Περίνεο είναι η επιφάνεια ανάμεσα στην ηβική σύμφυση και στον κόκκυγα και των δύο φύλων. Είναι η μικρή εκείνη περιοχή (2.5-3 τ.έ.) η οποία εκτείνεται από τα έξω γεννητικά όργανα μέχρι το πρωκτό. Έχει σχήμα ρομβοειδές και μυική λειτουργία ώστε να σταματάει την εκροή των ούρων ή του σπέρματος. Αναφέρεται και ως δεύτερο διάφραγμα γιατί συμμετέχει στη σύσπαση του εγκάρσιου κοιλιακού μύ, παίζοντας σημαντικό ρόλο και στην αναπνευστική λειτουργία.

Οι μύες του ανδρικού περινέου.
Οι μύες του γυναικείου περινέου.

Μία οριζόντια γραμμή διαιρεί το περίνεο σε δύο περιοχές, την πρόσθια και την οπίσθια. Η πρόσθια, η οποία περνάει κάτω από την ουρήθρα του άντρα και κάτω από την ουρήθρα και τον κόλπο της γυναίκας, καλείται ουρογεννητική περιοχή, η δε οπίσθια καλείται πρωκτική χώρα. Το μέσο αυτής της γραμμής αποτελεί το λεγόμενο κέντρο του περίνεου. Αμέσως μπροστά από αυτό το κέντρο βρίσκεται, στο μεν άνδρα ο βολβός της ουρήθρας, στη δε γυναίκα το πίσω άκρο της σχισμής του αιδοίου.

Οι μύες του περινέου διακρίνονται σε τρεις στιβάδες: την κάτω, τη μέση, και την άνω.
Η κάτω στιβάδα απαρτίζεται από τους εξής μύες: τον έξω σφιγκτήρα του πρωκτού, τον επιπολής εγκάρσιο, τον ισχιοσηραγγώδη και τον βολβοσηραγγώδη.
Οι μύες της μέσης στιβάδας αποτελούν το λεγόμενο ουρογεννητικό τρίγωνο ή διάφραγμα. Οι κύριοι μυες αυτής της στιβάδας είναι ο εν τω βάθει εγκάρσιος και ο σφιγκτήρας της υμενώδους ουρήθρας.
Η άνω στιβάδα αποτελείται από δύο κυρίως μύες: τον ανελκτήρα του πρωκτού και τον ισχιοκοκκυγικό.



Πηγές

Γ. Αποστολάκη, Ανατομική του ανθρώπου, Αθήνα, 1955.