Σαλαμίνα (Κύπρος)
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Συντεταγμένες: 35°11′N 33°54′E / 35.183°N 33.900°E
Η Σαλαμίνα ή Σαλαμίς ήταν αρχαία πόλη-κράτος της Κύπρου. Βρισκόταν στη ανατολική ακτή της Κύπρου, στις εκβολές του ποταμού Πεδιαίου, 6 χλμ. βόρεια της σύγχρονης Αμμοχώστου.
Σαλαμίνα Κύπρου | |
---|---|
35°11′0″N 33°54′0″E | |
Χώρα | Κύπρος |
Δήμος | Αμμοχώστου |
Διοικητική υπαγωγή | Επαρχία Αμμοχώστου |
Ίδρυση | 11ος αιώνας π.Χ. |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ιστορία
ΕπεξεργασίαΗ πόλη πήρε το όνομά της από τη Σαλαμίνα της Αττικής. Στη σύγχρονη γλωσσολογία, θεωρείται πως το όνομα «Σαλαμίς» προέρχεται από τη ρίζα Σαλ- (άλας· δηλαδή αλμυρό νερό) και -άμις (δηλαδή στη μέση), έτσι Σαλαμίνα είναι (ο τόπος) εν μέσω θαλασσινού νερού. Τα πρώτα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι η Σαλαμίνα κατοικείται από Αχαιούς από τον δωδέκατο αιώνα π.Χ. (Ύστερη Εποχή του Χαλκού Γ΄). Τα μεταλλεύματα χαλκού της Κύπρου έκαναν το νησί σημαντικό εμπορικό κόμβο. Η πόλη αναφέρεται σε ασσυριακές επιγραφές ως ένα από τα βασίλεια της Κύπρου [1]. Το 877 π.Χ. ο ασσυριακός στρατός έφθασε στις ακτές της Μεσογείου, για πρώτη φορά. Το 708 π.Χ. οι πόλεις-βασίλεια της Κύπρου πρόσφεραν φόρο τιμής στον Σαργών Β΄ της Ασσυρίας. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν τον 6ο αιώνα π.Χ., με τα περσικά πρότυπα.
Η Κύπρος ενώ ήταν υπό τον έλεγχο των Ασσυρίων, για περίπου 15 χρόνια, οι πόλεις-κράτη του νησιού απολάμβαναν μια σχετική ανεξαρτησία στον βαθμό που κατέβαλλαν δώρα στον βασιλιά των Ασσυρίων. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στους βασιλιάδες των διαφόρων πόλεων να συσσωρεύουν πλούτο και δύναμη. Ορισμένες ταφές στους "βασιλικούς τάφους" της Σαλαμίνας είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις Ομηρικές τελετές, όπως η θυσία των αλόγων τα οποία τα θυσίαζαν στον τάφο του νεκρού και οι προσφορές σε λάδι που βρέθηκαν μέσα στους τάφους. Ορισμένοι μελετητές έχουν ερμηνεύσει αυτό το φαινόμενο, ως αποτέλεσμα της επιρροής από τα Ομηρικά Έπη στην Κύπρο. Τα περισσότερα από τα κτερίσματα προέρχονται από την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο.
Σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα, ιδρυτής της Σαλαμίνας ήταν ο Τεύκρος γιος του Τελαμώνα και αδελφός του Αίαντα. Ο Τεύκρος έλαβε μέρος στον τρωικό πόλεμο, όπου διακρίθηκε ως τοξότης. Όταν με το τέλος του Τρωικού Πολέμου επέστρεψε στο νησί του, τη Σαλαμίνα, ήρθε αντιμέτωπος με τον πατέρα του, και βασιλιά Τελαμώνα ο οποίος δεν τον δέχτηκε, γιατί πίστευε πώς ο Τεύκρος δεν συμπαραστάθηκε στον αδελφό του αρκετά, και δεν απέτρεψε την αυτοκτονία του, καθώς ο Αίαντας αυτοκτόνησε επειδή οι Αχαιοί δεν έδωσαν σε αυτόν τα όπλα του Αχιλλέα ως αριστείο καλύτερου μαχητή. Ο Τεύκρος τότε ζήτησε χρησμό από το μαντείο του Απόλλωνα, και υπακούοντας στο χρησμό έφυγε στην Κύπρο όπου και ίδρυσε πόλη, και της έδωσε το όνομα Σαλαμίς εις ανάμνηση της πατρίδας του.
Το 450 π.Χ. η Σαλαμίνα έγινε πεδίο χερσαίας αλλά και θαλάσσιας μάχης μεταξύ Αθήνας και Περσών. (Αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με την προηγούμενη Ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών στη Σαλαμίνα της Αττικής.)
Την ιστορία της Σαλαμίνας κατά τη διάρκεια των πρώτων αρχαϊκών και κλασικών χρόνων αντικατοπτρίζει στις αφηγήσεις του ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος και, πολύ αργότερα, ο Έλληνας ρήτορας Ισοκράτης. Η πόλη ήταν τότε η πρωτεύουσα του νησιού και οδήγησε τις άλλες κυπριακές πόλεις στις προσπάθειές τους για την απελευθέρωσή τους από την περσική κυριαρχία. Ο σημαντικότερος ηγεμόνας του βασιλείου της Σαλαμίνας ήταν ο Ευαγόρας Α΄ (410-374 π.Χ.), ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν ηγεμόνας όλου του νησιού, με τους αγώνες του κέρδισε την ανεξαρτησία από την Περσία. Τη Σαλαμίνα πολιόρκησε και κατέλαβε ο Αρταξέρξης Γ΄. Στη βασιλεία του Ευαγόρα η ελληνική τέχνη και ο πολιτισμός άνθισαν στην πόλη. Ένα μνημείο, γεγονός το οποίο καταδεικνύει το τέλος των κλασικών χρόνων στη Σαλαμίνα, είναι ο τύμβος, που όταν ανασκάφτηκε αποκάλυψε το κενοτάφιο του Νικοκρέων, ο οποίος ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της Σαλαμίνας. Από τη μνημειώδη εξέδρα βρέθηκαν διάφορες πήλινες κεφαλές, ορισμένες από τις οποίες είναι πορτρέτα, ίσως των μελών της βασιλικής οικογένειας που τιμήθηκαν μετά τον τραγικό τους θάνατο στην πυρά.
Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου όταν ο Πτολεμαίος κατέλαβε την Κύπρο, ο Νικοκρέων αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει το 311 π.Χ.. Στη θέση του ήρθε ο βασιλιάς Μενέλαος, ο οποίος ήταν αδελφός του Πτολεμαίου και ανέλαβε κυβερνήτης όλης της Κύπρου κάνοντας τη Σαλαμίνα πρωτεύουσα της. Πιστεύεται ότι ο τάφος του Νικοκρέοντος βρίσκεται σε κάποιον από τους τύμβους που δεν έχουν ανασκαφεί ακόμα στην Έγκωμη.
Το 306 π.Χ. στη Σαλαμίνα έγινε ναυμαχία μεταξύ των στόλων του Δημητρίου της Μακεδονίας και του Πτολεμαίου, ο Δημήτριος κέρδισε τη ναυμαχία και κατέλαβε το νησί.
Στη ρωμαϊκή εποχή, η Σαλαμίνα ήταν μέρος της Ρωμαϊκής επαρχίας της Κιλικίας. Η έδρα του κυβερνήτη μεταφέρθηκε στην Πάφο. Η πόλη επλήγη σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια της εβραϊκής ανύψωσης. Αν και η Σαλαμίνα έπαψε να είναι η πρωτεύουσα της Κύπρου από την ελληνιστική εποχή και μετά, όταν αντικαταστάθηκε από την Πάφο, ο πλούτος και η σημασία της δεν μειώθηκε. Η πόλη ήταν ευνοήθηκε ιδιαίτερα από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες Τραϊανό και Αδριανό που κατασκεύασαν πολλά δημόσια κτίρια.
Στο πρώτο του ταξίδι ο Απόστολος Παύλος πέρασε και κήρυξε τον χριστιανισμό στη Σαλαμίνα (Πράξεις 13:5), πριν προχωρήσει στο υπόλοιπο νησί.
Ο Κύπριος Άγιος Βαρνάβας έφερε τον Χριστιανισμό στην Κύπρο κατά το πρώτο αιώνα μ.Χ.. Η παράδοση αναφέρει ότι ο Βαρνάβας κήρυξε στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη, και πέθανε δια λιθοβολισμού στη Σαλαμίνα το 61. Αυτός θεωρείται ο ιδρυτής της κυπριακής Εκκλησίας. Τα οστά του πιστεύεται ότι βρίσκονται στην ομώνυμη Ιερά Μονή.
Μεγάλοι σεισμοί κατέστρεψαν τη Σαλαμίνα στις αρχές του 4ου αιώνα. Η πόλη ανοικοδομήθηκε από τον Κωνστάντιο Β΄ (337-361 μ.χ.) με το όνομα Κωνσταντία και έγινε έδρα επισκόπου με γνωστότερο επίσκοπο τον Άγιο Επιφάνιο. Ο Αυτοκράτορας Κωνστάντιος Β΄ επίσης απάλλαξε τη Σαλαμίνα από την καταβολή φόρων για ένα σύντομο χρονικό διάστημα και έτσι η νέα πόλη, ξαναχτίστηκε σε μικρότερη κλίμακα, πήρε το όνομά του Κωνσταντία. Οι φερτές ύλες του Πεδαίου έφραξαν το λιμάνι της πόλης και είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή παρακμή της. Η Σαλαμίνα τελικά εγκαταλείφθηκε κατά τη διάρκεια των Αραβικών επιδρομών του 7ου αιώνα μ.Χ. Οι κάτοικοι μετακινήθηκαν σε κοντινή περιοχή και έφτιαξαν μια νέα πόλη με το όνομα Αρσινόη η οποία εξελίχτηκε στη σημερινή Αμμόχωστο.
Ανασκαφές
ΕπεξεργασίαΟι ανασκαφές στη Σαλαμίνα ξεκίνησαν το 1952 και ήταν σε εξέλιξη μέχρι το 1974. Πριν από την τουρκική εισβολή υπήρξε μεγάλη αρχαιολογική δραστηριότητα, η γαλλική αποστολή έκανε ανασκαφές στην Έγκωμη, άλλη ομάδα στη Σαλαμίνα και το τμήμα αρχαιοτήτων ήταν απασχολημένο σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του έτους με τις αποκαταστάσεις μνημείων και συμμετείχε στις ανασκαφές στη Σαλαμίνα.
Τα δημόσια κτίρια που αποκαλύφτηκαν μέχρι στιγμής στην αρχαία πόλη της Σαλαμίνας είναι όλα μετά την Κλασική περίοδο. Έχει ανασκαφή ο ναός του Δία Σαλαμίνιου τη λατρεία του οποίου καθιέρωσε στο νησί, σύμφωνα με την παράδοση, ο Τεύκρος. Επίσης έχουν αποκαλυφθεί δημόσια λουτρά, το θέατρο και το γυμνάσιο της πόλης.
Υπάρχουν πολλά εκτεταμένα ερείπια. Το θέατρο, το γυμνάσιο έχουν αποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό. Πολλά αγάλματα βρέθηκαν στο Γυμνάσιο τα οποία τα περισσότερα από αυτά ακέφαλα. Το θέατρο είναι Ρωμαϊκό των πρώτων χρόνων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και μπορούσε να φιλοξενήσει μέχρι και 15,000 θεατές, καταστράφηκε τον 4ο αιώνα.
Βρέθηκαν λουτρά, δημόσια αποχωρητήρια, μωσαϊκά, Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Αγορά και ναός του Δία. Από τη Βυζαντινή εποχή η βασιλική του επισκόπου Επιφάνιου (367-403 μ.Χ.) που πιθανότατα ήταν ο μητροπολιτικός ναός της Σαλαμίνας. Ο Άγιος Επιφάνιος είναι θαμμένος στο νότια αψίδα, η εκκλησία περιέχει και βαπτιστήριον. Η εκκλησία καταστράφηκε τον 7ο αιώνα για να αντικατασταθεί από έναν μικρότερο ναό στα νότια της πόλης.
Η πόλη τροφοδοτούνταν με νερό από την Κυθρέα, το υδραγωγείο καταστράφηκε τον 7ο αιώνα. Το νερό συγκεντρώθηκαν σε μια μεγάλη δεξαμενή κοντά στην αγορά.
Η νεκρόπολη της Σαλαμίνας καλύπτει 7 τετραγωνικά χιλιόμετρα στα δυτικά της πόλης. Εκεί βρίσκεται και το μουσείο που μέχρι το 1974 είχε όλα τα ευρήματα των ανασκαφών. Οι ταφές χρονολογούνται από τη γεωμετρική έως την ελληνιστική περίοδο. Η πιο γνωστή ταφή είναι οι λεγόμενοι βασιλικοί τάφοι, που έχουν βρεθεί άρματα και πλούσια δώρα προσφορές στου νεκρούς. Ένας τάφος που έχει ανασκαφεί το 1965 από τη Γαλλική Αποστολή του Πανεπιστημίου της Λυών έφερε στο φως έναν πλούσιο σε ευρήματα τάφο που πιστοποιεί τις εμπορικές σχέσεις με την Εγγύς Ανατολή.
Αν και η Σαλαμίνα διατήρησε άμεσους δεσμούς με την Εγγύς Ανατολή κατά τη διάρκεια του 8ου και 7ου αιώνα π.Χ., υπήρχαν δεσμοί και με την Ελλάδα. Ένας βασιλικός τάφος περιείχε μεγάλο μέρος των ελληνικής κεραμικής των γεωμετρικών χρόνων και πιστεύεται ότι ήταν προίκα Ελληνίδας πριγκίπισσας που παντρεύτηκε μέλος της βασιλικής οικογένειας της Σαλαμίνας. Ελληνική κεραμική βρέθηκε επίσης σε τάφους απλών πολιτών.
Η πόλη του 11ου αιώνα μ.χ. περιορίστηκε σε μικρή έκταση γύρω από το λιμάνι, αλλά σύντομα επεκτάθηκε προς τα δυτικά για να καταλάβουν την περιοχή που σήμερα καλύπτεται από δάση. Το νεκροταφείο της Σαλαμίνας καλύπτει μια μεγάλη περιοχή από τα δυτικά όρια του δάσους στην Ιερά Μονή του Αγίου Βαρνάβα προς τα δυτικά, προς τα βόρεια και το χωριό Αγίου Σέργιος, και προς τα περίχωρα της Έγκωμης στα νότια. Περιλαμβάνει τάφους που χρονολογούνται από τον 9ο αιώνα μ.Χ., το μεγαλύτερο μέρος του νεκροταφείου δεν έχει ανασκαφεί και βρίσκετε μέσα στην περιοχή που καλύπτει το δάσος. Μετά την τουρκική εισβολή και το διεθνές εμπάργκο σταμάτησαν και οι διενέργειες ανασκαφών.
Βιβλιογραφία
Επεξεργασία- Αθανάσιου Σακελάριου, Τα Κυπριακά ήτοι, πραγματεία περί γεωγραφίας, αρχαιολογία, στατιστικής, μυθολογίας και διαλέκτου της Κύπρου, τόμος 1, Αθήνα 1855
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ S. Parpola, Neo-Assyrian Toponyms (1970), noted by Burkert (1992:13 n17), who instances an inscription that mentions both Iadnana and Iawan ("Ionia") "and keeps them distinct". The Greeks of Cyprus never called themselves "Ionians".
Πηγές
Επεξεργασία- Vassos Karageorghis, Salamis in Cyprus, Homeric, Hellenistic and Roman (1969), ISBN 0-500-39006-1.
- Walter Burkert, 1992. The Orientalizing Revolution: Near Eastern Influence on Greek Culture in the Early Archaic Age (Harvard University Press)
- Σπυρίδων Λάμπρος, Ιστορικά μελετήματα, Εν Αθήναις, Εκ του τυπογραφείου «ο Παλαμήδης», 1884