Ροδόλφος Β΄ της Βουργουνδίας

Ο Ροδόλφος Β΄, γερμ. Rudolf II (π. 880 - 11 Ιουλίου 937) από τον Οίκο των Παλαιών Γουέλφων ήταν βασιλιάς της Άνω (ie Πέραν του Γιούρα) Βουργουνδίας (912-937), της Λομβαρδίας ("Ιταλίας") (922-926) και της Κάτω Βουργουνδίας (933-937), που ενοποίησε με την Άνω, ονομάζοντας τη νέα επικράτειά του βασίλειο της Αρλ.

Ροδόλφος Β΄ της Βουργουνδίας
Γενικές πληροφορίες
ΓέννησηΔεκαετία του 880 (περίπου)[1][2]
ΘάνατοςΙουλίου 937 ή 937[3]
Τόπος ταφήςΕδαφικό Αββαείο του Αγίου Μαυρικίου
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
μονάρχης
Οικογένεια
ΣύζυγοςΜπέρτα της Σουαβίας[4]
ΤέκναΑδελαΐδα της Βουργουνδίας[5]
Κορράδος Α΄ της Βουργουνδίας
Burchard I of Lyon
Heinrich I. von Lausanne
ΓονείςΡοδόλφος Α΄ της Βουργουνδίας και Γκουίλα της Προβηγκίας
ΑδέλφιαΒίλλα Β΄ της Βουργουνδίας
Βαλτράντα της Βουργουνδίας
ΟικογένειαRodolphiens και Οίκος των Παλαιών Γουέλφων
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΒασιλιάς της Ιταλίας
lay abbot of Saint-Maurice-d'Agaune (911–937)[6]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Βιογραφία

Επεξεργασία

Ήταν ο μόνος γιος του Ροδόλφου Α΄ βασιλιά της Άνω Βουργουνδίας και μάλλον της Γκουίλλα των Μπιβινιδών, ίσως κόρης του Μπόζο της Προβηγκίας.

Το 912 διαδέχθηκε τον πατέρα του και ήλθε σε σύγκρουση με τον γείτονά του δούκα της Σουαβίας. Έτσι εκστράτευσε στο Τούργκαου και τη Ζυρίχη, αλλά ο Μπούρχαρτ Β΄ των Χουνφριτιδών δούκας της Σουαβίας τον νίκησε το 919 στη μάχη του Βίντερτουρ. Συμφώνησαν ειρήνη και ο Ροδόλφος Β΄ νυμφεύτηκε την κόρη εκείνου, τη Μπέρτα.[7]

Τότε του Ροδόλφου Β΄ ζητήθηκε από ευγενείς της Λομβαρδίας ("Ιταλίας"), με προεξάρχοντα τον Αδαλβέρτο Α΄ μάργραβο της Ιβρέας, να παρέμβει στη Λομβαρδία υπέρ αυτών και εναντίον του Βερεγγάριου Α΄ των Ουνρουοχιδών της Λομβαρδίας.[8] Όταν εισήλθε στη Βόρειο Ιταλία, στέφθηκε βασιλιάς από τους Λομβαρδούς της Παβίας και το 923 στη μάχη της Πιασέντσα νίκησε τον Βερεγγάριο, ο οποίος φονεύθηκε το επόμενο έτος, πιθανώς με υποκίνηση του Ροδόλφου Β΄.[9] Από τότε διέμενε εναλλάξ στην Άνω Βουργουνδία και στη Λομβαρδία.

Όμως το 926 οι ευγενείς της Λομβαρδίας στράφηκαν εναντίον του και ζήτησαν από τον Ούγο των Μποζονιδών κυβερνήτη της Κάτω Βουργουνδίας (Προβηγκίας) να γίνει νέος βασιλιάς τους.[9] Τότε ο Μπούρχαρτ Β΄ έσπευσε προς υποστήριξη του γαμπρού του Ροδόλφου Β΄, αλλά του επιτέθηκαν στη Νοβάρα άνδρες του Λάμπερτ αρχιεπισκόπου του Μιλάνου και τον σκότωσαν. Ο Ροδόλφος Β΄ αποσύρθηκε στην Άνω Βουργουνδία για να προστατευθεί, αφήνοντας έτσι τον Ούγο να στεφθεί βασιλιάς της Λομβαρδίας. Στη Συνέλευση (Diet) στο Βορμς το 926, έδωσε την Αγία Λόγχη στον Ερρίκο Α΄ των Οθωνιδών της Ανατολικής Φραγγίας με αντάλλαγμα την περιοχή της Βασιλείας στη Σουαβία. Αντάλλαξε την αξίωσή του στη Λομβαρδία με την Κάτω Βουργουνδία.

Ένωσε τις δύο Βουργουνδίες το 933 με το όνομα Βασίλειο της Αρλ. Κυβέρνησε ώσπου απεβίωσε το 937 και τον διαδέχθηκε ο μόνος γιος του Κορράδος Α΄.[8]Η κόρη του Αδελαΐδα παντρεύτηκε πρώτα τον γιο τού Ούγου[8] και μετά τον γιο τού Ερρίκου Α΄.[10] Ο Ούγος νυμφεύτηκε τη χήρα του Ροδόλφου Β΄.[8]

Οικογένεια

Επεξεργασία

Νυμφεύτηκε το 922 τη Μπέρτα των Χουνφριτιδών, κόρη του Μπούρχαρτ Β΄ δούκα της Σουαβίας και είχε τέκνα:

  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 15  Μαΐου 2017.
  2. 2,0 2,1 «Historische Lexikon der Schweiz». (Γερμανικά, Γαλλικά, Ιταλικά) Ιστορικό Λεξικό της Ελβετίας. Βέρνη. 1998. Ανακτήθηκε στις 15  Μαΐου 2017.
  3. heiligen.net/heiligen/11/00/11-00-0937-rudolf.php.
  4. p2526.htm#i25256. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  5. Leo van de Pas: (Αγγλικά) Genealogics. 2003.
  6. www.digi-archives.org/pages/echos/ESM031031.pdf.
  7. "Appendix", The New Cambridge Medieval History: Volume 3, c.900-c.1024, ed. Timothy Reuter, Rosamond McKitterick, (Cambridge University Press, 1999), 699.
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 Constance Brittain Bouchard, "Burgundy and Provence, 879–1032", The New Cambridge Medieval History: Volume 3, c.900-c.1024, 340–341.
  9. 9,0 9,1 Chris Wickham, The Inheritance of Rome, (Viking Penguin, 2009), 437.
  10. Constance Brittain Bouchard, "Burgundy and Provence, 879–1032", The New Cambridge Medieval History: Volume 3, c.900-c.1024, 342.