Ο όρος παλιρροιοστάσιο ή παλιρροιοστάσιον (παλίρροια + στάση, αγγλ. slack water [1]) χαρακτηρίζει τον ελάχιστο χρόνο (διάλειμμα) κατά τον οποίο στο φαινόμενο της παλίρροιας δεν παρατηρείται καμία μεταβολή της στάθμης του νερού.

Έτσι διακρίνονται δύο παλιρροιοστάσια, το παλιρροιοστάσιο πλήμμης που συμβαίνει στη ολοκλήρωση αυτής και το παλιρροιοστάσιο ρηχίας που συμβαίνει ομοίως. Μετά από κάθε παλιρροιοστάσιο αρχίζει αντίστροφο φαινόμενο[2].
Τα παλιρροιοστάσια λαμβάνονται ως σημεία αναφοράς στα παλιρροιοδεικτικά όργανα στα κοινώς λεγόμενα ρολόγια παλίρροιας.

ΠαραπομπέςΕπεξεργασία

ΠηγέςΕπεξεργασία

  • Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου τ.15ος σ.370