Πόλη

μεγάλος και μόνιμος οικισμός
Αυτό το λήμμα αφορά τη σύγχρονη έννοια του όρου. Για την αρχαιοελληνική, δείτε: Πόλις.

Η Πόλη είναι ένας μεγάλος και μόνιμος οικισμός με πολλά σπίτια, κατοίκους και διάφορες διοικητικές, οικονομικές ή άλλες υπηρεσίες.[1] Οι πόλεις έχουν γενικά εκτεταμένα συστήματα στέγασης, μεταφορών, αποχέτευσης, υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, χρήσης γης και επικοινωνίας. Η πυκνότητά τους διευκολύνει την αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπων, κυβερνητικών οργανισμών και επιχειρήσεων, μερικές φορές ωφελώντας διαφορετικά μέρη στη διαδικασία.

Η προκυμαία της Αλεξάνδρειας, μίας μοντέρνας πόλης με τουλάχιστον 23 αιώνες ιστορία.
Η πόλη Γκοϊάνια στη Βραζιλία.

Η λέξη «πόλη» προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «πόλις» (ήτοι, σύνολο μεγάλου αριθμού οικημάτων ή/και πολιτών). Στην Ελλάδα ένας οικισμός για να χαρακτηριστεί ως πόλη πρέπει να έχει τουλάχιστον 10.000 κατοίκους, ωστόσο σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, δεν υφίσταται τέτοιος διαχωρισμός.

Μια πόλη αποτελείται συνήθως από τις κατοικημένες, βιομηχανικές και επιχειρησιακές περιοχές μαζί με τα διοικητικά κτίρια και περιοχές, που μπορούν να αφορούν μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή.

Άλλες χρήσεις Επεξεργασία

Ενίοτε, είθισται με την λέξη Πόλη κάποιοι να αναφέρονται στην πόλη της Κωνσταντινούπολης ως συντομία της, άλλοτε πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (γνωστή και ως Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία). Εξ ου και η φράση «Έλληνες της Πόλης».

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Πόλη Βικιλεξικό