Ως πλους του Αγίου Παύλου εννοείται η εξιστόρηση που αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων (στο 26ο και το 27ο κεφάλαιο) των θαλάσσιων περιπετειών του Αποστόλου Παύλου από την Καισάρεια της Συρίας μέχρι την Ιταλία. Το ταξίδι αυτό δεν εντασσόταν σε κάποια από τις 4 Αποστολικές Περιοδείες του.

Τα γεγονότα αυτά κατέγραψε ο συγγραφέας των Πράξεων Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος ήταν ο ίδιος συνταξιδιώτης του Παύλου. Οι πληροφορίες που παρέχει στους συνολικά 59 στίχους αυτής της καταγραφής είναι πολύτιμες για τους μελετητές της αρχαίας ναυτικής τέχνης, καθώς περιγράφονται με αρκετή σαφήνεια ναυτικοί όροι των αρχαίων, χειρισμοί ή και τα μέσα τα οποία διέθεταν.

Διαδρομή και συμβάντα Επεξεργασία

Σκοπός του ταξιδιού ήταν να δικαστεί ο Παύλος, όπως είχε ζητήσει ο ίδιος ως Ρωμαίος πολίτης, από δικαστήριο στη Ρώμη («δικαίωμα εφέσεως προς τον Καίσαρα»[1]) και όχι από τον επίτροπο της Ιουδαίας Φήστο, καθώς ο Παύλος κατάλαβε ότι σκοπός του Φήστου ήταν να ικανοποιήσει τους Ιουδαίους.

Το αίτημα έγινε δεκτό και έτσι ο Φήστος το 59 ή το 60 μ.Χ. παρέδωσε τον Παύλο μαζί με άλλους δεσμώτες στον εκατόνταρχο Ιούλιο για να τους μεταφέρει στη Ρώμη, συνολικά δεκάδες. Αναχώρησαν τελικώς για τη Ρώμη από την Καισάρεια της Παλαιστίνης με πλοίο Αδραμύττηνό στα τέλη του φθινοπώρου και τον Παύλο συνόδευαν εκτός από τον Λουκά και οι μαθητές του Αρίσταρχος ο Θεσσαλονικεύς και Τιμόθεος. Η εποχή λοιπόν ήταν πολύ όψιμη για ταξίδια, καθώς πλησίαζε πια ο χειμώνας.

Ο Λουκάς εκθειάζει τη συμπεριφορά του εκατοντάρχου Ιουλίου προς τον , καθώς τη δεύτερη ημέρα του ταξιδιού, οπότε έφθασαν στη Σιδώνα, ο αξιωματικός του επέτρεψε να βγει στην πόλη και να συναντήσει τους φίλους του («φιλανθρώπως... ...τω Παύλω χρησάμενος επέτρεψε προς τους φίλους πορευθέντα επιμελείας τυχείν.», Πράξ. κζ΄ 3). Φεύγοντας από εκεί, το πλοίο πέρασε από την υπήνεμη πλευρά της Κύπρου επειδή οι άνεμοι ήταν ενάντιοι («υπεπλεύσαμεν την Κύπρον δια το τους ανέμους είναι εναντίους»κζ΄ 4-5) και κατόπιν από τα ανοικτά της Παμφυλίας, πιάνοντας λιμάνι στα Μύρα της Λυκίας. Εκεί άλλαξαν πλοίο, καθώς ο εκατόνταρχος βρήκε «πλοίον Αλεξανδρίνον πλέον εις την Ιταλίαν» και τους επεβίβασε σε αυτό. Αποπλέοντας από τα Μύρα, πέρασαν αρκετές ημέρες «βραδυπλοούντες» και «μόλις γενόμενοι κατά την Κνίδον» (αφού πέρασαν δηλαδή από τον «Κάβο Κριό», εισερχόμενοι στο Αιγαίο Πέλαγος) είδαν ότι δεν τους «έπαιρνε ο καιρός» («μη προσεώντος ημάς του ανέμου», κζ΄ 7) και έτσι στράφηκαν προς την Κρήτη «κατά Σαλμώνην» (το ακρωτήριο της Κρήτης που οι ναυτικοί αποκαλούν Κάβο Πλάκα-Γκράντες), φθάνοντας έτσι στους Καλούς Λιμένες. (Σήμερα η νησίδα έξω από το λιμάνι του χωριού ονομάζεται «Απόστολος Παύλος» ή «Μικρό νησί» από τους ντόπιους, ενώ σε κοντινό λόφο είναι χτισμένη εκκλησία αφιερωμένη στον Απόστολο Παύλο. Δίπλα στον ναό υπάρχει μικρή σπηλιά, στην οποία σύμφωνα με την παράδοση, διέμεινε ο Απόστολος Παύλος.)

Εκεί, επειδή η εποχή είχε προχωρήσει, ο Παύλος συμβούλευσε τον εκατόνταρχο να μη συνεχίσουν το ταξίδι και να ξεχειμωνιάσουν εκεί, αλλά ο αξιωματικός άκουσε περισσότερο τα λόγια του πλοιάρχου και του ναυκλήρου ως πιο ειδικών. Ωστόσο η πλειοψηφία των μελών του πληρώματος πρότεινε μια μέση λύση: να πλεύσουν προς τον Φοίνικα, το σημερινό Λουτρό Σφακίων, που ήταν λιμάνι πιο κατάλληλο για ξεχειμώνιασμα. Κι έτσι, καθώς φύσηξε και νότιος-νοτιοανατολικός άνεμος, «άραντες τον άσσον», σηκώνοντας δηλαδή το μεγάλο πανί, απέπλευσαν ακολουθώντας τη νότια ακτή της Κρήτης («παρελέγοντο την Κρήτην») Σύντομα όμως ο καιρός άλλαξε και επεκράτησε «άνεμος τυφωνικός, ο καλούμενος Ευροκλύδων» (κζ΄ 14), που παρέσυρε το πλοίο. Πέρασαν κοντά από τη Γαύδο («νησίον δε τι υποδραμόντες καλούμενον Κλαύδη») μόλις κατορθώνοντας να μαζέψουν τη μικρή βάρκα (σκάφην) που ρυμουλκούσαν πίσω από το πλοίο. Κινδύνευαν ωστόσο όλο και περισσότερο. «Χαλάσαντες το σκεύος ούτως εφέροντο», δηλαδή μαϊνάρισαν τα πανιά και συνέχισαν ξυλάρμενοι, φοβούμενοι ότι θα παρασυρθούν μέχρι τη Σύρτη, και «τη εξής εκβολή εποιούντο», άρχισαν δηλαδή να ρίχνουν στη θάλασσα μέρος του φορτίου και της σκευής του πλοίου για να το ελαφρύνουν (μερική αβαρία). Επί αρκετές ημέρες δεν φαίνονταν ούτε ο ήλιος, ούτε τα άστρα και οι ελπίδες να σωθούν περιορίζονταν από κάθε άποψη, αφού τελείωναν και τα τρόφιμα. Τότε ο Παύλος στάθηκε ανάμεσα στους συνταξιδιώτες του και, αφού τους υπενθύμισε ότι έπρεπε να τον είχαν ακούσει και να παρέμεναν στην Κρήτη, τους είπε: «Αλλά σάς προτρέπω τώρα να αναθαρρήσετε, διότι καμιά ψυχή από εμάς δεν θα χαθεί, παρά μόνο το πλοίο. Γιατί αυτή τη νύχτα μού παρουσιάστηκε άγγελος του Θεού στον οποίο εγώ πιστεύω και τον οποίο λατρεύω και μού είπε να μη φοβάμαι γιατί είναι ανάγκη να παρουσιασθώ στον Καίσαρα και έτσι για χάρη μου ο Θεός θα σώσει και τους συνταξιδιώτες μου.» (κζ΄ 22-24)

Δεκατέσσερα ημερονύκτια πάλευαν έτσι με την τρικυμία «διαφερομένων ημών εν τω Αδρία» (κζ΄ 27, δηλ. παρασυρόμενων στη νότια-κεντρική Μεσόγειο Θάλασσα). Στο μέσο της 14ης νύκτας, οι ναύτες υποψιάσθηκαν ότι προσεγγίζουν κάποια στεριά «και βολίσαντες εύρον οργυιάς είκοσι» (κζ΄ 28), δηλαδή μέτρησαν το βάθος της θάλασσας και το βρήκαν 20 οργιές (λιγότερο από 40 μέτρα). Μετά από όχι πολλή ώρα βυθομέτρησαν και πάλι και βρήκαν 15 οργιές. Τότε λοιπόν, φοβούμενοι μήπως το πλοίο πέσει σε κάποια άγρια ακτή, έρριξαν και τις 4 άγκυρες από την πρύμνη και εύχονταν να ξημερώσει. Θέλοντας μάλιστα κάποιοι ναύτες να φύγουν από το πλοίο, πήγαν να κατεβάσουν στη θάλασσα τη μικρή βάρκα, προφασιζόμενοι ότι ήθελαν να ρίξουν αργότερα άγκυρες από την πλώρη. Τότε παρενέβη και πάλι ο Απόστολος Παύλος, λέγοντας «τω εκατοντάρχη και τοις στρατιώταις»: «Αν αυτοί (οι ναυτικοί) δεν μείνουν στο πλοίο, εσείς δεν μπορείτε να σωθείτε.» (κζ΄ 31) Τότε οι στρατιώτες απέκοψαν τα σχοινιά της βάρκας και την άφησαν να πέσει. Και μέχρι να ξημερώσει, ο Παύλος παρακαλούσε συνεχώς όλους να φάνε, όπως και έγινε. Αφού έφαγαν και οι 276 άνθρωποι που βρίσκονταν πάνω στο πλοίο, ελάφρωσαν το πλοίο πετώντας σιτάρι στη θάλασσα. Μόλις ξημέρωσε, είδαν τη στεριά, η οποία τους ήταν άγνωστη, αλλά διέκριναν ότι υπήρχε ένας μικρός κόλπος με αμμουδιά. Θέλησαν έτσι, αν μπορούσαν, να προσαράξουν εκεί το πλοίο. Απέκοψαν λοιπόν τα σχοινιά από τις άγκυρες, στερέωσαν τα πηδάλια, ισάρισαν τον φλόκο και αφέθηκαν στον άνεμο να τους «ρίξει έξω» («και τας αγκύρας περιελόντες είων εις την θάλασσαν άμα ανέντες τας ζευκτηρίας των πηδαλίων, και επάραντες τον αρτέμωνα τη πνεούση κατείχον εις τον αιγιαλόν», κζ΄ 40). Τελικώς προσάραξαν σε μια προεξοχή της ακτής, ένα μικρό ακρωτήριο («διθάλασσον»), και η μεν πλώρη «ερείσασα» (σφηνώθηκε) μένοντας ασάλευτη, η δε πρύμνη «ελύετο υπό της βίας των κυμάτων» (διαλυόταν από τη μανία των κυμάτων). Τότε οι στρατιώτες απεφάσισαν να θανατώσουν τους δεσμώτες «μη τις εκκολυμβήσας διαφύγοι». Αλλά ο εκατόνταρχος, επειδή ήθελε να διασωθεί ο Παύλος, τους εμπόδισε να το πράξουν και διέταξε όσους μπορούσαν να κολυμπήσουν να πέσουν στη θάλασσα και να πατήσουν πρώτοι στην ξηρά, ενώ οι υπόλοιποι να βγουν ύστερα, έχοντας πιαστεί από σανίδες ή άλλα συντρίμματα του σκάφους. Αυτό και έγινε, και έτσι διασώθηκαν όλοι βγαίνοντας στην ξηρά (κζ΄ 44).

Αφού διασώθηκαν, έμαθαν ότι βρίσκονταν στη νήσο Μελίτη, δηλαδή τη σημερινή Μάλτα. «Οι δε βάρβαροι» (δηλαδή οι κάτοικοι του νησιού, που απλώς δεν μιλούσαν ελληνικά) τους περιποιήθηκαν με φιλανθρωπία, όσο καλύτερα μπορούσαν, και τους άναψαν φωτιά για να στεγνώσουν, καθώς είχε πέσει ραγδαία βροχή και κρύωναν. Συνέβη όμως ένα επεισόδιο στον Απόστολο Παύλο: όπως συγκέντρωσε αρκετά φρύγανα και τα έριξε στη φωτιά, πετάχτηκε από αυτά μια οχιά και του δάγκωσε το χέρι (κη΄ 3). Βλέποντας οι κάτοικοι το ερπετό να κρέμεται από το χέρι του, έλεγαν μεταξύ τους ότι θα ήταν κάποιος εγκληματίας και επειδή δεν μπόρεσε να τον εξολοθρεύσει η θάλασσα η Θεία Δίκη τον κυνηγούσε και στη στεριά. Αλλά ο Παύλος πέταξε το φίδι στη φωτιά και δεν έπαθε κανένα κακό, ακόμα και μετά από πολλή ώρα, οπότε εκείνοι άλλαξαν ριζικά γνώμη και άρχισαν να λένε ότι είναι κάποιος Θεός. Εκεί κοντά βρισκόταν και η κατοικία του άρχοντα του νησιού, που ονομαζόταν Πόπλιος. Αυτός φιλοξένησε τους ναυαγούς επί τριήμερο («φιλοφρόνως εξένισεν»). Τότε τύχαινε να έχει τον πατέρα του κατάκοιτο και άρρωστο από πυρετούς («πυρετοίς και δυσεντερίω συνεχόμενον κατακείσθαι», κη΄ 8) Ο Παύλος τότε μπήκε στο δωμάτιό του και, αφού προσευχήθηκε, έβαλε τα χέρια πάνω στον άρρωστο και τον θεράπευσε. Κατόπιν αυτού, όλοι οι κάτοικοι του νησιού που ήσαν άρρωστοι πήγαιναν στον Παύλο και θεραπεύονταν. Για τον λόγο αυτόν, όπως γράφει ο Λουκάς, «πολλαίς τιμαίς ετίμησαν ημάς» (κη΄ 10) και τους εφοδίαζαν με τρόφιμα. Οι ναυαγοί παρέμειναν επί τρεις μήνες στη Μελίτη και έφυγαν την άνοιξη, μπαρκάροντας σε ένα επιβατηγό πλοίο, επίσης Αλεξανδρινό, που ονομαζόταν «Διόσκουροι» και είχε περάσει και εκείνο τον χειμώνα στο νησί. Από εκεί έφθασαν στις Συρακούσες, όπου παρέμειναν τρεις ημέρες, και μετά στο Ρήγιο. Στο Ρήγιο έμειναν μία ημέρα και τη δεύτερη που φύσηξε νοτιάς έφθασαν στους Ποτιόλους. Εκεί η τετράδα των Χριστιανών βρήκαν αδελφούς Χριστιανούς, που τους παρεκάλεσαν να μείνουν επτά ημέρες προκειμένου να δώσει ο Παύλος οδηγίες στη μικρή χριστιανική κοινότητα που είχε τότε η πόλη εκείνη. Μετά και από αυτό το γεγονός, έφθασαν στον τελικό προορισμό τους, τη Ρώμη, όπου επίσης τους προϋπάντησαν αδελφοί. Ο εκατόνταρχος Ιούλιος παρέδωσε τους άλλους δεσμώτες στον στρατοπεδάρχη, ενώ στον Παύλο επιτράπηκε να διαμένει σε κατ' οίκον περιορισμό, σε σπίτι που νοίκιαζε ο ίδιος και έμενε μαζί με τους τρεις Χριστιανούς που τον είχαν ακολουθήσει σε όλη αυτή την περιπέτεια.


Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Cross, F.L. & Livingstone, E.A. (επιμ.): The Oxford Dictionary of the Christian Church (3η έκδ. αναθεωρημένη), Oxford University Press, 2005, ISBN 978-0-19-280290-3, λήμμα «St Paul»

Πηγές Επεξεργασία

  • Αρσ. Ταμπακόπουλου: Το λήμμα «Αγίου Παύλου πλους» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 1 (1972), σσ. 537-538