Ντάμα πίκα (Πούσκιν)

Νουβέλα του Αλεξάντρ Πούσκιν

Ντάμα πίκα (ρωσικός τίτλος: «Пиковая дама) είναι νουβέλα με υπερφυσικά στοιχεία του Αλεξάντρ Πούσκιν που γράφτηκε το φθινόπωρο του 1833 και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο λογοτεχνικό περιοδικό Biblioteka dlya chteniya τον Μάρτιο του 1834.[1]

Ντάμα πίκα
ΣυγγραφέαςΑλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν
ΤίτλοςПиковая дама
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1833
Ημερομηνία δημοσίευσης1834
Μορφήδιήγημα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η ιστορία χρησίμευσε ως βάση για όπερες, με πιο διάσημη τη Ντάμα πίκα (1890) του Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι. [2] Έχει διασκευαστεί πολλές φορές για το θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο.[3]

Κύριοι χαρακτήρες Επεξεργασία

  • Κόμισσα Άννα Φεδόντοβνα: κεντρικός χαρακτήρας της πλοκής. Κατά τη διάρκεια μιας παραμονής στην αυλή του Λουδοβίκου ΙΕ', η ηλικιωμένη γυναίκα έμαθε έναν μυστικό συνδυασμό που της επέτρεπε να κερδίζει στα χαρτιά.
  • Έρμαν: νεαρός Γερμανός αξιωματικός. Ανακαλύπτει το μυστικό της κόμισσας αλλά καταλήγει θύμα της απληστίας του.
  • Λιζαβέτα Ιβάνοβνα: Συνοδός της κόμισσας. Ερωτεύεται τον Έρμαν, ο οποίος τη χρησιμοποιεί για να μάθει το μυστικό της κυρίας της.
  • Τόμσκι: αξιωματικός, φίλος του Έρμαν. Εγγονός της κόμισσας, διηγείται στον Έρμαν την ιστορία της γιαγιάς του.
  • Ναρούμοφ: υπολοχαγός των φρουρών. Φίλος του Έρμαν και του Τόμσκι, η ιστορία ξεκινά από το σπίτι του.

Υπόθεση Επεξεργασία

Η ιστορία ξεκινά μια χειμωνιάτικη νύχτα στη Μόσχα στο σπίτι του υπολοχαγού Ναρούμοφ, όπου πέντε νέοι αξιωματικοί περνούν την ώρα τους παίζοντας χαρτιά. Ανάμεσά τους βρίσκεται ο γερμανικής καταγωγής Έρμαν, νεαρός αξιωματικός του Αυτοκρατορικού Ρωσικού Στρατού. Είναι εγκρατής, παρακολουθεί συνεχώς τους άλλους να στοιχηματίζουν, αλλά ποτέ δεν παίζει ο ίδιος, θεωρώντας ότι ο κίνδυνος είναι πολύ μεγάλος. Ο αξιωματικός Τόμσκι αφηγείται μια ιστορία που συνέβη στη γιαγιά του, την ηλικιωμένη κόμισσα Άννα Φεδόντοβνα. Πριν από πολλά χρόνια, στη Γαλλία, έχασε μια περιουσία παίζοντας φαραώ και όταν ο σύζυγός της αρνήθηκε να πληρώσει, έμαθε μια μυστική στρατηγική από τον διαβόητο και μυστηριώδη χαρτοπαίκτη κόμη του Σεντ Ζερμέν και κέρδισε τα χρήματα πίσω. Ο Έρμαν, αρχικά δύσπιστος, αποκτά εμμονή με την απόκτηση του μυστικού.[4]

 
Ντάμα πίκα, Αλεξάντρ Μπενουά (1911)

Η κόμισσα, που είναι τώρα 87 ετών, έχει μια νεαρή συνοδό, τη Λιζαβέτα Ιβάνοβνα. Ο Έρμαν αρχίζει να στέλνει ερωτικά γράμματα στην κοπέλα, τη σαγηνεύει και την πείθει να τον αφήσει να μπει στο σπίτι. Εκεί, ο νεαρός συναντά την κόμισσα στο δωμάτιό της και της ζητά το μυστικό. Αυτή αρχικά του λέει ότι η ιστορία ήταν ένα αστείο, αλλά ο Έρμαν αρνείται να την πιστέψει. Επαναλαμβάνει την απαίτησή του, αλλά εκείνη δεν μιλάει. Βγάζει ένα πιστόλι και την απειλεί και η ηλικιωμένη κυρία πεθαίνει από τον τρόμο. Στη συνέχεια, ο Έρμαν καταφεύγει στο διαμέρισμα της Λιζαβέτας στο ίδιο κτίριο και της ομολογεί ότι τρόμαξε μέχρι θανάτου την κόμισσα με το πιστόλι του, αν και δεν είχε σκοπό να τη σκοτώσει, το πιστόλι δεν ήταν γεμάτο. Φεύγει από το σπίτι με τη βοήθεια της Λιζαβέτας, η οποία αηδιάζει όταν καταλαβαίνει ότι οι όρκοι αγάπης του ήταν ψεύτικοι και τη χρησιμοποίησε ως δόλωμα για την απληστία του.[5]

Ο Έρμαν παρευρίσκεται στην κηδεία της κόμισσας και τρομοκρατείται βλέποντας το πτώμα να ανοίγει τα μάτια στο φέρετρο και να τον κοιτάζει. Αργότερα το ίδιο βράδυ, εμφανίζεται το φάντασμα της κόμισσας και του αποκαλύπτει τα μυστικά τρία φύλλα (τρία, επτά, άσσος), του λέει επίσης ότι πρέπει να παίζει μόνο το ένα κάθε βράδυ και μετά τον διατάζει να παντρευτεί τη Λιζαβέτα και να μην ξαναπαίξει ποτέ. Ο Έρμαν πηγαίνει με όλες τις οικονομίες του σε μια χαρτοπαικτική λέσχη, όπου πλούσιοι παίζουν φαραώ με υψηλά πονταρίσματα. Την πρώτη νύχτα τα ποντάρει όλα στο τρία και κερδίζει. Τη δεύτερη νύχτα, κερδίζει με το επτά. Την τρίτη νύχτα, ποντάρει στον άσσο - αλλά όταν εμφανίζονται τα χαρτιά, διαπιστώνει ότι έχει ποντάρει στη ντάμα πίκα (ντάμα μπαστούνι) και όχι στον άσσο και χάνει τα πάντα. Όταν η ντάμα πίκα φαίνεται να του κλείνει το μάτι, μένει έκπληκτος από την αξιοσημείωτη ομοιότητά της με τη γριά κόμισσα και φεύγει τρομαγμένος.

Σε έναν σύντομο επίλογο, ο Πούσκιν γράφει ότι η Λιζαβέτα παντρεύτηκε τον γιο του πρώην διαχειριστή της κόμισσας, έναν κρατικό αξιωματούχο με καλό μισθό. Ο Έρμαν, όμως, τρελάθηκε και τον έκλεισαν στο ψυχιατρείο. Έχει εγκατασταθεί στο δωμάτιο 17, δεν απαντά σε ερωτήσεις, αλλά απλώς μουρμουρίζει με ασυνήθιστη ταχύτητα: «Τρία, επτά, άσσος! Τρία, επτά, ντάμα!»

Σχόλιο Επεξεργασία

Σύμφωνα με τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, η νουβέλα του Πούσκιν αντιπροσωπεύει ένα «αριστούργημα της λογοτεχνίας του φανταστικού». Ενώ οι αναγνώστες μπορεί να πιστεύουν ότι το όραμα της κόμισσας που εμφανίζεται στον Έρμαν ήταν απλώς μια οπτασία, στο τέλος της ιστορίας, ο Πούσκιν δεν δίνει οριστική απάντηση, αφήνοντας τον αναγνώστη να επιλέξει ανάμεσα σε μια ρεαλιστική ή υπερφυσική ερμηνεία του γεγονότος. Οι κριτικοί προσπάθησαν να απαντήσουν σ' αυτό το ερώτημα χρησιμοποιώντας μια ποικιλία κρυπτογραφικών ενδείξεων μέσα στο κείμενο και πολλές πιθανές ερμηνείες έχουν διατυπωθεί για το λάθος του Έρμαν με το τελευταίο φύλλο.[1]

Διασκευές Επεξεργασία

Η ιστορία χρησίμευσε ως βάση για τις όπερες Ντάμα πίκα (1890) του Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι. [2] La dame de pique (1850) του Γάλλου συνθέτη Φρομεντάλ Αλεβί και την ομώνυμη οπερέτα σε γερμανικό λιμπρέτο (1864) του Φραντς φον Σουπέ. Έχει διασκευαστεί πολλές φορές για το θέατρο [6] την τηλεόραση και τον κινηματογράφο από την εποχή του βωβού [7]έως την εποχή μας.[8]

Μεταφράσεις στα ελληνικά Επεξεργασία

  • Ντάμα πίκα, μετάφραση: Στράτος Κακαδέλης, εκδόσεις Ερατώ, 1998
  • Ντάμα πίκα, μετάφραση: Νίκος Δημητρίου, εκδόσεις Πατάκης, 2014 [9]

Παραπομπές Επεξεργασία