Η Οσρουσάνα (περσικά: اسروشنه‎‎) ή Οσρούσανα (περσικά: اُشروسنه - Ošrūsana), επίσης γνωστή ως Ισταραβσάν (προς το παρόν), Σουντουζσάνα, Ουσρουσάνα, Ουστρουσάνα, Ανατολικό Κάο, ήταν πρώην ιρανική περιοχή[1] στην Υπερωξιανή. Η Οσρουσάνα βρισκόταν στα νότια της μεγάλης, νοτιότερης στροφής του Συρ Ντάρια, και επεκτεινόταν περίπου από τη Σαμαρκάνδη έως το Χουτζάντ. Η πρωτεύουσα της Οσρουσάνα ήταν το Μπαντζικάτ. Η ακριβής μορφή του ιρανικού ονόματος Οσρουσάνα δεν είναι σαφής από τις πηγές, αλλά οι μορφές που δίνονται στο Χουντούντ αλ-'αλάμ, δείχνουν ένα πρωτότυπο *Σορούσνα.

Ιστορία Επεξεργασία

Οι ηγεμόνες της Οσρουσάνα ή Ουστρουσάνα (Ισταραβσάν) έπαιρναν τον τίτλο του "Αφσίν", και ο πιο διάσημος από αυτούς ήταν ο Χεντάρ (αραβοποιημένο Χαϊντάρ) ιμπν Καβούς. Η πρώιμη γνώση της άρχουσας οικογένειας της Οσρουσάνα προέρχεται από τις αναφορές μουσουλμάνων ιστορικών (Ταμπαρί, Μπαλαντχουρί και Σοκούμπι) της οριστικής υποταγής της περιοχής στους Αββασίδες χαλίφηδες και την μεταστροφή των κυβερνητών του στο Ισλάμ.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου της πρώτης αραβικής εισβολής στη χώρα, η οποία πραγματοποιήθηκε από τον Κουτάιμπα ιμπν Ισλάμ (712-714), η Οσρουσάνα κατοικούταν από ιρανικό πληθυσμό, κυβερνούμενη από τους δικούς της άρχοντες που έφεραν τον παραδοσιακό τίτλο Αχσίντ ή Αφσίν.[2] Η πρώτη όμως εισβολή από τους Άραβες δεν είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της περιοχής.

Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του Ισλάμ:

Στους 119 ΕΕ/737 μ.Χ. οι τουρκικοί εχθροί του κυβερνήτη Άσαντ ιμπν Αμπνταλλάχ αλ-Γκάσρι επέπεσαν στην Ουσρουσάνα (αλ-Ταμπαρί, β΄, 1613). Ο Νασρ ιμπν Σαγιάρ υπέταξε ανεπαρκώς τη χώρα το 739 μ.Χ. (αλ-Μπαλαντχουρί, 429, αλ-Ταμπαρί, β΄, 1694), και ο Αφσίν προσέφερε εκ νέου την κατ' όνομα υποτέλειά του στον Μάχντι (αλ-Γιακουμπί, Ταρίχ, β΄, 479). Υπό τον χαλίφη Μαμούν, η χώρα έπρεπε να κατακτηθεί ξανά και μια νέα αποστολή ήταν απαραίτητη το 822. Σε αυτή την τελευταία περίσταση, ο μουσουλμανικός στρατός καθοδηγήθηκε από τον Χαϊντάρ (Χεντάρ), γιο του Αφσίν Καούς, ο οποίος, λόγω των δυναστικών προβλημάτων είχε καταφύγει στη Βαγδάτη. Αυτή τη φορά η υποταγή ήταν πλήρης. Ο Καβούς παραιτήθηκε και ο Χαϊντάρ τον διαδέχθηκε, για να γίνει αργότερα ένας από τους μεγάλους ευγενείς της Αυλής της Βαγδάτης υπό τον χαλίφη Αλ-Μουτασίμ, όπου ήταν γνωστός ως Αλ-Αφσίν. Η δυναστεία του συνέχισε να βασιλεύει μέχρι το 893 (το νόμισμα του τελευταίου ηγεμόνα Σάιρ ιμπν Αμπνταλλάχ που εκδόθηκε το 892 εκτίθεται στο Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη). Μετά την ημερομηνία αυτή, η χώρα έγινε επαρχία των Σαμανιδών και έπαψε να είναι ανεξάρτητη, ενώ το ιρανικό στοιχείο τελικώς αντικαταστάθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από το τουρκικό.

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του χαλίφη Αλ-Μάχντι (775-785), ο Αφσίν της Ουσρουσάνα αναφέρεται μεταξύ πολλών Ιρανών και Τούρκων κυβερνητών της Υπερωξιανής και των στεπών της Κεντρικής Ασίας που υποτάχθηκαν ονομαστικά στον χαλίφη.[3] Κατά τη χαλιφεία του Χαρούν αρ-Ραίντ το 794-795, ο βεζίρης του Φαντλ ιμπν Γιαχία των Βαρμακιδών οδήγησε μια αποστολή στην Υπερωξιανή όπου έλαβε προσφορά υποταγής από τον Αφσίν Χαρακάνα,[4] ο οποίος έως τότε δεν είχε ποτέ προηγουμένως ταπεινώσει τον εαυτό του σε κανέναν άλλον άρχοντα. Παρόλα αυτά, εστάλησαν περαιτέρω αποστολές στην Ουσρουσάνα από τον Μαμούν όταν ήταν ακόμα κυβερνήτης στη Μερβ, και αφού έγινε μετά χαλίφης. Ο Αφσίν Καβούς, γιος του Αφσίν Καράκανα που είχε υποταγεί στον Φαντλ ιμπν Γιαχία, απέσυρε τον όρκο υποταγής του πατέρα του στους Αββασίδες, αλλά λίγο μετά από την άφιξη του χαλίφη Μαμούν στη Βαγδάτη από την Ανατολή (817-18 ή 819-20), ξεκίνησε διαπάλη για την εξουσία και διαφωνίες μεταξύ της βασιλικής οικογένειας της Ουσρουσάνα.

Ο Χαϊντάρ, γιος του Χαβούς, γνωστός υπό το βασιλικό τίτλο του Αφσίν, έγινε στρατηγός του στρατού των Αββασιδών και πολέμησε εναντίον των Χουρραμιτών ανταρτών και του αρχηγού τους, Μπαμπάκ Χοραμντίν, στο Αζερμπαϊτζάν (816-837). Το 841 ο Αφσίν συνελήφθη στη Σαμάρα με την υποψία ότι συνωμοτούσε εναντίον του χαλιφάτου. Οι Αφσίν, Μαζιγιάρ και Μπαμπάκ σταυρώθηκαν σε κοινή τοποθεσία.[5] Μετά το θάνατό του η Ουστρουσάνα ισλαμοποιήθηκε.[6]

Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ημιαυτόνομοι Αφσίν συνέχισαν να κυβερνούν την Ουσρουσάνα και μετά την κατάληψη και τον έλεγχο της περιοχής από τους Αββασίδες, από τους Σαφαρίδες, και αμέσως μετά από τους Σαμανίδες.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. C. Edmund Bosworth (2005), "Osrušana", in Encyclopaedia Iranica. Online Accessed November 2010 [1] Quote 1: "The region was little urbanized, and it long preserved its ancient Iranian feudal and patriarchal society". Quote 2: "At the time of the Arab incursions into Transoxania, Osrušana had its own line of Iranian princes, the Afšins (Ebn Ḵordāḏbeh, p. 40), of whom the most famous was the general of the caliph Moʿtaṣem (q.v. 833-42), the Afšin Ḵayḏar or Ḥaydar b. Kāvus (d. 841; see Afšin)", "The region was little urbanized, and it long preserved its ancient Iranian feudal and patriarchal society."
  2. Kramers, J.H. "Usrūshana". Encyclopaedia of Islam. Edited by: P. Bearman, Th. Bianquis, C.E. Bosworth, E. van Donzel and W.P. Heinrichs. Brill, 2007
  3. Yaqubi, II, p.479.
  4. whose name, by inference from Tabari, III, p. 1066, was something like Kharākana; according to Gardīzī led. Habibi, p. 130
  5. Donné Raffat· Buzurg ʻAlavī (1985). The Prison Papers of Bozorg Alavi: A Literary Odyssey. Syracuse University Press. σελίδες 85–. ISBN 978-0-8156-0195-1. 
  6. Guitty Azarpay (Ιανουαρίου 1981). Sogdian Painting: The Pictorial Epic in Oriental Art. University of California Press. σελίδες 19–. ISBN 978-0-520-03765-6. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία