Σε παλαιότερα δυτικά ιστορικά κείμενα, ο όρος Σαρακηνοί χρησιμοποιούνταν για τους Άραβες από την Ύστερη Αρχαιότητα. Κατά το Μεσαίωνα επεκτάθηκε εν γένει στους Μουσουλμάνους ιδιαίτερα στα πλαίσια των πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ Βυζαντίου και των χαλιφάτων των Ομεϋαδών και Αββασιδών, αλλά και κατά τις Σταυροφορίες για να δηλώσει τους Άραβες, Κούρδους, Τούρκους, Πέρσες, κλπ. αντιπάλους των χριστιανικών κρατών.

Ο όρος Σαρακηνοί είναι ελληνικός και προέρχεται από την αραβική λέξη شرقيين sharqiyyin («ανατολίτες»), ενώ από τον ελληνικό όρο προέρχονται οι αντίστοιχοι όροι στις πλείστες (τουλάχιστον) ευρωπαϊκές γλώσσες. Κατά τους πρώτους αιώνες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας οι Σαρακηνοί ήταν νομαδική αραβική φυλή από τη Χερσόνησο του Σινά, αλλά αργότερα οι ελληνόφωνοι της αυτοκρατορίας χρησιμοποίησαν τον όρο αναφερόμενοι σε όλους τους Άραβες. Μετά την εξάπλωση του Ισλάμ, και ιδιαίτερα τον καιρό των Σταυροφοριών, ο όρος επεκτάθηκε για όλους τους μουσουλμάνους, κυρίως για εκείνους που ήταν στη Σικελία και τη νότια Ιταλία.[1]

Στα χριστιανικά κείμενα το όνομα σήμαινε «αυτοί που δεν έχουν Σάρα» ή «όχι από τη Σάρα», καθώς οι Άραβες, σύμφωνα με τη γενεαλογία της Βίβλου, κατάγονταν από την Άγαρ και για αυτό λέγονταν και Αγαρηνοί. Σύμφωνα με τον αρθουριανό κύκλο, το όνομα προέρχεται από το Σάρας, ένα σημαντικό νησί στην αναζήτηση του Άγιου Δισκοπότηρου.

Ο Ιωάννης Δαμασκηνός, κάτοικος της πρωτεύουσας του χαλιφάτου, περιέγραψε τους Σαρακηνούς στις αρχές του 8ου αιώνα:

«Έστι δε και η μέχρι του νυν κρατούσα λαοπλάνος θρησκεία των Ισμαηλιτών, πρόδρομος ούσα του Αντιχρίστου. Κατάγεται δε από Ισμαήλ, του εκ της Αγάρ τεχθέντος τω Αβραάμ, διόπερ Αγαρηνοί και Ισμαηλίται προσαγορεύονται. Σαρακηνούς δε αυτούς καλούσιν, ως εκ της Σάρρας κενούς...»
Στην συνέχεια γράφει ότι αυτοί οι Αγαρηνοί – εννοεί προφανώς τους Άραβες – έγιναν ειδωλολάτρες και προσκύνησαν το φωτεινό αστέρι Αφροδίτη, οπότε «έως μεν, ουν των Ηρακλείου χρόνων προφανώς ειδωλολάτρουν», μετά όμως την εμφάνιση του «Μαμέδ», δηλαδή του Μωάμεθ, ο οποίος μελέτησε την Παλαιά και Καινή Διαθήκη «ομοίως δήθεν Αρειανώ προσομιλήσας μοναχώ, ιδίαν συνεστήσατο αίρεσιν».[2] (Γένεσις xxi. 10, 14).

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Where's Where: A Descriptive Gazetteer. London: Eyre Methuen Ltd. 1974. ISBN 0-413-32290-4. 
  2. Το απόσπασμα είναι από την Εφημερίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου Εκκλησιαστική Παρέμβαση Αρχειοθετήθηκε 2007-09-28 στο Wayback Machine.