Ο τάφος των Σκιπιώνων, λατιν.: sepulcrum Scipionum [1], που ονομάζεται επίσης υπόγειο των Σκιπιώνων, λατιν.: hypogaeum Scipionum, ήταν ο κοινός τάφος της οικογένειας των πατρικίων Σκιπιώνων κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας για ταφές μεταξύ των αρχών του 3ου αι. π.Χ. και των αρχών του 1ου αι. μ.Χ. Στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε και μέσα σε μερικές εκατοντάδες χρόνια χάθηκε η θέση του.

Τάφος των Σκιπιώνων
Χάρτης
Είδοςτάφος και αρχαιολογική θέση
Γεωγραφικές συντεταγμένες41°52′34″N 12°30′3″E
Διοικητική υπαγωγήΡώμη
ΧώραΙταλία
Commons page Πολυμέσα
Θέση του τάφου στην αρχαία Ρώμη.
Η είσοδος στον τάφο. Ο τοίχος κατά μήκος της Βία ντι Πόρτα Σαν Σεμπαστιάνο βρίσκεται ακριβώς πίσω από αυτόν που κρατά τη φωτογραφική μηχανή, ο οποίος στέκεται προς το εσωτερικό της πύλης στον αριθμό 6. Πέρα από τον τοίχο στην επάνω δεξιά γωνία του λόφου είναι ο δρόμος του πάρκου. Ο τάφος, που είχε πρόσοψη και ανοίγματα προς αυτή την κατεύθυνση, υψωνόταν επάνω από την Αππία Οδό, η οποία τώρα είναι αρκετά μέτρα υψηλότερη από τότε. Ο λόφος συνεχίζει προς τα κάτω στα αριστερά, όπου βρίσκονται τα περισσότερα από τα ερείπια.

Ο τάφος ανακαλύφθηκε ξανά δύο φορές, την τελευταία φορά το 1780 [2] και βρίσκεται κάτω από έναν λόφο στην άκρη του δρόμου, πίσω από έναν τοίχο στους αριθμούς 9 και 12 της Βία ντι Πόρτα Σαν Σεμπαστιάνο στη Ρώμη, όπου μπορεί να τον επισκεφτεί το κοινό με ένα μικρό αντίτιμο εισόδου. Η τοποθεσία ήταν ιδιόκτητη, όταν ανακαλύφθηκε ο τάφος, αλλά αγοράστηκε από την πόλη το 1880 με πρόταση του Ροντόλφο Αμεντέο Λαντσιάνι.[3] Στη συνέχεια κτίστηκε ένα σπίτι σε έναν πρώην αμπελώνα εκεί. Η σημερινή κύρια είσοδος του τάφου είναι ένα τοξωτό άνοιγμα στην πλευρά του λόφου, όχι η αρχική κύρια είσοδος. Μετά την ανακάλυψη, τα λίγα σωζόμενα λείψανα μεταφέρθηκαν και ενταφιάστηκαν με τιμή αλλού, ή πετάχτηκαν από άγνοια. Τα αντικείμενα -μία ολόκληρη σαρκοφάγος και τα θραύσματα άλλων σαρκοφάγων- εκτέθηκαν στην αίθουσα του Μουσείου Πίο-Κλεμεντίνο στο Βατικανό το 1912. Ο τάφος είναι ένα λαξευμένο θαλαμοειδές δωμάτιο στο εσωτερικό, με τα λείψανα μίας όψιμης πρόσοψης στο εξωτερικό.

Κατά την εποχή της Δημοκρατίας ο τάφος βρισκόταν σε ένα νεκροταφείο για εξέχοντες και τις οικογένειές τους, που βρισκόταν στη γωνία μεταξύ της Αππίας Οδού και της Βία Λατίνα, σε έναν συνδετικό δρόμο που ένωνε τους δύο δρόμους, ακριβώς μετά το σημείο διακλάδωσης. Αρχικά βρισκόταν έξω από την πόλη, όχι μακριά από το σημείο όπου η Αππία Οδός περνούσε από τα Σέρβια Τείχη στην Πόρτα Καπένα. Στους επόμενους αιώνες νέα κατασκευή άλλαξε εντελώς τα ορόσημα της περιοχής: το Τείχος επεκτάθηκε, για να γίνει το Αυρηλιανό Τείχος, όπου μέσω της Πόρτα Αππία περνούσε η Αππία Οδός. Το νεκροταφείο ήταν πλέον μέσα στην πόλη. Η Πόρτα Αππία σήμερα ονομάζεται Πόρτα Σαν Σεμπαστιάνο. Πριν από αυτή είναι η λεγόμενη Αψίδα του Δρούσου, στην πραγματικότητα ένα τμήμα του υδραγωγείου. Η Αππία Οδός σε εκείνη την τοποθεσία μετονομάστηκε σε Βία ντι Πόρτα Σαν Σεμπαστιάνο. Περνάει από το Πάρκο των Σκιπιώνων, όπου κάποτε βρισκόταν το νεκροταφείο. Η Βία είναι ανοιχτή στην κυκλοφορία. Το μεγαλύτερο μέρος της είναι ευθγραμμισμένο με τοίχους.

Ιστορία Επεξεργασία

Περίοδος χρήσης από την οικογένεια Επεξεργασία

Ο τάφος-μαυσωλείο ιδρύθηκε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. μετά το άνοιγμα της Αππίας Οδού το 312 π.Χ., πιθανότατα από τον τότε αρχηγό της οικογένειας Λεύκιο Κορνήλιο Σκιπίωνα Βαρβάτο, ύπατο το 298 π.Χ. Είναι ο παλαιότερος γνωστός ένοικος μετά το τέλος του γύρω στο 280 π.Χ. Η σαρκοφάγος του ήταν η μόνη που σώθηκε άθικτη· τώρα εκτίθεται στα Μουσεία του Βατικανού, επανενωμένη με την αρχική της επιγραφή. Σύμφωνα με τον Κοαρέλλι, η χωρητικότητα του κτιρίου έφθανε τις 30 ταφικές θέσεις και το κύριο σώμα του συγκροτήματος είχε ουσιαστικά γεμίσει στα μέσα του 2ου αι. π.Χ.,[4] αλλά νέες ταφές συνεχίζοντο -με μεγάλα διαστήματα- μέχρι τον 1ο αι. μ.Χ. Εκείνη την περίοδο ο τάφος ήταν τοπόσημο στην αρχαία Ρώμη.

Ο τάφος περιείχε τα λείψανα ενός ατόμου, που δεν ανήκε στην οικογένεια του Σκιπιώνων: του ποιητή Έννιου, του οποίου υπήρχε ένα μαρμάρινο άγαλμα στον τάφο σύμφωνα με τον Κικέρωνα.[5] Κανένας από τους πιο γνωστούς Σκιπίωνες (Aφρικανός, Aσιατικός και Ισπανικός) δεν τάφηκε εδώ, αλλά σύμφωνα με τον Λίβιο και τον Σενέκα τάφηκαν στην έπαυλή (villa) τους στο Liternum.

Οι επιγραφές στις σαρκοφάγους υποδηλώνουν επίσης, ότι το υπόγειο ήταν ολοκληρωμένο περί το 150 π.Χ. Εκείνη την εποχή προστέθηκε και ένα άλλο τετράγωνο δωμάτιο, χωρίς δίοδο προς το υπόγειο· σε αυτό ήταν θαμμένα άλλα μέλη της οικογένειας. Σε εκείνη την περίοδο χρονολογείται και η δημιουργία μίας επίσημης, σπηλαιώδους (rupestre) πρόσοψης. Η διακόσμηση αποδίδεται στην πρωτοβουλία του Σκιπίωνα Αιμιλιανού και αποτελεί θεμελιώδες δείγμα εξελληνισμού του ρωμαϊκού πολιτισμού κατά τη διάρκεια του 2ου αι. π.Χ. Την περίοδο εκείνη ο τάφος έγινε ένα είδος οικογενειακού μουσείου, που διαιώνιζε και δημοσιοποιούσε τα πεπραγμένα των ενοίκων του.

Η τελευταία γνωστή χρήση του ίδιου του τάφου ήταν στην περίοδο του Κλαύδιου και του Νέρωνα, όταν εδώ τάφηκε η κόρη και το εγγόνι του Γναίου Κονρήλιου Λέντουλου Γαιτουλικού. Οι επισκευές στον τάφο συνεχίστηκαν μέχρι τον 4ο αι. Μετά από τότε οι -κυρίως χριστιανοί- Ρωμαίοι (που δεν είχαν την ίδια πίστη στις παραδόσεις της παγανιστικής Ρώμης) προφανώς σταμάτησαν να τον συντηρούν και χάθηκαν τα ίχνη του.

Εκ νέου ανακαλύψεις και δημοσιεύσεις Επεξεργασία

 
Σχέδιο βασισμένο στην άποψη του σχεδίου του Πιρανέζι, που επικρίθηκε από τον Λαντσιάνι [6] ως υπερβολικά εξιδανικευμένο.

Μόνο η γενική κατεύθυνση του τάφου κατά μήκος της Αππίας Οδού προς τα νότια ήταν γνωστή από τις γραπτές πηγές. Το ερώτημα αν ήταν μέσα ή έξω από την πόλη προκαλεί κάποια σύγχυση, προφανώς χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι η πόλη είχε επεκταθεί, για να τον περιλάβει.[7] Ο τάφος ανακαλύφθηκε ξανά το 1614 σε έναν αμπελώνα, διαρρηγμένος σε ένα σημείο του (δεν ισχύει ο όρος «ανεσκαμμένος» με τη σύγχρονη έννοια), όπου βρέθηκαν δύο σαρκοφάγοι και η επιγραφή (titulus) του Λ. Κορνήλιου, γιου του Βαρβάτου, υπάτου το 259 π.Χ., η οποία αποσπάστηκε και πωλήθηκε. Αυτή άλλαξε χέρια πολλές φορές, πριν τοποθετηθεί με τα άλλα αντικείμενα του τάφου. Εν τω μεταξύ δημοσιεύτηκε από τον Τζιάκομο Σιρμόντο το 1617 στο «Antiquae inscriptionis, qua L. Scipionis Barbati, filii expressum est elogium, explanatio».[3] Αυτή η χρήση του ελεγείον (elogium, με την έννοια της επιγραφής) άρχισε να ισχύει για ολόκληρη τη συλλογή (elogia Scipionum).

Ο ιδιοκτήτης του ακινήτου το 1614 δεν αλλοίωσε, ούτε δημοσιοποίησε περαιτέρω τον τάφο. Πρέπει να τον σφράγισε ξανά, να έκρυψε την είσοδο και να κράτησε μυστική τη θέση του, για οποιονδήποτε λόγο, καθώς ο τάφος εξαφανίστηκε από τα γνωστά μέρη και χάθηκε ξανά, παρά τη δημοσίευση της επιγραφής. Το 1780 οι τότε ιδιοκτήτες του αμπελώνα, τα αδέλφια Σάσσι (Sassi), που προφανώς δεν είχαν ιδέα ότι ήταν εκεί, εισέβαλαν ξανά στον τάφο κατά τη διάρκεια της αναδιαμόρφωσης της κάβας τους.[8] Τον έδειξαν στους κορυφαίους μελετητές της εποχής. Κάποιος, ίσως αυτοί, έκοψε τις πλάκες που κάλυπταν τα loculi (αρκοσόλια), με προφανή πρόθεση να αποκτήσει πρόσβαση στο περιεχόμενο, προσέχοντας να διατηρήσει τις επιγραφές. Αν η πράξη πρόκειται να αποδοθεί στους Σάσσι, και αν το κίνητρο του κυνηγιού θησαυρού πρέπει να τους καταλογιστεί, δεν βρήκαν θησαυρό. Ό,τι βρήκαν το παρέδωσαν στο Βατικανό στον πάπα Πίο ΣΤ΄, συμπεριλαμβανομένου του χρυσού δαχτυλιδιού από το λείψανο του Βαρβάτου. Προφανώς τοποθετήθηκε κάποια τοιχοποιία στον τάφο με μία ασαφή πρόθεση.

Ο τάφος δημοσιεύτηκε στη Ρώμη το 1785 από τον Φραντσέσκο Πιρανέζι στο "Μνημείο των Σκιπιώνων" (Monumenti degli Scipioni). Ο Φ. Πιρανέζι ολοκλήρωνσε ένα προηγούμενο, ημιτελές έργο τού πατέρα του Τζοβάννι-Μπατίστα Πιρανέζι, ο οποίος είχε αποβιώσει. Η ακρίβεια των σχεδίων σε αυτό το έργο (στην πραγματικότητα είναι δύο έργα, πατέρα και γιου) αφήνει πολλά να είναι επιθυμητά. Για παράδειγμα, ο διάδρομος που περιέχει το φέρετρο του Βαρβάτου φαίνεται ολοκληρωμένος, αν και κατέληγε στην άκρη σε βράχο.[9]

Ο τάφος στη συνέχεια παραμελήθηκε ξανά, αλλά δεν χάθηκε, μέχρι να αγοραστεί από την πόλη της Ρώμης. Μάλιστα, υπήρξαν αναφορές για μία οικογένεια τσιγγάνων, που ζούσε σε αυτό. Ο τάφος αναστηλώθηκε το 1926 από το Τμήμα Χ της Κοινότητας της Ρώμης. Την εποχή εκείνη αφαιρέθηκε η τοιχοποιία, που είχε τοποθετηθεί το 1616 και το 1780. Προς το παρόν περιέχει αντίγραφα των αντικειμένων του Βατικανού και είναι καλά φροντισμένος. Πείροι ή δοκοί από χάλυβα υποστηρίζουν τμήματα, που κινδυνεύουν να καταρρεύσουν.

Τέχνη και αρχιτεκτονική Επεξεργασία

 
Η επάνω σε βάση πρόσοψη του τάφου του β΄ μισού του 2ου αι. π.Χ., όπως ανακατασκευάστηκε από τον Φιλίππο Κοαρέλλι.[10]

Το μνημείο χωρίζεται σε δύο ευδιάκριτα μέρη: το κύριο συγκρότημα, σκαμμένο σε μία προεξοχή από τόφφο σε μεγάλη τετράγωνη κάτοψη, και μία πλινθόκτιστη στοά της μεταγενέστερης περιόδου, με ξεχωριστή είσοδο. Η άποψη που εξέφρασε ο Σίμων Μπελ Πλάτνερ [11] (μεταξύ άλλων), ότι ο τάφος κτίστηκε επάνω σε λατομείο τόφφου είναι καθαρά μία εικασία, καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία ούτε υπέρ ούτε κατά.

Η κεντρική αίθουσα χωρίζεται από τέσσερις μεγάλες παραστάδες -οι οποίες επισκευάστηκαν κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, για να διασφαλιστεί ότι το υπόγειο δεν θα καταρρεύσει- με 4 μακριές στοές κατά μήκος των πλευρών και δύο κεντρικές στοές που διασταυρώνονται η μία με την άλλη σε ορθή γωνία, δίνοντας την όψη ενός πλέγματος.

Η πρόσοψη έβλεπε βορειοανατολικά, αλλά σώζεται μόνο ένα μικρό τμήμα του δεξιού άκρου της, με ελάχιστα υπολείμματα τοιχογραφιών. Ήταν φτιαγμένη στο κάτω μέρος με μία υψηλή βάση, στην οποία ήταν τρία τόξα κατασκευασμένα με τόφφο από το Ανιένε: το ένα (το κεντρικό) οδηγούσε στην είσοδο του υπογείου, ένα (το δεξί) στο νέο δωμάτιο, ενώ το τρίτο (το αριστερό) δεν οδηγούσε πουθενά. Αυτή η βάση ήταν εξ ολοκλήρου καλυμμένη με τοιχογραφίες, από τις οποίες σώζονται μόνο μικρά κομμάτια, που δείχνουν τρία στρώματα: τα δύο παλαιότερα (από τα μέσα περίπου του 2ου αι. π.Χ.) παρουσιάζουν ιστορικές σκηνές (διακρίνονται ορισμένες μορφές στρατιωτών), ενώ το τελευταίο, το πιο πρόσφατο, έχει κόκκινη, λιτή διακόσμηση με στυλιζαρισμένα κυμάτια (1ος αι. μ.Χ.).

Πιο εντυπωσιακό ήταν το επάνω μέρος της πρόσοψης, με 3 κόγχες με ημικίονες εκατέρωθεν αυτών· στις κόγχες (σύμφωνα με τον Λίβιο) ήταν τοποθετημένα τα αγάλματα του Σκιπίωνα του Αφρικανού, του αδελφού του Σκιπίωνα Ασιατικού και του ποιητή Έννιου, συγγραφέα του ποιήματος Σκιπίωνας.[12]

Αριστερά, μία μεγάλη κυκλική κοιλότητα έχει καταστρέψει μια γωνία του τάφου, πιθανότατα από την κατασκευή και χρήση ενός κυκλικού ασβεστοκάμινου κατά τη μεσαιωνική περίοδο.

Το λεγόμενο «κεφάλι του Έννιου» Επεξεργασία

Στον τάφο έχουν βρεθεί δύο γλυπτά κεφάλια. Το ένα, που ανακαλύφθηκε το 1780, βρίσκεται τώρα στα Μουσεία του Βατικανού. Αυτή η πρώτη κεφαλή (24 εκ. ύψος και φτιαγμένη από τόφφο από το Ανιένε) ονομάστηκε του Έννιου, ο οποίος είχε ολόκληρο άγαλμα στην πρόσοψη του υπογείου σύμφωνα με τον Λίβιο, αλλά αυτή η απόδοση είναι εσφαλμένη, αφού οι πηγές αναφέρουν ότι το άγαλμα του Έννιου ήταν από μάρμαρο και όχι από τόφφο. Το άλλο κεφάλι, από μάρμαρο, ανακαλύφθηκε το 1934 και εκλάπη αμέσως. Είναι γνωστό μόνο από μία φωτογραφία. Δεν είναι σαφές πού στον τάφο βρισκόταν τα κεφάλια· είναι πιθανώς προτομές άλλου ενοίκου του τάφου. Η ελαφρώς κεκλιμένη θέση του λαιμού έχει κάνει ορισμένους να πιστεύουν, ότι το πρώτο κεφάλι είναι μέρος ενός μεγαλύτερου αγάλματος, ίσως μία ξαπλωμένη μορφή συμποσίου από ένα σκέπασμα σαρκοφάγου, ένας τύπος κοινός στη νότια Ετρουρία από τις αρχές του 3ου αι. π.Χ.

Ο τρόπος πλασίματος του κεφαλιού είναι αδρός και ρεαλιστικός, με στρογγυλό πρόσωπο, διογκωμένα χείλη, φαρδιά μύτη και μεγάλα βλέφαρα. Τα μαλλιά υποδηλώνονται πολύ αόριστα και το κεφάλι φέρει δάφνινο στεφάνι με φύλλωμα από μικρά φύλλα. Οι μελετητές προτείνουν τη χρονολόγησή του στα τέλη του 2ου αι. π.Χ., όταν το ετρουσκικό στυλ του Λατίου υπέστη τις πρώτες του ελληνικές επιρροές.

Σαρκοφάγοι και επιγραφές Επεξεργασία

Οι 30 θέσεις ανάπαυσης αντιστοιχούν περίπου στον αριθμό των Σκιπιώνων, που έζησαν μεταξύ των αρχών του 3ου και των μέσων του 2ου αι. π.Χ., σύμφωνα με τον Κοαρέλλι.[4] Οι εσοχές βρίσκονται εκεί που ήταν, αλλά οι πλάκες έχουν μεταφερθεί στο Βατικανό. Η μονολιθική σαρκοφάγος του Βαρβάτου βρισκόταν στο τέλος ενός διαδρόμου, σε ευθυγράμμιση με αυτό που κάποτε μπορεί να ήταν ένα παράθυρο, τώρα η κύρια είσοδος. Οι άλλες σαρκοφάγοι και των δύο τύπων προστέθηκαν αργότερα, καθώς άλλες εσοχές και δωμάτια έγιναν για το σκοπό αυτό.

Οι πιο σημαντικές σαρκοφάγοι είναι: αυτή του Σκιπίωνα Βαρβάτου, τώρα στα Μουσεία του Βατικανού, και αυτή που θεωρείται ότι ανήκει στον Έννιο, και οι δύο σε μεγάλο μέγεθος. Δεν ανταποκρίνονται πλήρως στην ετρουσκική γλυπτική, αλλά δείχνουν τα στοιχεία της πρωτοτυπίας στον λατινικό και ιδιαίτερα στον ρωμαϊκό πολιτισμό και είναι συγκρίσιμες με άλλους ρωμαϊκούς τάφους (όπως στη Νεκρόπολη του Εσκουιλίνου) και σε άλλες πόλεις όπως το Tusculum.

 
Κάτοψη του τάφου, βασισμένη σε σχέδιο του Φιλίππο Κοαρέλλι.[13] 1 παλαιά είσοδος με πρόσοψη στον δρόμο του πάρκου, 2 "calcinara", ένας παρένθετος μεσαιωνικός κλίβανος ασβέστη, 3 τοξωτή είσοδος που φαίνεται στις φωτογραφίες (οδός αριθμός 6), με θέα στην Παλαιά Αππία Οδό (νυν Βία ντι Πόρτα Σαν Σεμπαστιάνο), 4 είσοδος στο νεότερο δωμάτιο (οδός αριθμός 12). Τα γράμματα από το Α στο Ι είναι σαρκοφάγοι (loculi) με επιγραφές. Ο τάφος είναι τώρα άδειος, εκτός από τα αντίγραφα σαρκοφάγων. Τα λείψανα απορρίφθηκαν ή ενταφιάστηκαν ξανά, ενώ τα θραύσματα των σαρκοφάγων κατέληξαν στο Βατικανό.

Σαρκοφάγος του Σκιπίωνα Βαρβάτου (A) Επεξεργασία

Το όνομα είναι χαραγμένο στο σκέπασμα (CIL VI 1284) και το επιτάφιο επίγραμμα (CIL VI 1285) στο μπροστινό μέρος της μοναδικής άθικτης σαρκοφάγου (κάποιες από τις διακοσμητικές λεπτομέρειες έχουν αποκατασταθεί). Τα γράμματα ήταν αρχικά βαμμένα κόκκινα. Ένα διακοσμητικό πλαίσιο δωρικού ρυθμού βρίσκεται επάνω από την επιγραφή με τριαντάφυλλα, που εναλλάσσονται με τρίγλυφα, τα οποία μοιάζουν με κίονες. Η κορυφή της σαρκοφάγου έχει τη μορφή μαξιλαριού.[14]

Σαρκοφάγος του Λεύκιου Κορνήλιου Σκιπίωνα (Β) Επεξεργασία

Το όνομα βρίσκεται σε θραύσμα σκεπάσματος (CIL VI 1286) και το επιτάφιο επίγραμμα σε θραύσμα πλάκας (CIL VI 1287). Το όνομα είναι βαμμένο με κόκκινα γράμματα. Τα θραύσματα είναι αναρτημένα στον τοίχο του Μουσείου.[14]

Σαρκοφάγος του Πόπλιου Κορνήλιου Σκιπίωνα, αρχιερέα του Δία (flamen Dialis) (C) Επεξεργασία

  Το μόνο που έχει απομείνει από τη σαρκοφάγο, τώρα στο Βατικανό, είναι δύο θραύσματα μίας λίθινης πλάκας, που περιέχει την εγχάρακτη επιγραφή, που θεωρείται μία επιγραφή, η CIL VI 1288. Το κόψιμο κρύβει μερικά γράμματα, που αποκαθίστανται εύκολα.

Σαρκοφάγος και επιγραφή του Λεύκιου Κορνήλιου Σκιπίωνα, γιου του Ασιατικού (D) Επεξεργασία

Η επιγραφή (CIL VI 1296) στη σαρκοφάγο σώζεται στο Βατικανό και προσδιορίζει τον νεκρό ως Lucius Cornelius L. f. P. n. Scipio, πιθανώς η δεύτερη γενιά των Λευκίων Koρνηλίων Σκιπιώνων Ασιατικών (Λεύκιος Κορνήλιος Σκιπίων Ασιατικός Β΄).

Ο Λίβιος καταγράφει ότι ο ταμίας (quaestor) Λεύκιος Κορνήλιος Σκιπίωνας στάλθηκε για να συναντήσει τον βασιλιά Προυσία Β΄ της Βιθυνίας και να τον συνοδεύσει στη Ρώμη, όταν αυτός ο μονάρχης είχε επισκεφθεί την Ιταλία το 167 π.Χ.[15] Ο Σμιθ αναφέρει ότι αυτός ο ταμίας πιθανότατα ταυτίζεται με τον Λεύκιο Κορνήλιο Σκιπίωνα, γιο του Λεύκιου, εγγονό του Πόπλιου, ο οποίος αναφέρεται στις επιγραφές των Σκιπιώνων (elogia Scipionum) από τον τάφο των Σκιπιώνων στη Ρώμη. Ο πατέρας του ήταν ο κατακτητής τού Αντιόχου Γ΄. Η επιγραφή είναι:[16]

 
Επιτάφιο επίγραμμα του Ασιατικού Β΄.
L·CORNELI L·F·P·
N]·SCIPIO·QVAIST
OR]·ΤR·ΜΙL·ΑΝΝΟS
GNATVS·XXX III
ΜΟRTVΟS·PΑΤΕR
REGEM ANTIOCO
SVBEGIT

Μία μεταγραφή στα κλασικά λατινικά είναι:[17]

Lucius Cornelius -Lucii filius, Publii [nepos]- Scipio, quaestor, tribunis militum, annos natus XXXIII mortuus. Pater regem Antiochum subegit.

Δηλ.:[18]

Ο Λεύκιος Κορνήλιος -του Λεύκιου γιος, του Πούπλιου εγγονός- Σκιπίωνας, ταμίας, τριβούνος του στρατού, έτη από γέννησης 33 απεβίωσε. Ο πατέρας του τον βασιλιά Αντίοχο [Γ΄] είχε υποτάξει.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Βιβλιογραφικές αναφορές Επεξεργασία

  1. Cicero, Marcus Tullius. «I.13». Tusculan Disputations. 
  2. Ricci (2003) p.394.
  3. 3,0 3,1 Lanciani (1897) p. 321.
  4. 4,0 4,1 Wallace-Hadrill, Andrew (2009). «Housing the Dead: the tomb as house in Roman Italy» (PDF). The University of Chicago Divinity School, the Martin Marty Center for the Advanced Study of Religion. σελίδες 11–12. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (pdf) στις 10 Ιουνίου 2010. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2009. 
  5. Cicero, Marcus Tullius. «IX». For Aulus Licinius Archias, the Poet. Our countryman, Ennius, was dear to the elder Africanus; and even in the tomb of the Scipios his effigy is believed to be visible, carved in the marble 
  6. Lanciani (1897) p.324.
  7. Parker, John Henry (1877). The Archaeology of Rome. Part IX: Tombs in and near Rome. Oxford, London: James Parker and Co., John Murray. σελ. 4. 
  8. Lanciani (1897) pp. 322-324.
  9. Lanciani (1897) p. 325.
  10. Richardson, Lawrence (1992). A new topographical dictionary of ancient Rome (: 2nd, illustrated έκδοση). Baltimore: by Johns Hopkins University Press. σελ. 360. ISBN 0801843006. 
  11. Platner (1929), p. 485 (see under External links below).
  12. Livius, Titus. «XXXVIII.56». History of Rome. "...in the tomb of the Scipios there are three statues, two of which (we are told) are the memorials of Publius and Lucius Scipio, while the third represents the poet Quintus Ennius. 
  13. Coarelli, Filippo (1988). Il Sepolcro degli Scipioni a Roma. Itinerari d'arte e di cultura (στα Ιταλικά). Rome: Fratelli Palombi. σελ. 13. ISBN 8876213449. 
  14. 14,0 14,1 Ricci (2003) p. 395.
  15. Liv. xlv. 44
  16. Wordsworth, John (1874). Fragments and specimens of early Latin, with intr. and notes. Oxford: Clarendon Press. σελ. 161. 
  17. Thompson, Henry (1852). History of Roman literature: with an introductory dissertation on the sources and formation of the Latin language (2, revised and enlarged έκδοση). London: J. J. Griffin. σελ. lxviii. 
  18. Flower, Harriet I. (2000). Ancestor Masks and Aristocratic Power in Roman Culture (3, illustrated, reprint έκδοση). Oxford University Press. σελ. 327. ISBN 978-0-19-924024-1. 

Βιβλιογραφία Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία