν τον τέταρτο γάμο. «Κατ' οικονομία» νομιμοποιήθηκε η θέση του νεαρού Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, όπως και οι κληρικοί και οπαδοί του Ευθυμίου που είχαν συγχωρήσει τον τέταρτο γάμο του Λέοντα. Το 923, ο Νικόλαος αποκατέστησε και τις σχέσεις με τη Ρώμη, ισχυριζόμενος, χωρίς όμως καμία απόδειξη, ότι ο Πάπας είχε αποδεχτεί τον Ενωτικό Τόμο[7].
Με επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Αλανίας, του συνιστούσε να αντιμετωπίζει με επιείκια το έθιμο της πολυγαμίας των Αλανών, ειδικά για μέλη της ανώτερης τάξης «οι οποίοι έχουν μεγάλη δύναμη[8]». Άλλες επιστολές του μαρτυρούν έντονο ενδιαφέρον του για το ιεραποστολικό έργο[9] στην περιοχή της Χερσώνας[10]. Διασώζεται επίσης επιστολή του προς τον χαλίφη των Σαρακηνών Μουταντίρ με σπάνιας ευφυΐας διατυπώσεις:
Οι δύο δυνάμεις ολόκληρου του σύμπαντος, η δύναμη των Σαρακηνών και αυτή των Ρωμαίων, ξεχωρίζουν και ακτινοβολούν όπως τα δύο μεγάλα φωτεινά σώματα του ουράνιου θόλου. Γι'αυτόν και μόνο τον λόγο θα πρέπει να ζήσουμε μαζί σαν αδέλφια, αν και διαφέρουμε στα έθιμα, στη συμπεριφορά και στη θρησκεία[11].
Επί των ημερών της Πατριαρχίας του, η δικαιοδοσία του Πατριαρχείου περιελάμβανε 624 μητροπόλεις και επισκοπές[2]. Απεβίωσε στις 11 Μαΐου 925 και ετάφη στη Μονή Γαλακρηνών. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και τιμά τη μνήμη του στις 16 Μαΐου.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, Αθήνα 2009, ISBN 978-960-19-0326-2, σελ.157
- ↑ 2,0 2,1 Αριστείδης Πανώτης (2008). Το Συνοδικόν της εν Ελλάδι Εκκλησίας. A. Εκδόσεις Σταμούλη. σελ. 307. ISBN 978-960-8116-17-7.
- ↑ 3,0 3,1 Steven Runciman (2005). Η Βυζαντινή Θεοκρατία. Εκδόσεις Δόμος. σελίδες 100. ISBN 9607217225.
- ↑ Steven Runciman (2005). Η Βυζαντινή Θεοκρατία. Εκδόσεις Δόμος. σελίδες 101. ISBN 9607217225.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 Steven Runciman (2005). Η Βυζαντινή Θεοκρατία. Εκδόσεις Δόμος. σελίδες 102. ISBN 9607217225.
- ↑ Cyril Mango (2006). «Κεφ.7: Η Μεσαιωνική Αυτοκρατορία (780-1204)». Ιστορία του Βυζαντίου. Εκδόσεις Νεφέλη. σελ. 239. ISBN 9602117427.
- ↑ Steven Runciman (2005). Η Βυζαντινή Θεοκρατία. Εκδόσεις Δόμος. σελίδες 103. ISBN 9607217225.
- ↑ Cyril Mango (2006). «Κεφ.9: Διαδίδοντας τον Λόγο του Θεού:Οι βυζαντινές ιεραποστολές». Ιστορία του Βυζαντίου. Εκδόσεις Νεφέλη. σελ. 322. ISBN 9602117427.
- ↑ Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ (1988). «Κεφ.2: Ο Εθνικισμός». Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εκδόσεις Ψυχογιός. σελίδες 57-58. ISBN 9789607020710.
- ↑ Cyril Mango (2006). «Κεφ.9: Διαδίδοντας τον Λόγο του Θεού:Οι βυζαντινές ιεραποστολές». Ιστορία του Βυζαντίου. Εκδόσεις Νεφέλη. σελ. 329. ISBN 9602117427.
- ↑ Cyril Mango (2006). «Κεφ.4: Η άνοδος του Ισλάμ». Ιστορία του Βυζαντίου. Εκδόσεις Νεφέλη. σελ. 180. ISBN 9602117427.
Πηγές
Επεξεργασία- Οικουμενικό Πατριαρχείο Αρχειοθετήθηκε 2010-06-16 στο Wayback Machine.
- Βασιλική Βλυσίδου, «Σχετικά με τα αίτια της εκθρόνισης του πατριάρχη Νικολάου Α' Μυστικού (907)», Βυζαντινά Σύμμεικτα, τόμ. 11 (1997), σελ. 23-36
- Steven Runciman (2005). Η Βυζαντινή Θεοκρατία. Εκδόσεις Δόμος. ISBN 9607217225.
- Cyril Mango (2006). Ιστορία του Βυζαντίου. Εκδόσεις Νεφέλη. ISBN 9602117427.
- Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ (1988). Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εκδόσεις Ψυχογιός. ISBN 9789607020710.