Η προκαταρκτική εξέταση είναι μια κρίσιμη φάση στην ποινική δικονομία και αποτελεί μέρος της δικαστικής διαδικασίας σε πολλές νομικές τάξεις. Στόχος της προκαταρκτικής εξέτασης είναι να καθοριστεί εάν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να προχωρήσει μια υπόθεση σε δίκη. Αυτή η διαδικασία παρέχει μια πρώτη ευκαιρία για τον κατηγορούμενο να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες κατά του, να διατυπώσει ένσταση σχετικά με τα στοιχεία και να προσφέρει τη δική του εκδοχή των γεγονότων.[1]

Στη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, ο εισαγγελέας παρουσιάζει στοιχεία στο δικαστήριο για να δείξει ότι υπάρχει επαρκής βάση για τη δίωξη του κατηγορουμένου. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν μαρτυρικές καταθέσεις, έγγραφα, φωτογραφίες και άλλα υλικά αποδείξεις. Στόχος είναι να καταδείξει την «πιθανολογία ενοχής», δηλαδή την ύπαρξη επαρκών στοιχείων που να δικαιολογούν τη συνέχιση της δικαστικής διαδικασίας.[2]

Από την πλευρά του, ο κατηγορούμενος και ο δικηγόρος του έχουν το δικαίωμα να αντικρούσουν τα στοιχεία που παρουσιάζει ο εισαγγελέας, να υποβάλλουν αιτήσεις και να καταθέτουν μάρτυρες. Αυτό προσδίδει στην προκαταρκτική εξέταση το χαρακτήρα μιας διαδικασίας αντιπαράθεσης, όπου και οι δύο πλευρές επιδιώκουν να εδραιώσουν την πειθώ τους στο δικαστήριο.

Η προκαταρκτική εξέταση δεν είναι δίκη· δεν αποσκοπεί στην καταδίκη ή την αθώωση, αλλά στον καθορισμό της σκοπιμότητας μιας δίκης. Διαφέρει επίσης από την ακροαματική διαδικασία εγγυήσεων, η οποία αφορά την οριστικοποίηση των όρων αποφυλάκισης ενός κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη. Στην προκαταρκτική εξέταση, ο δικαστής αξιολογεί τα παρεχόμενα στοιχεία και αποφασίζει εάν υπάρχει επαρκής νομική βάση για να προχωρήσει η υπόθεση σε δίκη. Εάν ο δικαστής κρίνει ότι τα στοιχεία είναι ανεπαρκή, μπορεί να αποφασίσει την απαλλαγή του κατηγορουμένου από τις κατηγορίες.

Η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης διατάσσεται από: