Πλατύ Λήμνου

οικισμός της Ελλάδας

Συντεταγμένες: 39°51′41″N 25°4′17″E / 39.86139°N 25.07139°E / 39.86139; 25.07139

Το Πλατύ είναι ένα χωριό στη Λήμνο. Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Λήμνου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου (πρόγραμμα Καλλικράτης).

Πλατύ Λήμνου
Πλατύ is located in Greece
Πλατύ
Πλατύ
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΒορείου Αιγαίου
ΔήμοςΛήμνου
Γεωγραφία
ΝομόςΛέσβου
Πληθυσμός
Μόνιμος437
Έτος απογραφής2021

Από το 1999 έως το 2010 σύμφωνα με την τότε διοικητική διαίρεση της Ελλάδας ήταν έδρα του ομώνυμου δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Μύρινας. Παλαιότερα ανήκε στον νομό Λέσβου.

Βρίσκεται 3,5 χιλιόμετρα έξω από την πρωτεύουσα του νησιού, τη Μύρινα στο Δήμο της οποίας ανήκει. Έχει 673 κατοίκους (απογραφή του 2001) και είναι χτισμένο πάνω σε ένα λόφο, κοντά στη θάλασσα.

Το όνομα Επεξεργασία

Το χωριό ονομάστηκε έτσι από το ευρύ στόμιο του όρμου και του λιμανιού που βρίσκονται στους πρόποδες του λόφου που είναι χτισμένο σήμερα. Στα κοινοτικά έγγραφα του 19ου αιώνα σημειώνεται σε γένος αρσενικό: ο Πλατύς. Όμως, από το 1918 που ιδρύθηκε η κοινότητα Πλατέος καταχωρήθηκε ως ουδέτερο: το Πλατύ. Ως οικισμός αναφέρεται για πρώτη φορά σε χρυσόβουλο του 1355, με το οποίο ο Πλατύς -όπως σημειώνεται- δωρίθηκε από τον αυτοκράτορα στη μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους.

Αρχικά, το χωριό ήταν κτισμένο νοτιότερα προς την ακτή, κοντά στο εξωκλήσι Άγιος Κήρυκος, και δεν είχε περισσότερα από 15 σπίτια. Με το όνομα Άγιος Κήρυκος αναφέρεται ως ένα από τα εικοσιπέντε χωριά του νησιού, τα οποία αποτελούσαν πατριαρχική εξαρχία γύρω στα 1320. Για λόγους ασφαλείας μεταφέρθηκε στη θέση "Κόνταρη" ή "Κοντάρη" πίσω από το λόφο "Πασά Βουνάρ". Η θέση αυτή μάλλον ταυτίζεται με τον οικισμό "του Κονυδάρη", ο οποίος αναφέρεται στα 1415. Δυτικά του χωριού, στη θέση Αγία Κυριακή, υπάρχουν ογκώδεις πελεκημένες πέτρες, αρχαίας μάλλον προέλευσης.

Ιστορικά στοιχεία Επεξεργασία

Ο όρμος χρησιμοποιείτο ως λιμάνι από τα μεσαιωνικά χρόνια. Θεωρείτο ασφαλές αγκυροβόλιο, διότι έχει λασπώδη βυθό και περικλείεται από τα ακρωτήρια Τηγάνι και Διαβάτης και από συνεχόμενες ξέρες και ύφαλους που εμποδίζουν τη θαλασσοταραχή να πλήξει το εσωτερικό του.

Το 1521 ο Τούρκος ναυτικός Piri Reis αναφέρει το λιμάνι με δυο ονομασίες: ως "Limãn-i-palati" (Λιμάνι του Πλατύ) και ως "Pasalimãny". Η ονομασία "Πασά-Λιμάν" διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, διότι εκεί -κατά την παράδοση- αγκυροβολούσε το πλοίο του ο πασάς του νησιού. Επίσης, εκεί στάθμευε το πλοιάριο του οθωμανικού λιμεναρχείου. Το τοπωνύμιο επιβιώνει σήμερα στη Λήμνο στο επώνυμο Πασαλιμανιώτης.

Ο κόλπος σημειώνεται στους χάρτες των Bordone (1534, el plati), Μάρκο Μποσκίνι (1658, Plati) και Όλφερτ Ντάπερ (1688) ενώ ο Φραντσέσκο Πιαντσένζα (1688) αναφέρει την ύπαρξη μικρού κάστρου στον όρμο, το οποίο επιβεβαιώνει κι ο Βιντσέντζο Κορονέλλι (1690-95), ο οποίος χαρακτηρίζει το Πλατύ ως ένα από τα τέσσερα κυριότερα λιμάνια του νησιού.

Συνεπώς, στα τέλη του 17ου αιώνα γύρω από το λιμάνι υπήρχε μικροοικισμός, ο οποίος αργότερα μεταφέρθηκε στη μεσόγεια θέση. Το μικρό κάστρο ήταν μάλλον ο μεσαιωνικός πύργος που αντίκρισε με το τηλεσκόπιο το 1858 ο γερμανός Αλεξάντερ Κόντζε πάνω στο ακρωτήριο Διαβάτης.

Το 1770 στο Πασά Λιμάν αποβίβασε τους άνδρες του ο Χασάν πασάς, που εστάλη από την Υψηλή Πύλη να αντιμετωπίσει του Ρώσους του Ορλόφ. Με την ίδια ονομασία (Port du basa) αναφέρεται και σε γαλλικό ναυτικό οδηγό του 1775. Το 1785 στο χάρτη του Ωγκύστ ντε Σουαζέλ Γκουφιέ σημειώνονται χωριστά το χωριό (Platty) από το λιμάνι (Port Platty). Συνεπώς, το χωριό είχε πλέον μεταφερθεί στη σημερινή θέση, όπου το βρήκε ο Κόντζε το 1858.

19ος αιώνας Επεξεργασία

Από τα κοινοτικά αρχεία μαθαίνουμε πως το 1854 ο ιερεύς του χωριού ονομαζόταν Κωνσταντής και ότι το 1856 139 άνδρες πλήρωσαν φόρο 4448 γρόσια, ώστε να απαλλαγούν από τη στράτευση. Το 1863 είχε 70 οικογένειες ενώ το 1874 ανήκε στη Δημαρχία (Κόλι) Κορνού και είχε 80 οικογένειες και 113 κατοικίες.

Το Πλατύ παρουσίαζε αξιόλογη ανάπτυξη στα τέλη του 19ου αιώνα. Το 1875 αναφέρονται οι Πλατυνοί ιδιοκτήτες ιστιοφόρων: Κουτσούκος και Κονταράς, ενώ η κοινότητα είχε κυκλοφορήσει κέρματα για τις μικροσυναλλαγές με τη σφραγίδα «ΠΛ».

Από εδώ καταγόταν ο μεγάλος Λήμνιος ευεργέτης Δημήτριος Παρισίδης (1841-91), ο οποίος το 1888 ίδρυσε στη Μύρινα το Παρισίδειο Νηπιαγωγείο και το προικοδότησε με 800 λίρες ετησίως. Το 1891 κληροδότησε στο ναό του χωριού 200 οθωμανικές λίρες. Οι Πλατυνοί έστελναν δυο αντιπροσώπους στην παλλημνιακή επαρχιακή συνέλευση.

Ο ναός Επεξεργασία

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου, ρυθμού βασιλικής, κτίστηκε το 1857 αλλά ο εξωνάρθηκας και το καμπαναριό είναι μεταγενέστερα. Ένα εντοιχισμένο ανάγλυφο με τη μορφή του αγίου Γεωργίου και το έτος 1808 δηλώνει ότι στη θέση προϋπήρχε παλιότερος ναός.

Στην επιγραφή "1857 ΜΑCΤΡΗS ΠΑ ΤΖ" σημειώνεται το όνομα του μάστορα Πα(ντελή) Τζ(ανή) από την Κωνσταντινούπολη, ο οποίος έκτισε και τους ναούς της Ατσικής και του Βάρους.

Ο ναός έχει εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο τέμπλο με αγιογραφίες του Ευστράτιου Ιμβρίου. Εορτάζει και του αγ. Σπυρίδωνος, του οποίου η εικόνα βρέθηκε στο νεκροταφείο του χωριού γύρω στα 1870.

Το σχολείο Επεξεργασία

Το σχολείο λειτούργησε γύρω στα 1886 στην "οικία του Λευτέρη", την οποία ίσως είχε παραχωρήσει ο μουχτάρης του χωριού Βασίλειος Ελευθερίου. Την ανέγερση σχολικού κτιρίου χρηματοδότησε ο Αναστάσιος Τσιλίκης από το Πορτιανού και το 1889 ιδρύθηκε κοινοτικό σχολείο, τριτάξιο.

Ως το 1919 λειτουργούσε ξεχωριστό παρθεναγωγείο, άγνωστο από πότε. Τότε ιδρύθηκε διθέσιο δημοτικό, το οποίο κάποιες χρονιές, μεταξύ 1930-50, λειτούργησε και ως τριθέσιο. Το 1938 είχε 90 μαθητές. Το 1973 υποβιβάστηκε σε μονοθέσιο.

Το 1926 επί της πλατείας του χωριού κτίστηκε νέο σχολικό κτίριο στη θέση του παλιού, το οποίο είχε βιβλιοθήκη με αναγνωστήριο, κινηματογραφική μηχανή προβολής, ραπτομηχανή, συλλογές φυσικής ιστορίας κλπ.

Δάσκαλοι με μακροχρόνια υπηρεσία στο Πλατύ ήταν οι: Ευστράτιος Αντωνιάδης (1890-95), Χαράλαμπος Καγιαλίκος (1900-04), Ελένη Ψαρά (1912-16), Μαργαρίτα Χούλη (1926-51), Ιορδάνης Γερίμογλου (1928-49), Μαρία Αφιώνη (1950-51, 1957-62), Γαβριήλ Γουδέλης (1973-;) κ.ά.

Κάτοικοι - Οικονομία Επεξεργασία

Το 1899-1900 δίδαξε στο Πλατύ ο Αγγελής Μιχέλης, ο οποίος υπηρέτησε πάλι εδώ το 1934-35 στο τέλος της σταδιοδρομίας του και δημοσίευσε ένα άρθρο για το χωριό με λαογραφικές πληροφορίες. Έγραφε για τους κατοίκους:

"Οι κάτοικοι του Πλατέως είναι πολύ φιλότιμοι και τούτο αποδεικνύεται και εκ των κοινοτικών έργων (σχολείον, δρόμοι στρωμένοι, αναδάσωσις βοσκοτόπου και λοιπά), προ παντός δε οι αποδημούντες εννοούν, και μίαν δραχμήν να έχουν, να την στείλουν δια τον καλλωπισμόν του χωρίου των. Πανηγύρεις κάνουν δύο οι Πλατυνοί, του Αγίου Σπυρίδωνος, 12 Δεκεμβρίου και του Αγίου Γεωργίου, 23 Απριλίου... Εις την πανήγυριν ταύτην και εκ του πλησίον του Κάστρου, συνέρχεται, κατά το απόγευμα, κόσμος πολύς προς διασκέδασιν."

Από τα τέλη του 19ου αιώνα αναφέρονται Πλατυνοί μετανάστες στην Αφρική, όπως ο Γρηγόριος Λεοντής στο Σουδάν το 1890 και στις ΗΠΑ. Εκεί λειτουργούσε ο Σύλλογος Πλατυνών ΗΠΑ «ο Άγιος Γεώργιος», ο οποίος κατά καιρούς χρηματοδότησε το σχολείο, το ναό, έργα ηλεκτροφωτισμού, ύδρευσης κλπ.

Στα χρόνια του μεσοπολέμου πολλοί κάτοικοι διατηρούσαν εμπορικά καταστήματα στο κοντινό Κάστρο, όπου σταδιακά μετοίκησαν, με αποτέλεσμα το 1938 τα περισσότερα από τα 215 σπίτια του να είναι ακατοίκητα.

Το 1938 η αγροτική παραγωγή του χωριού ήταν 75.000 οκάδες σιτηρών, 80.000 οκάδες σταφυλιών και 6.000 οκάδες βαμβακιού. Λειτουργούσε φιλοδασικός σύλλογος και ποδοσφαιρικός. Στις 18-7-1926 διεξήχθη ο πρώτος ποδοσφαιρικός αγώνας στη Λήμνο μεταξύ των σωματείων "Άγιος Γεώργιος Πλατέος" και "Πρόσκοποι Κάστρου". Το Πλατύ ηττήθηκε 2-0 αλλά έκανε ιδιαίτερη εντύπωση με τις ομοιόμορφες στολές και τα κοντά παντελονάκια των ποδοσφαιριστών.

Μεταπολεμικά, η μετανάστευση κυριολεκτικά «άδειασε» το χωριό. Ενώ είχε 553 κατοίκους το 1928, το 1971 είχαν απομείνει μόλις 352. Η αύξηση που εμφανίζεται στις απογραφές του 1991 (694 κ.) και του 2001 (673 κ.) δεν απεικονίζει τον πραγματικό πληθυσμό του χωριού που είναι μικρότερος.

Τις τελευταίες δεκαετίες το Πλατύ παρουσιάζει έντονη τουριστική κίνηση. Η γειτνίαση με τη Μύρινα σε συνδυασμό με τη γραφική αμφιθεατρική του θέση και την εκτεταμένη αμμώδη παραλία του, το έχουν καταστήσει πόλο έλξης πολλών επισκεπτών. Στην περιοχή λειτουργούν δεκάδες τουριστικά καταλύματα, ξενοδοχεία και ταβέρνες.

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

  • Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου Βασιλική, «Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο (15ος-20ος αιώνας)», Θεσσαλονίκη 1986.
  • Cdrom Επαρχείου Λήμνου: "Λήμνος αγαπημένη".
  • Θ. Μπελίτσου, Η Λήμνος και τα χωριά της, 1994.
  • Αγγελής Μιχέλης, "Το Πλατύ", εφ. Λήμνος, φ. 1032 και 1033 (10 και 17/2/1935).
  • "ΛΗΜΝΟΣ: Ιστορική & Πολιτιστική Κληρονομιά", εκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010.