Σιγισμόνδος Μαλατέστα

Ιταλός κοντοτιέρος

Ο Σιγισμόνδος', ιταλ.: Sigismondo Malatesta (Νοέμβριος 1498 – Δεκέμβριος 1553) από τον Οίκο των Μαλατέστα ήταν Ιταλός κοντοτιέρος.

Σιγισμόνδος Μαλατέστα
Γενικές πληροφορίες
ΓέννησηΝοέμβριος 1498
ΘάνατοςΔεκέμβριος 1553
Ρέτζο νελλ'Εμίλια
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητακοντοτιέρος
Οικογένεια
ΓονείςΠαντόλφο Δ΄ Μαλατέστα και Violante Bentivoglio, Signora di Rimini

Βιογραφία Επεξεργασία

Ήταν γιος του Παντόλφο Δ΄ κοντοτιέρου, κυρίου του Ρίμινι και της Βιολάντε Μπεντιβόλιο. Ο Σιγισμόνδος προσπάθησε για όλη του τη ζωή να ανακτήσει την προγονική κυριότητα των Μαλατέστα, το Ρίμινι, που είχε προσαρτηθεί στα Παπικά Κράτη από τον προπάππο του Σιγισμόνδο-Παντόλφο Μαλατέστα. Το 1522 μπήκε στην πόλη για πρώτη φορά, αλλά εκδιώχθηκε από τα στρατεύματα που έστειλε ο Αδριανός ΣΤ΄.

Αργότερα, κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ένωσης του Κονιάκ, πολέμησε για τους Γάλλους, παίρνοντας μέρος στην κατάληψη της Νοναντόλα και στην υπεράσπιση του Μιλάνου. Το 1525 ήταν παρών στη μάχη της Παβίας. Την επόμενη χρονιά υπερασπίστηκε μάταια το Λόντι ενάντια στα Βενετικά στρατεύματα υπό τον Μαλατέστα Δ΄ Μπαλιόνι και ήταν πρωταγωνιστής μίας περίφημης μονομαχίας εναντίον του διοικητή (cepitano) του Μπαλιόνι, Λουδοβίκου Βισταρίνι. Αργότερα τάχθηκε στο πλευρό των Παπικών Κρατών, πολεμώντας στην Πάρμα και τη Φιορεντσουόλα ντ' Άρντα ενάντια στους αυτοκρατορικούς λάντσκνεχτς (πεζικάριους).

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της λεηλασίας της Ρώμης, όταν ο πάπας Κλήμης Ζ΄ συνελήφθη αιχμάλωτος από τους αυτοκρατορικούς, το εκμεταλλεύτηκε και μπήκε στο Ρίμινι. Η πρώτη του κίνηση ήταν να εκτελέσει όλους τους εχθρούς του, ορισμένους μόνο από υποψίες, στην πόλη. Αργότερα το Ρίμινι πολιορκήθηκε από τα Γαλλικά στρατεύματα και η πόλη παραδόθηκε, αλλά ο Μαλτέστα επέστρεψε το 1528 μαζί με τον πατέρα του. Όταν ένας παπικός στρατός 6.000 στρατιωτών υπό τον καρδινάλιο Τζιοβάνι-Μαρία Ντελ Μόντε στάλθηκε εναντίον του, ο Σιγισμόνδος συμφώνησε να παραδώσει την πόλη με αντάλλαγμα 6.000 δουκάτα. Μετά από μία τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να διατηρήσει την ακρόπολη της πόλης, κατέφυγε στη Ραβέννα και τη Φεράρα.

Τον επόμενο χρόνο πολέμησε ως κοντοτιέρος για τη Βενετία και για τη Γερμανική αυτοκρατορία στην Ουγγαρία, και ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει υποστήριξη ενάντια στην παπική κατοχή του Ρίμινι. Πέθανε ως ενδεής στο Ρέτζιο Εμίλια, το 1553.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Πηγές Επεξεργασία