Πρόγραμμα Μανχάταν
Με την κωδική ονομασία Πρόγραμμα Μανχάταν (επίσημα Manhattan District, και ανεπίσημα Manhattan Project) αναφέρεται το άκρως απόρρητο αγγλο-αμερικανικό πρόγραμμα παραγωγής πυρηνικών όπλων (ατομικών βομβών) που αναπτύχθηκε περί το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.
Από το 1942 έως το 1946, το έργο ήταν υπό τη διεύθυνση του στρατηγού Λέσλι Γκρόουβς του Σώματος Μηχανικού του Στρατού των ΗΠΑ. Ο πυρηνικός φυσικός Ρόμπερτ Οπενχάιμερ ήταν διευθυντής του εργαστηρίου Λος Άλαμος, που σχεδίασε τις πραγματικές βόμβες. Ως "στρατιωτική συνιστώσα" του έργου ορίστηκε η περιοχή του Μανχάταν. Το Μανχάταν σταδιακά αντικατέστησε την επίσημη κωδική ονομασία "Development of Substitute Materials" (Ανάπτυξη υλικών υποκατάστασης) για ολόκληρο το έργο. Στην πορεία το σχέδιο απορρόφησε το προηγούμενο βρετανικό ομόλογό του Tube Alloys. Το Πρόγραμμα Μανχάταν ξεκίνησε μετριοπαθώς το 1939, αλλά διατρανώθηκε απασχολώντας περισσότερα από 130.000 άτομα και στοίχισε περίπου 2 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (περίπου 23 δισεκατομμύρια δολάρια σε δολάρια του 2018). Πάνω από το 90% του κόστους απορροφήθηκαν στα εργοστάσια κατασκευής και για την παραγωγή σχάσιμων υλικών, με λιγότερο από 10% για την ανάπτυξη και την παραγωγή των όπλων. Η έρευνα και η παραγωγή πραγματοποιήθηκαν σε περισσότερες από 30 τοποθεσίες, διεσπαρμένες στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στον Καναδά. Επίσης, πολλές διοικητικές και άλλες κρατικές υπηρεσίες συνέβαλαν σε αυτό επικουρικά.
Δύο τύποι ατομικών βομβών αναπτύχθηκαν ταυτόχρονα κατά τη διάρκεια του πολέμου: ένα σχετικά απλό όπλο σχάσης τύπου πυροβόλων όπλων και ένα πιο σύνθετο πυρηνικό όπλο τύπου εμφύσησης (implosion). Ο σχεδιασμός τύπου όπλου Thin Man αποδείχθηκε ανέφικτος για χρήση με πλουτώνιο και ως εκ τούτου αναπτύχθηκε ένας απλούστερος τύπος όπλου, που έλαβε την κωδική ονομασία Little Boy, που χρησιμοποίησε ουράνιο-235, ένα ισότοπο που αποτελεί μόνο το 0,7% του φυσικού ουρανίου. Χημικά πανομοιότυπο με το πλέον συνηθισμένο ισότοπο, το ουράνιο-238, και με σχεδόν την ίδια μάζα, αποδείχθηκε δύσκολο να διαχωριστούν τα δύο ισότοπα. Χρησιμοποιήθηκαν τρεις μέθοδοι για εμπλουτισμό ουρανίου : Η ηλεκτρομαγνητική, η αέρια διάχυση και η θερμική. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του έργου εκτελέστηκε στο Clinton Engineer Works στο Όακ Ριτζ (Oak Ridge) του Τενεσί.
Παράλληλα με την εργασία για το ουράνιο, υπήρξε μια προσπάθεια να παραχθεί πλουτώνιο, το οποίο ανακαλύφθηκε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια το 1940[1]. Μετά τη μελέτη σκοπιμότητας του πρώτου τεχνητού πυρηνικού αντιδραστήρα στον κόσμο, του "Chicago Pile-1" , αποδείχθηκε το 1942 στο Μεταλλουργικό Εργαστήριο του Πανεπιστημίου του Σικάγου, το έργο σχεδίασε τον αντιδραστήρα γραφίτη Χ-10 στο Όακ Ριτζ και τους αντιδραστήρες παραγωγής στην τοποθεσία Χάνφορντ στην πολιτεία Ουάσινγκτον, όπου το ουράνιο ακτινοβολήθηκε και μετατράπηκε σε πλουτώνιο. Το πλουτώνιο στη συνέχεια διαχωρίστηκε χημικά από το ουράνιο, χρησιμοποιώντας τη διαδικασία φωσφορικού βισμουθίου. Το όπλο "Fat Man plutonium" με εμφύτευση αναπτύχθηκε με συντονισμένη σχεδιαστική και αναπτυξιακή προσπάθεια του εργαστηρίου Los Alamos.
Το έργο είχε επίσης επιφορτιστεί με τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με το γερμανικό πρόγραμμα πυρηνικών όπλων. Μέσω της "επιχείρησης Άλσος", τμήμα του προσωπικού του προγράμματος Μανχάταν υπηρέτησε στην Ευρώπη, μερικές φορές πίσω από τις εχθρικές γραμμές, όπου συγκέντρωσε πυρηνικά υλικά και έγγραφα και συγκέντρωσε Γερμανούς επιστήμονες. Παρά τη συνεκτική ασφάλεια του Μανχάταν, οι σοβιετικοί ατομικοί κατάσκοποι κατάφεραν να διεισδύσουν επιτυχώς στο πρόγραμμα.
Η πρώτη πυρηνική συσκευή που πυροδοτήθηκε ποτέ ήταν μια βόμβα τύπου σχάσης στη δοκιμή με το κωδικό όνομα "Trinity", η οποία διεξήχθη στις 16 Ιουλίου 1945 στο Κέντρο Δοκιμαστικών Βομβαρδισμών στο Αλαμογκόρντο του Νέου Μεξικού. Οι βόμβες με τα κωδικά ονόματα "Little Boy" (βόμβα ουρανίου) και "Fat Man" (βόμβα πλουτωνίου) χρησιμοποιήθηκαν ένα μήνα αργότερα στις ατομικές επιθέσεις κατά της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι στην Ιαπωνία, αντίστοιχα. Στα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια, το πρόγραμμα Μανχάταν διεξήγαγε δοκιμές όπλων στην Ατόλη Μπικίνι στο πλαίσιο της "επιχείρησης Crossroads", ανέπτυξε νέα όπλα, προώθησε την ανάπτυξη του δικτύου των εθνικών εργαστηρίων, υποστήριξε την ιατρική έρευνα στη ραδιολογία και έθεσε τα θεμέλια για το πυρηνικό ναυτικό. Διατήρησε τον έλεγχο της έρευνας και της παραγωγής αμερικανικών ατομικών όπλων έως τον σχηματισμό της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας των Ηνωμένων Πολιτειών τον Ιανουάριο του 1947.
Απαρχές και χρονολόγιο
ΕπεξεργασίαΗ ανακάλυψη της πυρηνικής σχάσης από τους Γερμανούς χημικούς Ότο Χαν και Φριτς Στράσμαν το 1938 και η θεωρητική εξήγηση της Λίζε Μάιτνερ και του Όττο Φρις κατέστησαν την ανάπτυξη της ατομικής βόμβας θεωρητική πιθανότητα. Υπήρχαν φόβοι ότι ένα γερμανικό σχέδιο ατομικής βόμβας θα αναπτυσσόταν πιο γρήγορα, ειδικά μεταξύ των επιστημόνων που ήταν πρόσφυγες από τη ναζιστική Γερμανία και άλλες φασιστικές χώρες.[2] Τον Αύγουστο του 1939, οι Ούγγροι φυσικοί Λέο Σίλαρντ (Leo Szilard) και Γιουτζίν Βίγκνερ (Eugene Wigner) συνέταξαν τη λεγόμενη "επιστολή Einstein-Szilard", η οποία προειδοποίησε για την πιθανή ανάπτυξη «εξαιρετικά ισχυρών βόμβων νέου τύπου». Κάλεσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να λάβουν μέτρα για να αποκτήσουν αποθέματα μεταλλευμάτων ουρανίου και να επιταχύνουν την έρευνα του Ενρίκο Φέρμι και άλλων σε πυρηνικές αλυσιδωτές αντιδράσεις. Υπογράφηκε και από τον Άλμπερτ Αϊνστάιν και παραδόθηκε στον Πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούσβελτ. Ο Ρούσβελτ κάλεσε τον Λάιμαν Μπριγκς (Lyman Briggs) του Εθνικού Γραφείου Προτύπων να διευθύνει τη Συμβουλευτική Επιτροπή για το ουράνιο για να διερευνήσει τα θέματα που είχε θέσει η επιστολή. Ο Μπριγκς συγκάλεσε διάσκεψη στις 21 Οκτωβρίου 1939, στην οποία παρευρέθηκαν οι Σίλαρντ, Βίγκνερ και Έντουαρντ Τέλλερ (Edward Teller). Η επιτροπή ενημέρωσε τον Ρούσβελτ τον Νοέμβριο ότι το ουράνιο «θα παρείχε πιθανή πηγή βομβών με καταστροφική ισχύ πολύ μεγαλύτερη από ο,τιδήποτε είναι τώρα γνωστό».[3]
Το αμερικανικό ναυτικό επιχορήγησε το Πανεπιστήμιο Κολούμπια με $ 6.000, τα περισσότερα από τα οποία ο Φέρμι και ο Σίλαρντ δαπάνησαν για την αγορά γραφίτη. Μια ομάδα καθηγητών του Κολούμπια, μεταξύ των οποίων οι Φέρμι, Σίλαρντ, Γιουτζίν Τ. Μπουθ (Eugene T. Booth) και Τζον Ντάννινγκ (John Dunning), δημιούργησαν την πρώτη αντίδραση πυρηνικής σχάσης στην Αμερική, επαληθεύοντας το έργο των Χαν και Στράσμαν. Η ίδια ομάδα δημιούργησε στη συνέχεια μια σειρά πρωτότυπων πυρηνικών αντιδραστήρων (ή "πασσάλων" όπως τους αποκαλούσε ο Φέρμι) στο Πάπιν Χολ (Pupin Hall) του Κολούμπια, αλλά δεν ήταν ακόμη σε θέση να επιτύχουν αλυσιδωτή αντίδραση[4]. Η Συμβουλευτική Επιτροπή για το Ουράνιο μετονομάστηκε σε Εθνική Επιτροπή Έρευνας Άμυνας (NDRC) για το Ουράνιο όταν επαναδημιουργήθηκε στις 27 Ιουνίου 1940[5]. Ο Μπριγκς πρότεινε να δαπανηθούν 167.000 δολάρια για την έρευνα για το ουράνιο, ειδικότερα για το ισότοπο ουράνιο-235 και το πλουτώνιο, το οποία ανακαλύφθηκε το 1940 στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Στις 28 Ιουνίου 1941 ο Ρούζβελτ υπέγραψε την εκτελεστική εντολή 8807, η οποία δημιούργησε το Γραφείο Επιστημονικής Έρευνας και Ανάπτυξης (Office of Scientific Research and Development, OSRD)[6] με Διευθυντή τον Βάνεβαρ Μπους (Vannevar Bush). Το γραφείο ήταν εξουσιοδοτημένο να ασχολείται με μεγάλα έργα μηχανικής εκτός από την έρευνα.[7] Η επιτροπή NDRC για το ουράνιο αποτέλεσε το τμήμα S-1 του OSRD, ενώ η λέξη "ουράνιο" «καταργήθηκε» για λόγους ασφαλείας.[8]
Στη Βρετανία, οι Frisch και Ρούντολφ Πάιερλς (Rudolf Peierls) στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ πραγματοποίησαν σημαντική ανακάλυψη διερευνώντας την κρίσιμη μάζα του ουρανίου-235 τον Ιούνιο του 1939[9]. Οι υπολογισμοί τους έδειξαν ότι η μάζα αυτή ήταν τάξης μεγέθους 10 χιλιογράμμων (22 λιβρών) που ήταν αρκετά μικρή για να μεταφερθεί από ένα βομβαρδιστικό ημερήσιων βομβαρδισμών[10]. Το Μνημόνιο Frisch-Peierls του Μαρτίου 1940 απετέλεσε το εναρκτήριο συμβάν για το βρετανικό σχέδιο ατομικής βόμβας και την επιτροπή MAUD[11], η οποία συνέστησε ομόφωνα την ανάπτυξη ατομικής βόμβας.[10] Τον Ιούλιο του 1940, η Βρετανία είχε προσφερθεί να δώσει στις Ηνωμένες Πολιτείες πρόσβαση στην επιστημονική της έρευνα[12] και ο Τζον Κόκροφτ (John Cockcroft) της ομάδας Tizard ενημέρωσε Αμερικανούς επιστήμονες για τις βρετανικές εξελίξεις. Διαπίστωσε, ωστόσο, ότι το αμερικανικό πρόγραμμα ήταν μικρότερο από το βρετανικό και όχι τόσο προηγμένο[13]. Στο πλαίσιο της επιστημονικής ανταλλαγής, τα πορίσματα της επιτροπής MAUD διαβιβάστηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένα από τα μέλη της επιτροπής, ο Αυστραλός φυσικός Μαρκ Όλιφαντ (Mark Oliphant) μετέβη αεροπορικώς στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη Αυγούστου του 1941 και διαπίστωσε ότι τα στοιχεία που είχε παρέχει η επιτροπή MAUD δεν είχαν φθάσει σε βασικούς Αμερικανούς συντελεστές. Στη συνέχεια, ο Όλιφαντ άρχισε να ερευνά γιατί τα συμπεράσματα της επιτροπής MAUD προφανώς είχαν αγνοηθεί. Συναντήθηκε με την Επιτροπή Ουρανίου και επισκέφθηκε το Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια, όπου κατάφερε να πείσει τον Έρνεστ Λόρενς. Ο Λόρενς ήταν αρκετά εντυπωσιασμένος για να ξεκινήσει τη δική του έρευνα για το ουράνιο. Με τη σειρά του μίλησε στους Τζέιμς Κόναντ (James B. Conant), Άρθουρ Χόλι ΚόμπτονComp και Τζωρτζ Πέγκραμ (George B. Pegram). Η αποστολή του Όλιφαντ στέφθηκε, έτσι, από απόλυτη επιτυχία. Οι βασικοί συντελεστές - Αμερικανοί φυσικοί είχαν πλέον επίγνωση της πιθανής ισχύος μιας ατομικής βόμβας[14][15].
Στις 9 Οκτωβρίου 1941 ο Πρόεδρος Ρούζβελτ ενέκρινε το ατομικό πρόγραμμα μετά τη σύγκληση συνάντησης με τον Β. Μπους και τον αντιπρόεδρο Χένρι Ουάλλας. Για να ελέγξει το πρόγραμμα, δημιούργησε μια ομάδα κορυφαίων πολιτικών που αποτελούνταν από τον ίδιο - παρόλο που δεν παρέστη ποτέ σε συνάντηση - και τους Ουάλλας, Μπους, Κόναντ, τον Υπουργό Πολέμου Χένρι Στίμσον (Henry L. Stimson) και τον αρχηγό του Στρατού, στρατηγό Τζορτζ Μάρσαλ (George C. Marshall). Ο Ρούσβελτ επέλεξε τον Στρατό για να εκτελέσει το έργο και όχι το Πολεμικό Ναυτικό, επειδή ο Στρατός είχε μεγαλύτερη εμπειρία στη διαχείριση μεγάλων κατασκευαστικών έργων. Συμφώνησε επίσης να συντονίσει την προσπάθεια με αυτή των Βρετανών και στις 11 Οκτωβρίου απέστειλε μήνυμα στον Πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ, αναφέροντας ότι έπρεπε να επικοινωνούν τακτικά για τα ατομικά θέματα[16].
Υλοποίηση
ΕπεξεργασίαΠροτάσεις
ΕπεξεργασίαΗ επιτροπή S-1 πραγματοποίησε τη συνάντησή της στις 18 Δεκεμβρίου 1941 «σε ατμόσφαιρα ενθουσιασμού και επείγοντος»[17] μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και την επακόλουθη δήλωση των Ηνωμένων Πολιτειών περί κήρυξης πολέμου αρχικά με την Ιαπωνία και στη συνέχεια με τη Ναζιστική Γερμανία[18] Οι εργασίες συνεχίστηκαν πάνω σε τρεις διαφορετικές τεχνικές για τον διαχωρισμό ισοτόπων, προκειμένου να διαχωριστεί το ουράνιο-235 από το πιο άφθονο ουράνιο-238. Ο Λόρενς και η ομάδα του στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας[1] διερεύνησαν τον ηλεκτρομαγνητικό διαχωρισμό, ενώ η ομάδη των Έγκερ Μάρφρι (Eger Murphree) και Τζέσσε Ουέικφιλντ Μπιμς (Jesse Wakefield Beams} εξέτασε την αέρια διάχυση στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, ο Φίλιπ Άμπελσον (Philip Abelson) διεξήγαγε έρευνα θερμικής διάχυσης στο Ινστιτούτο Κάρνεγκι της Ουάσινγκτον και αργότερα στο Εργαστήριο Ναυτικών Ερευνών[19]. Ο Μάρφρι ήταν επίσης επικεφαλής ενός ανεπιτυχούς σχεδίου διαχωρισμού με χρήση φυγοκεντρητών αερίων[20].
Εν τω μεταξύ υπήρχαν δύο κλάδοι έρευνας για την τεχνολογία των πυρηνικών αντιδραστήρων, και ο Χάρολντ Ούρεϊ (Harold Urey) συνέχισε την έρευνα για το βαρύ ύδωρ στο Κολούμπια, ενώ ο Κόμπτον μετακίνησε τους επιστήμονες που εργάστηκαν υπό την επίβλεψή του από τ0 Κολούμπια και το Πανεπιστήμιο Πρίνστον στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, όπου οργάνωσε το μεταλλουργικό εργαστήριο στις αρχές του 1942, για να μελετήσει το πλουτώνιο και τους αντιδραστήρες που χρησιμοποιούν γραφίτη ως επιβραδυντή νετρονίων.[21] Οι Μπριγκς, Κόμπτον, Λόρενς, Μάρφρι και Ούρεϊ συναντήθηκαν στις 23 Μαΐου 1942 για να οριστικοποιήσουν τις υποδείξεις της επιτροπής S-1, με τις οποίες ζητήθηκε η υιοθέτηση και των πέντε τεχνολογιών. Αυτό εγκρίθηκε από τους Μπους, Κόναντ και τον Ταξίαρχο Βίλχελμ Ντ. Στάιερ (Wilhelm D. Styer), τον επικεφαλής του προσωπικού της Υπηρεσίας Προμήθειας των Υποστράτηγο Μπρέχον Β. Σόμερβιλλ , ο οποίος είχε οριστεί εκπρόσωπος του Στρατού σε πυρηνικά θέματα.[19] Οι Μπους και Κόναντ στη συνέχεια υπέβαλαν τη σύσταση στην Ανώτατη Ομάδα Πολιτικής με πρόταση προϋπολογισμού 54 εκατομμυρίων δολαρίων για την κατασκευή από το Σώμα Μηχανικού του Στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών, 31 εκατομμύρια δολάρια για έρευνα και ανάπτυξη από το OSRD και 5 εκατομμύρια δολάρια για απρόβλεπτες δαπάνες το οικονομικό έτος 1943. Η ανώτατη ομάδα πολιτικής με τη σειρά της την απέστειλε στις 17 Ιουνίου 1942 στον Πρόεδρο Ρούζβελτ, ο οποίος την ενέκρινε γράφοντας "OK FDR" στο έγγραφο.[19]
Σχέδια κατασκευής της βόμβας
ΕπεξεργασίαΟ Κόμπτον ζήτησε από τον θεωρητικό φυσικό Ρόμπερτ Οπενχάιμερ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια να αναλάβει την έρευνα σχετικά με τους υπολογισμούς ταχέων νετρονίων - κλειδί για τον υπολογισμό της κρίσιμης μάζας και της πυροδότησης της βόμβας - καθώς και από τον Γκρέγκορι Μπρέιτ (Gregory Breit), ο οποίος είχε εγκαταλείψει το σχέδιο στις 18 Μαΐου 1942 λόγω ανησυχιών σχετικά με την, κατά τη γνώμη του, χαλαρή λειτουργική ασφάλεια.[22] Ο Τζον Μάνλεϊ (John H. Manley), φυσικός στο Εργαστήριο Μεταλλουργία , ανέλαβε να βοηθήσει τον Οπενχάιμερ επικοινωνώντας και συντονίζοντας ομάδες πειραματικής φυσικής διάσπαρτες σε ολόκληρη τη χώρα[23] Ο Οπενχάιμερ και ο Ρόμπερτ Σέρμπερ (Robert Serber) του Πανεπιστημίου του Ιλλινόις εξέτασαν τα προβλήματα διάχυσης νετρονίων - με ποιον τρόπο τα νετρόνια κινούνταν σε πυρηνική αλυσιδωτή αντίδραση - και υδροδυναμικά - και πώς μπορεί να συμπεριφερθεί η έκρηξη που παράγεται από αλυσιδωτή αντίδραση. Για τη γενική επισκόπηση του προγράμματος και τη γενική θεωρία των αντιδράσεων σχάσης, οι Οπενχάιμερ και Φερμι πραγματοποίησαν συναντήσεις στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο τον Ιούνιο και στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια τον Ιούλιο του 1942 με τους θεωρητικούς φυσικούς Χανς Μπέτε, Τζον Βαν Βλεκ (John Van Vleck), Έντουαρντ Τέλλερ (Edward Teller), Εμίλ Κονοπίνσκι (Emil Konopinski), Ρόμπερτ Σέρμπερ, Σταν Φράνκελ (Stan Frankel) και Έλντρεντ Νέλσον (Eldred C. Nelson}, - οι τελευταίοι τρεις ήταν πρώην μαθητές του Οπενχάιμερ - και τους πειραματικούς φυσικούς Εμίλιο Σεγκρέ (Emilio Segrè, Φέλιξ Μπλοχ (Felix Bloch), Φράνκο Ραζέττι (Franco Rasetti), Τζον Χένρι Μάνλεϊ (John Henry Manley) και Έντουϊν ΜακΜίλλαν (Edwin McMillan). Τελικά πείστηκαν ότι η κατασκευή μιας βόμβας σχάσης ήταν θεωρητικά δυνατή[24].
Υπήρχαν ακόμη πολλοί άγνωστοι παράγοντες. Οι ιδιότητες του καθαρού ουρανίου-235 ήταν σχετικά άγνωστες, όπως και εκείνες του πλουτωνίου, ένα στοιχείο που ανακαλύφθηκε μόλις τον Φεβρουάριο του 1941 από τον Γκλεν Σίμποργκ και την ομάδα του. Οι επιστήμονες στη διάσκεψη του Μπέρκλεϊ (Ιούλιος 1942) οραματίστηκαν τη δημιουργία πλουτωνίου σε πυρηνικούς αντιδραστήρες όπου τα άτομα ουρανίου-238 απορρόφησαν νετρόνια που είχαν αποσπαστεί από τη διάσπαση ατόμων ουρανίου-235. Σε αυτό το σημείο δεν κατασκευάστηκε αντιδραστήρας και μόνο μικροσκοπικές ποσότητες πλουτωνίου ήταν διαθέσιμες από τα κύκλοτρονς που υπήρχαν σε ιδρύματα όπως το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον στο Σαιν Λούι[25]. Ακόμη και τον Δεκέμβριο του 1943, παράχθηκαν μόνο δύο χιλιοστόγραμμα (mgr)[26]. Υπήρχαν πολλοί τρόποι οργάνωσης του σχασίμου υλικού σε κρίσιμη μάζα. Ο απλούστερος ήταν να εκτοξεύεται ένα «κυλινδρικό βύσμα» σε μια σφαίρα ενεργού υλικού με ένα υλικό «παραβίασης», που θα εστίαζε τα νετρόνια προς τα μέσα και θα κρατούσε επίσης τη μάζα συνεκτική, για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα[27]. Διερεύνησαν επίσης σχέδια με σφαιροειδή, μια πρωτόγονη μορφή «εμφύσησης» που πρότεινε ο Ρίτσαρντ Τόλμαν (Richard C. Tolman) και τη δυνατότητα αυτοκαταλυτικών μεθόδων που θα αύξαναν την αποτελεσματικότητα της βόμβας καθώς αυτή θα εκρηγνυόταν[28].
Θεωρώντας ότι η ιδέα της βόμβας σχάσης θεωρητικά διευθετήθηκε - τουλάχιστον μέχρις ότου προκύψουν περισσότερα πειραματικά δεδομένα - η διάσκεψη του Μπέρκλεϊ του 1942 στράφηκε στη διαφορετική κατεύθυνση. Ο Έντουαρντ Τέλλερ ώθησε τη συζήτηση προς μια ισχυρότερη βόμβα, την αποκαλούμενη (τότε) "super" (σήμερα είναι γνωστή ως βόμβα υδρογόνου). Αυτή θα χρησιμοποιούσε την ισχύ της «απλής» ατομικής βόμβας, προκειμένου να προκαλέσει σύντηξη ατόμων δευτερίου και τριτίου[29]. Ο Τέλλερ πρότεινε το ένα σχέδιο μετά το άλλο, αλλά ο Μπέτε τα απέρριψε όλα. Έτσι, η ιδέα της πυρηνικής σύντηξης παρέμεινε στην αφάνεια και οι προσπάθειες στράφηκαν προς την ατομική βόμβα σχάσης.[30] Ο Τέλλερ ανέφερε, επίσης, τη θεωρητική πιθανότητα ότι η βόμβα σχάσης θα μπορούσε να προκαλέσει ανάφλεξη της ατμόσφαιρας, λόγω της υποθετικής σύντηξης των πυρήνων των ατόμων αζώτου.[31] Ο Μπέτε υπολόγισε ότι κάτι παρόμοιο δεν θα ήταν δυνατόν να συμβεί[32] και σε μια αναφορά, την οποία συνυπέγραψε ο Τέλλερ, ανέφερε ότι "δεν υπάρχει πιθανότητα να εκκινήσει καμία αλληλεπιδραστική αλυσίδα πυρηνικών αντιδράσεων".[33] Για λογαριασμό του Σέρμπερ ο Οπενχάιμερ ανέφερε αυτό το υποθετικό σενάριο στον Κόμπτον, ο οποίος "δεν είχε επαρκή αίσθηση να το 'θάψει', κι έτσι αυτό εμφανίσθηκε σε ένα έγγραφο που απευθυνόταν στην Ουάσιγκτον.
Η οργάνωση
ΕπεξεργασίαΗ περιοχή Μανχάταν
ΕπεξεργασίαΟ αρχηγός του Μηχανικού, στρατηγός Γιουτζίν Ρέιμπολντ (Eugene Reybold) επέλεξε τον συνταγματάρχη Τζέιμς Κ. Μάρσαλ (James C. Marshall) ως επικεφαλής του τμήματος του Στρατού, το οποίο θα είχε ενασχόληση με το πρόγραμμα, τον Ιούνιο του 1942. Ο Μάρσαλ δημιούργησε ένα γραφείο διασύνδεσης στην Ουάσινγκτον, αλλά επέλεξε ως προσωρινή του έδρα τον 18ο όροφο του κτιρίου στον αριθμό 270 του Μπρόντγουεϊ στη Νέα Υόρκη, όπου θα μπορούσε να αντλήσει διοικητική υποστήριξη από τη μεραρχία Μηχανικού του Βορείου Ατλαντικού. Ήταν κοντά στα γραφεία της Stone & Webster του Μανχάταν, η οποία ήταν και ο κύριος ανάδοχος του έργου και στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Είχε την άδεια να πάρει προσωπικό από την προηγούμενη μονάδα του, στην περιοχή Suracuse, και ο πρώτος που επέλεξε ήταν ο αντισυνταγματάρχης Κένεθ Νίκολς (Kenneth Nichols), ο οποίος έγινε ο πρώτος βοηθός του.[34][35]
Το πρόγραμμα Μανχάταν ξεκίνησε από τον Πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούσβελτ σε συνεργασία με τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, το 1942, υπό την αρχική ονομασία Εργαστήριο Ανάπτυξης Εναλλακτικών Υλικών. Με την «Επιχείρηση Άλσος», και με νέο πρόεδρο των ΗΠΑ τον Χάρυ Τρούμαν, πέρασε και στο στάδιο της παραγωγής. Επικεφαλής - Ανώτατος διοικητής του προγράμματος ήταν ο στρατηγός του Μηχανικού Λέσλι Γκρόουβς (Leslie R. Groves). Το πρόγραμμα πέρασε από στρατιωτικό σε πολιτικό έλεγχο το 1947 με τη δημιουργία της Επιτροπής Ατομικής Ενεργείας των ΗΠΑ.
Με το πρόγραμμα αυτό ξεκίνησε ουσιαστικά και η ιστορία της ατομικής βόμβας και κατ΄ επέκταση των πυρηνικών εξοπλισμών, που ανάλογα από ποια πλευρά εξετάζεται παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Για τον πυρηνικό φυσικό αποτελεί τη μυθική αφήγηση επιστημονικής αναζήτησης σε πρωτοφανή κλίμακα που ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Για τον τεχνικό αποτελεί εποποιία της σύγχρονης τεχνολογίας για την οποία ξοδεύτηκαν τεράστιοι οικονομικοί πόροι για την εποχή της. Από τους στρατιωτικούς χαρακτηρίστηκε εκπληκτικό πρόγραμμα υπερόπλων "εν πολέμω". Για τον ιστορικό ερευνητή (πολιτικό ή στρατιωτικό) αποτέλεσε τον μεγαλύτερο θρύλο μηχανορραφιών σε επίπεδα εχθρότητας και καχυποψίας μέχρι σήμερα. Για τον φιλόσοφο της ηθικής αποτέλεσε τη μεγαλύτερη μελέτη σύγκρουσης νομιμοφροσύνης και των αντιθέσεων που δημιούργησε. Τέλος για τους κοινωνιολόγους αλλά και για κάθε πολίτη σε διεθνή κλίμακα αποτέλεσε τη μεγαλύτερη δραστηριότητα θιάσου από πατριώτες μέχρι δόλιους πράκτορες με τα πιο ανάμικτα συναισθήματα, ταυτόχρονα συναρπαστικά και ανατριχιαστικά, πολεμικών ιστοριών.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια ιδρύθηκε στις 23 Μαρτίου 1868 και λειτούργησε στο Όκλαντ της Καλιφόρνια μέχρι που μετακινήθηκε στην πανεπιστημιούπολη του Μπέρκλεϋ το 1873.«A brief history of the University of California | UCOP». www.ucop.edu (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2018. California, University of. «UC 150th Anniversary Timeline». UC 150th Anniversary Timeline (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2018. Τον Μάρτιο του 1951 το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια εναδιοργανώθηκε διαφοετικά από το Μπέρκλεϋ.«Past Chancellors | Office of the Chancellor». chancellor.berkeley.edu (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2018. Δείτε επίσης το λήμμα Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Μπέρκλεϋ.
- ↑ Jones 1985, σελ. 12.
- ↑ Hewlett & Anderson 1962, σελίδες 16–20.
- ↑ «Fermi at Columbia | Department of Physics». physics.columbia.edu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Ιουνίου 2019. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουλίου 2019.
- ↑ Rhodes 1986, σελίδες 337–338.
- ↑ «Executive Order 8807 Establishing the Office of Scientific Research and Development». 28 Ιουνίου 1941. Ανακτήθηκε στις 28 Ιουνίου 2011.
- ↑ Hewlett & Anderson 1962, σελίδες 40–41.
- ↑ Jones 1985, σελ. 33.
- ↑ Rhodes 1986, σελίδες 322–325.
- ↑ 10,0 10,1 Hewlett & Anderson 1962, σελ. 42.
- ↑ Hewlett & Anderson 1962, σελίδες 39–40
- ↑ Phelps 2010, σελίδες 126–128.
- ↑ Phelps 2010, σελίδες 282–283.
- ↑ Rhodes 1986, σελίδες 372–374.
- ↑ Hewlett & Anderson 1962, σελίδες 43–44.
- ↑ Jones 1985, σελίδες 30–32.
- ↑ Jones 1985, σελ. 35.
- ↑ Williams 1960, σελίδες 3–4.
- ↑ 19,0 19,1 19,2 Jones 1985, σελίδες 37–39.
- ↑ Nichols 1987, σελίδες 32.
- ↑ Jones 1985, σελίδες 35–36.
- ↑ Rhodes 1986, σελ. 416.
- ↑ Hewlett & Anderson 1962, σελ. 103.
- ↑ Hoddeson και άλλοι 1993, σελίδες 42–44
- ↑ Hewlett & Anderson 1962, σελίδες 33–35, 183.
- ↑ Groves 1962, σελ. 41.
- ↑ Serber & Rhodes 1992, σελ. 21.
- ↑ Hoddeson και άλλοι 1993, σελίδες 54–56
- ↑ Rhodes 1986, σελ. 417.
- ↑ Hoddeson και άλλοι 1993, σελίδες 44–45
- ↑ Bethe 1991, σελ. 30
- ↑ Rhodes 1986, σελ. 419.
- ↑ Konopinski, E. J· Marvin, C.· Teller, Edward (1946). «Ignition of the Atmosphere with Nuclear Bombs» (PDF). Los Alamos National Laboratory. Ανακτήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2008.
- ↑ Broad, William J. (30 October 2007). «Why They Called It the Manhattan Project». The New York Times. https://www.nytimes.com/2007/10/30/science/30manh.html. Ανακτήθηκε στις 27 October 2010.
- ↑ Jones 1985, σελίδες 41–44.
Πηγές
Επεξεργασία- Ιστορία του 20ού αιώνα, τόμ. 5ος (Ιστορία 20ού αιώνα): "Η Βόμβα", σελ. 2028, Έκδοση Χρυσός Τύπος - Αθήνα 1974
- Ν. Ράπτης: Ο Εφιάλτης των Πυρηνικών, Εκδ. Καρρέ - Αθήνα 1986
- Leandro Castellani: «Το σχέδιο Μανχάταν», Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχ. 73 (Ιούλιος 1974), σσ. 98-107
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επεξεργασία- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Manhattan Project στο Wikimedia Commons