Οι ξεριζωμένοι (μυθιστόρημα)

μυθιστόρημα του Μωρίς Μπαρές

Οι ξεριζωμένοι (γαλλικός τίτλος: Les Déracinés) είναι μυθιστόρημα του Μωρίς Μπαρές, που εκδόθηκε το 1897. Είναι το πρώτο βιβλίο της τριλογίας Το μυθιστόρημα της εθνικής ενέργειας, ακολουθούν τα μυθιστορήματα Η έκκληση στον στρατιώτη (1900) και Οι φιγούρες τους (1902).[1]

Οι ξεριζωμένοι
Εξώφυλλο έκδοσης του 1897
ΣυγγραφέαςΜωρίς Μπαρές
Ημερομηνία δημοσίευσης1897
Μορφήμυθιστόρημα
Επόμενοd:Q115052367

Είναι έργο δομημένο ως κοινωνική τοιχογραφία, όπου ο συγγραφέας σκηνοθετεί φανταστικούς χαρακτήρες μεταξύ ιστορικών προσώπων, για να δώσει την άποψή του για τη Γαλλία της εποχής του.[2]

Υπόθεση Επεξεργασία

Για επτά μαθητές σε επαρχιακό λύκειο του Νανσί, στην περιφέρεια της Λωρραίνης, η σχολική χρονιά 1879-1880 ήταν αποφασιστική: σ' αυτούς τους νεαρούς με πολύ διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες που ήταν πρόθυμοι για νέες ιδέες, ο νέος καθηγητής φιλοσοφίας Πωλ Μπουτεγιέ - που συμπυκνώνει όλα όσα μισεί ο συγγραφέας: πιστεύει στην Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία, είναι θετικιστής, οπαδός του Λεόν Γκαμπετά και κυρίως θαυμαστής του Καντ - ασκεί μια αυξανόμενη γοητεία προσπαθώντας να ενσταλάξει στους μελλοντικούς αποφοίτους του αυστηρότητα και συλλογικό ενδιαφέρον για τον γαλλικό πολιτισμό. Εξυψώνει το ηθικό τους μιλώντας τους για τον Βικτόρ Ουγκώ, τον ήρωα της εποχής, και τους διαμορφώνει ιδέες επηρεασμένος ο ίδιος από τον Καντ. Τους αποκαλύπτει τη φιλοδοξία.[3]

Με την πολιτική του δράση, ο Μπουτεγιέ αποκτά μια θέση καθηγητή σ' ένα μεγάλο λύκειο στο Παρίσι, σύμβολο της δημοκρατικής και κοινωνικής επιτυχίας εκείνη την εποχή, σύμφωνα με τον Μπαρές. Φεύγοντας, καλεί όσους από τους μαθητές του θα πήγαιναν για σπουδές στο Παρίσι να τον συναντήσουν.

Η ομάδα των φίλων αποφασίζει να αφήσει την πατρίδα για το Παρίσι για σπουδές. Άλλοι σπουδάζουν ιατρική, άλλοι νομικά και άλλοι δημοσιογραφία, προσπαθώντας να πραγματοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους. Παιδιά της Λωρραίνης όπου είχαν τη θέση τους, τους γονείς τους, τα έθιμά τους και τους συγγενείς τους, εδώ αισθάνονται ξεριζωμένοι. Εργάζονται για να πληρώσουν τις σπουδές τους, ζουν από περίεργες δουλειές και σταδιακά συνειδητοποιούν την αποξένωση που προκαλεί αυτή η μετανάστευση. Ένας ιδρύει μια εφημερίδα όπου οι φίλοι του συνεργάζονται δημοσιεύοντας πολιτικά άρθρα, αλλά συνειδητοποιούν ότι ο ιδεαλισμός τους γρήγορα έρχεται αντιμέτωπος με τη σκληρότητα του παριζιάνικου κόσμου. Μαθαίνουν ότι πρέπει να έχεις γνωριμίες και οι εφημερίδες επιβιώνουν μόνο αν επιδοτούνται από ισχυρά πολιτικά πρόσωπα ή τον οικονομικό κόσμο. Ο παλιός τους καθηγητής Μπουτεγιέ τους συστήνει έναν χρηματοδότη και λαμβάνουν κάποιες επιδοτήσεις αλλά η εφημερίδα τους δεν επιβιώνει, έτσι βυθίζονται σταδιακά στη φτώχεια, την ατίμωση και την εγκληματικότητα.

Ο συγγραφέας αφηγείται την προσπάθεια των νεαρών για προσαρμογή, σε μια ακόμη διστακτική δημοκρατία, ανάμεσα σε σχέσεις αγάπης, επιθυμία για κοινωνική άνοδο και πολιτικό συμβιβασμό, με το πάθος εκείνων που βλέπουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα να απομακρύνονται και να χάνονται. Τα όνειρα ορισμένων έρχονται αντιμέτωπα με την σκληρή πραγματικότητα, μερικοί δημιουργούν σιγά σιγά ένα δίκτυο επιρροής χωρίς να χάσουν τους επαρχιακούς δεσμούς τους. Μέσα από την τραγική μοίρα δύο εξ αυτών, τις απογοητευτικές εμπειρίες των άλλων, ο Μπαρές εκφράζει -πέρα από τις πολιτικές επιλογές- τη φλογερή αγάπη για τη γενέθλια γη του.[4]

Σχολιασμός Επεξεργασία

Μετά τον γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870-1871, η Γαλλία έχασε τις περιοχές Αλσατία και Λωρραίνη, γεγονός που αποτέλεσε ένα διαρκές τραύμα για τον Μπαρές, ο οποίος κατάγονταν από τη Λωρραίνη. Ο δημόσιος λόγος, στον οποίο συμμετείχε, κυριαρχήθηκε από τις λέξεις «εκδίκηση» και «χαμένες πατρίδες» μέχρι την επανάκτηση των περιοχών από τη Γαλλία στο τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι αυξήθηκε το ενδιαφέρον του για τον τόπο του αλλά και γενικότερα για τον πολιτισμικό χαρακτήρα των επαρχιών.

Η οικογένεια και η επαρχία παρουσιάζονται ως φορείς της κοινωνικής και επαγγελματικής κληρονομιάς όπου το άτομο μπορεί να εξελιχθεί. Η μετανάστευση στο Παρίσι είναι συνώνυμη με τη φθορά και την υποβάθμιση της ταυτότητας, καθώς ο άνθρωπος εκεί ανατρέπει τις ηθικές του αξίες μέσω συμβιβασμού εντός κυκλωμάτων, μέσω χρημάτων που οδηγούν σε προδοσία και εγκληματικότητα. Έτσι, αντιτάσσεται η πόλη με την ύπαιθρο, μια ρομαντική αντίληψη της ατομικής ολοκλήρωσης.[5]

Σ' αυτό το μυθιστόρημα, ο Μωρίς Μπαρές εξέθεσε όλο το εθνικιστικό του δόγμα, τις αμφιβολίες του μπροστά στον σύγχρονο κόσμο και την αναζήτησή του για τις ρίζες: ο γενέθλιος τόπος του η Λωρραίνη, είναι γι' αυτόν ο τόπος όπου μπορεί να εκπληρώσει τον εαυτό του.[6]Εισάγει τις έννοιες «γη» και «νεκροί». Έτσι, ο σεβασμός των προγόνων του και της γης του οδηγεί στην επιβεβαίωση ότι ανήκει σε μια χώρα (τη γη) και σε μια γενεαλογία (στο αίμα των προγόνων του), επομένως σε ένα έθνος-κράτος.[7]

Παραπομπές Επεξεργασία