Ο σελεστίνης (αγγλ. celestine και celestite) είναι ορυκτό θειικό στρόντιο. Το όνομά του προέρχεται από την λατινική λέξη coelestis (= ουράνιος)[2] λόγω του χρώματός του (γαλάζιο του ουρανού).

Σελεστίνης
Σελεστίνης. Προέλευση: Μαδαγασκάρη
Γενικά
ΚατηγορίαΘειικά. Ομάδα βαρύτη
Χημικός τύποςSrSO4
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά
Πυκνότητα3,98 gr/cm3
ΧρώμαΣυνήθως γαλαζωπό, αλλά και άχρωμο, κίτρινο ή με αποχρώσεις κόκκινου, πράσινου και καστανού
Σύστημα κρυστάλλωσηςΡομβικό
ΚρύσταλλοιΠρισματικοί με πυραμιδοειδείς απολήξεις, μήκους μέχρι 45 εκ.
ΥφήΣυμπαγής, ενίοτε ελασματοειδής, ινώδης, σπάνια γαιώδης
ΔιδυμίαΌχι
Σκληρότητα3 - 3,5
Σχισμός{001) τέλειος, {210} καλός, {010} ατελής
ΘραύσηΑνώμαλη
ΛάμψηΥαλώδης, μαργαριτώδης σε σχισμογενείς επιφάνειες
Γραμμή κόνεωςΛευκή
ΠλεοχρωισμόςΑσθενής γαλαζωπός, μπλε, ιώδης[1]
ΔιαφάνειαΔιαφανής

Εμφάνιση, παραγενέσεις

Επεξεργασία

Σχηματίζει πλήρη ισόμορφη σειρά με τον βαρύτη. Η δομή των κρυστάλλων και το χρώμα τους είναι παρόμοια (ιδιαίτερα στις άχροες ποικιλίες) και δεν είναι δυνατό τα δύο ορυκτά να διακριθούν μακροσκοπικά. Η διάκρισή τους γίνεται με τη βοήθεια φλόγας λύχνου Bunsen, την οποία ο σελεστίνης χρωματίζει κόκκινη, ενώ ο βαρύτης πράσινη.

Είναι τυπικά ιζηματογενούς προελεύσεως ορυκτό, σχηματιζόμενο, ως χημικό ίζημα, από καταβυθίσεις υδατικών διαλυμάτων πλούσιων σε στρόντιο και πληροί εδαφικές κοιλότητες, σχισμές αλλά και σπήλαια. Απαντά, επίσης, σε υδροθερμικές φλέβες και σιδηρομαγνησιούχα πυριγενή πετρώματα.

Σχετίζεται με γύψο, ανυδρίτη, φθορίτη, στροντιανίτη, αυτοφυές θείο (εβαποριτικής προέλευσης), με το οποίο σχηματίζει πολύ όμορφο χρωματικό συνδυασμό, περιζήτητο από συλλέκτες, ασβεστίτη, δολομίτη, ανάλκιμο και νατρόλιθο.

Είναι το πλέον διαδεδομένο ορυκτό του στροντίου, του οποίου αποτελεί και μετάλλευμα, με παγκόσμια διασπορά. Πολύ όμορφα δείγματά του, με μεγάλους και όμορφα χρωματισμένους κρυστάλλους ανευρίσκονται στη Μαδαγασκάρη, το Μεξικό, τη Σικελία, τη Γερμανία (Κάτω Σαξωνία), τη Νορβηγία, την Αίγυπτο και τις πολιτείες Οχάιο, Πενσιλβάνια, Ιλινόις και Τέξας των ΗΠΑ.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks, READ BOOKS, 2008 ISBN 1-4437-4224-4
  • Frederick H. Pough, Roger Tory Peterson, Jeffrey (PHT) Scovil, A Field Guide to Rocks and Minerals, Houghton Mifflin Harcourt, 1988 ISBN 0-395-91096-X
  • Walter Schumann, R. Bradshaw, K. A. G. Mills, Handbook of Rocks, Minerals and Gemstones, Houghton Mifflin Harcourt, 1993 ISBN 0-395-51137-2

Σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Ο ιστοχώρος Webmineral αναφέρει ότι ο πλεοχρωισμός δίνει άχρωμο αποτέλεσμα
  2. Στον ιστοχώρο Mindat αναφέρεται ότι η λέξη προέρχεται από την ελληνική κελαινός (= σκούρος, μαύρος), αυτό όμως δεν φαίνεται πιθανόν.