Το τανγκό[1] ή τάνγκο, από τα Ισπανικά, είναι είδος μουσικής (σε ρυθμό 2/4 ή 4/4) και αντίστοιχου χορού. Το Τανγκό γεννήθηκε, ήκμασε και ακμάζει ακόμη στην περιοχή του Ρίο δε λα Πλάτα, δηλαδή στην Αργεντινή και την Ουρουγουάη, αλλά και διαδόθηκε σχεδόν σε όλον τον κόσμο. Η Ισπανική λέξη tango ετυμολογείται πιθανόν από την γλωσσική οικογένεια Niger-Congo της Δυτικής Αφρικής και είναι συγγενής με την λέξη tamgu (χορός/χορεύω) της γλώσσας Ibibio αυτής της οικογένειας[2]. Πρόκειται για κοινωνικό αυτοσχεδιαστικό χορό. Χορεύεται από «tangueras» και «tangueros» σε βραδιές με συγκεκριμένη δομή, τις «μιλόνγκες» (ισπ. milonga). Ο όρος «μιλόνγκα» περιγράφει τόσο την εκδήλωση όσο και το χώρο στον οποίο αυτή εκτυλίσσεται. Συγκεκριμένοι κανόνες διέπουν τη συμπεριφορά των χορευτών, όπως για παράδειγμα το «καμπεσέο» (cabeceo) που είναι η συγκεκριμένη τελετουργία με την οποία κανεις διαλέγει παρτενέρ (κοίταγμα και νεύμα με το κεφάλι). Το εκάστοτε ζευγάρι είθισται να χορεύει μόνο μια «τάντα» (tanda: σετ από 4 τάνγκο παρόμοιου ύφους και από την ίδια ορχήστρα. Υποκατηγορίες του τάνγκο αποτελούν η εύθυμη μιλόνγκα (tango milonga) σε ρυθμό 2/4 και το βαλς (tango- vals) σε ρυθμό 3/4. Στον χορό εκτιμάται ιδιαίτερα η ερμηνεία περισσότερο της μελωδίας παρά του ρυθμού.

τανγκό.
Ο Homer Ladas (Αμερικανός Ελληνικής καταγωγής) και η γυναίκα του Christina, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του διεθνοποιημένου σύγχρονου τανγκό, χορεύουν στην Καλιφόρνια το 2007.[1]

Ιστορία και εξέλιξη Επεξεργασία

Χρονολογικός Πίνακας Επεξεργασία

Χρονολογικός Πίνακας του τανγκό στην Αργεντινή[3]
Μουσική Τραγούδι Χορός
πριν το 1900 Πρώιμο τανγκό Πρώιμο τανγκό Πρώιμο τανγκό
1900-1920 Μεταβατική περίοδος ωρίμανσης Από τα κωμικά θέματα στην ποίηση Η χορευτική ταγκομανία διαδίδεται σε όλον τον κόσμο
1920-1935 Μουσικοί με κλασική παιδεία παίζουν κομμάτια που δεν είναι κατ' ανάγκη χορευτικά Κυριαρχούν διάσημοι τραγουδιστές (προπάντων ο Carlos Gardel) χωρίς προσανατολισμό στον χορό Καθώς η μουσική είναι ακατάλληλη, λιγότεροι άνθρωποι χορεύουν
1935-1955 Η χρυσή εποχή Η μουσική στρέφεται προς τον χορό Καλοί στιχουργοί γράφουν τραγούδια για τραγουδιστές που είναι μέρος της ορχήστρας Το χορευτικό τανγκό ωριμάζει και κυριαρχεί στο Μπουένος Άιρες
1955-1983 Τα σκοτεινά χρόνια Οι χορευτικές ορχήστρες παρακμάζουν, ο Astor Piazzolla συνθέτει σημαντικά έργα που όμως δεν χορεύονται Κυριαρχούν πάλι οι τραγουδιστές-φίρμες, όπως ο Roberto Goyeneche (Ροβέρτο Γκοζενέτσε) και η Susana Rinaldi (Σουσάνα Ριναλντι) Το τανγκό ως κοινωνικός χορός περιθωριοποιείται, ενώ επιζεί ως επίδειξη σε παραστάσεις
1983-τώρα Η αναγέννηση του τανγκό Υπάρχει ξανά ζήτηση για χορευτική μουσική, κάποτε σε ανάμειξη με άλλα είδη Νέες ευκαιρίες για τραγουδιστές να εμφανιστούν με χορευτικές ορχήστρες Το τανγκό χορεύεται ξανά σε όλον τον κόσμο

Το ταγκό πριν το 1910 Επεξεργασία

 
Η ορχήστρα του Vicente Greco, γύρω στο 1915, όπου διακρίνονται δύο μπαντονεόν

Οι ρίζες του τανγκό είναι πολλές και διαφορετικές: η μουσική και τα τραγούδια των γκάουτσο που είχαν επιρροές από την Ανδαλουσία της Ισπανίας και συνοδευόταν από παλαμάκια και κτυπήματα με το τακούνι, το Αφρικανικής προέλευσης (από το Κογκό) candombe που παιζόταν με κρουστά και οι αντίστοιχοι χοροί του μαύρου πληθυσμού, το bel canto και η canzonetta των Ιταλών μεταναστών μαζί με το πιο εξευγενισμένο χορευτικό τους στυλ, η Ισπανο-Κουβανική habanera, το βαλς. Συγγενή είδη με το τανγκό είναι η μιλόγκα και το Αργεντίνικο βαλς (vals criollo). Η συμβολή της μουσικής των gauchos φαίνεται προπάντων στις πρώϊμες μιλόγκες, γνωστές με τον όρο milonga campera (μιλόγκα της υπαίθρου) που αργότερα μετεξελίχτηκαν στην πιό ρυθμική milonga porteña (μιλόγκα του λιμανιού, δηλ. του Μπουένος Άϊρες), ενώ η συμβολή του Αφρικανικού στοιχείου φαίνεται στην πιό ξέφρενη milonga candombera.

Τα πρώτα τανγκό παιζόντουσαν από μετανάστες στο Μπουένος Άιρες και το Μοντεβιδέο. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, το τανγκό ήταν ευρέως διαδεδομένο στις λαϊκές γεiτονιές του Μπουένος Άϊρες αλλά αντιμετωπιζόταν εχθρικά από την αστική τάξη, στα προκατειλημμένα μάτια της οποίας φάνταζε σαν συνδεδεμένο με τον υπόκοσμο και τους οίκους ανοχής, σύνδεση που κάνουν συχνά διάφορες αναφορές στην ιστορία του τανγκό, που στην πραγματικότητα όμως απλώς αντανακλούν την αρχική προκατάληψη εναντίον του.[4] Ο συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Jorge Luis Borges) φέρει αρκετό βάρος της ευθύνης για την διάδοση της λανθασμένης ταύτισης των ριζών του τανγκό με τους οίκους ανοχής.

Ο τρόπος που χορευόταν τότε το τανγκό έμοιαζε με το στυλ που τώρα είναι γνωστό στην Αργεντινή ως canyengue (κανζένγκε), που χαρακτηρίζεται από το λύγισμα των γονάτων, την κλίση του σώματος προς τα μπρος, την αμοιβαία στήριξη του ζευγαριού, και την επαφή στην κοιλιά. Αυτό το στυλ είχε έντονα Αφρικανικά στοιχεία αλλά με την πάροδο του χρόνου υποχώρησε και έδωσε την θέση του σε ένα στυλ με περισσότερη μεγαλοπρέπεια.[5][6]

Η πρώτη γενιά των ερμηνευτών τανγκό αναφέρεται σαν η "Παλιά Φρουρά" (Guardia Vieja). Το πρώτο τανγκό που ηχογραφήθηκε ήταν του Angel Villoldo (Άνχελ Βιζόλντο). Η μουσική παιζόταν με όργανα που μπορούσαν εύκολα να μεταφερθούν: τρίο φλάουτο-κιθάρα-βιολί, με το μπαντονεόν να φτάνει περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Η διάδοση του μπαντονεόν οφειλόταν πρωτίστως στον Eduardo Arolas (Εδουάρδο Αρόλας), ενώ ο Vicente Greco (Βισέντε Γκρέκο, 1886-1924) καθιέρωσε το σεξτέτο για το τανγκό, αποτελούμενο από πιάνο, κοντραμπάσο, δύο βιολιά και δύο μπαντονεόν.

Παρά την περιφρόνηση, μερικοί το υποστήριξαν θερμά, όπως ο συγγραφέας Ρικάρδο Γκουϊράλντες (Ricardo Güiraldes), πλέυ-μπόυ και γόνος της Αργεντίνικης αριστοκρατίας γεωκτημόνων. Ο Güiraldes έπαιξε ρόλο στη διεθνή απήχηση του τανγκό, το οποίο κατέκτησε τον κόσμο μέχρι το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Η περίοδος 1910-1920 και η "ταγκομανία" Επεξεργασία

Η δεκαετία 1910-1920 είναι η περιοδος της διεθνούς "ταγκομανίας." [7] Γύρω στα 1910 το τανγκό άρχισε να χορεύεται έξω από την Αργεντινή, ως ένας καινούργιος χορός της μόδας, από τις αστικές τάξεις, ακόμη και από την αριστοκρατία, πρώτα στο Παρίσι και μετά στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Βόρεια Αμερική, πράγμα που αντανακλάται σε πολυάριθμα άρθρα στον τύπο (που άλλοτε καταγράφουν τον ενθουσιασμό για τον καινούργιο χορό και άλλοτε μεταφέρουν τις επικρίσεις της εκκλησίας και ακόμη και του ίδιου του Πάπα) και επίσης στα εγχειρίδια κοινωνικών χορών της εποχής, που περιλαμβάνουν και το τανγκό. Εν μέρει εξ αιτίας της διάδοσής του μεταξύ των αστών και των αριστοκρατών της Ευρώπης το τανγκό την ίδια περίοδο αρχίζει να γίνεται αποδεκτό από τις αντίστοιχες τάξεις στην Αργεντινή. Το 1911 στα εγκαίνια του καμπαρέ Salón Armenonville στο Μπουένος Άϊρες συμμετέχει και ο Vicente Greco με την ορχήστρα του.

Το 1921, στην ταινία The Four Horsemen of the Apocalypse (Οι Τέσσερεις Ιππότες της Αποκαλύψεως), ο διάσημος σταρ του κινηματογράφου της εποχής Ροντόλφο Βαλεντίνο) χορεύει ένα τανγκό, τεκμηριώνοντας έτσι την δημοτικότητα αυτού του χορού αλλά και συμβάλλοντας στην παραπέρα διάδοσή του. Πάντως το τανγκό που χορεύει δείχνει απότομο και άτεχνο, και ακόμη το χορεύει ντυμένος gaucho (γκάουτσο), δηλαδή αργεντίνος κάου-μπόϋ, όπως επιβάλλει ο ρόλος του, κάτι που δεν συνάδει με την γέννηση του τανγκό στην πόλη και από τους κατοίκους της, έστω και με ρίζες στην ύπαιθρο.

Την ίδια περίοδο το τανγκό φτάνει και στην Ελλάδα. Ήδη το 1914 οι οπερέτες "Πόλεμος εν Πολέμω" του Σπύρου Σαμάρα και "Στα Παραπήγματα" του Θεόφραστου Σακελλαρίδη περιλαμβάνουν Ελληνικά τανγκό. Στα επόμενα χρόνια, και ιδίως στον μεσοπόλεμο, κυκλοφορούσαν πάνω από εκατό Ελληνικά τανγκό κάθε χρόνο.

Η περίοδος 1920-1935 και ο Κάρλος Γκαρδέλ Επεξεργασία

Στην Αργεντινή της δεκαετίας του 20 το τανγκό, εν μέρει σε αντανάκλαση της δημοτικότητάς του στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική, βγαίνει από το περιθώριο και γίνεται πλέον αξιοσέβαστο και ως μουσική και ως χορός από τις μεσαίες τάξεις, που είναι πλέον διατεθειμένες να συντηρήσουν αίθουσες και επαγγελματίες μουσικούς με κλασσική παιδεία.

Παράλληλα, σπουδαίοι Αργεντίνοι μουσικοί και τραγουδιστές ταξιδεύουν στην Ευρώπη, όπως ο Φρανσίσκο Κανάρο (Francisco Canaro) που φθάνει στο Παρίσι με την ορχήστρα του το 1925 και ο Κάρλος Γκαρδέλ (Carlos Gardel) που τραγουδά εκεί το 1928.

Ο Κάρλος Γκαρδέλ (Carlos Gardel) (1890-1935) είναι ο τραγουδιστής που στην Αργεντινή θεωρείται σχεδόν εθνικός ήρωας ή ημίθεος και συνδέθηκε με τη μετάβαση του τανγκό από μουσική των λαϊκών γειτονιών σε απόλυτα αποδεκτό άκουσμα για τη μεσαία τάξη. Ουσιαστικά δημιούργησε το tango-canción τραγουδώντας το 1917 το "Mi Noche Triste". Τενόρος στην αρχή της καριέρας του και σχεδόν βαρύτονος αργότερα, τραγουδούσε με φωνή που χαρακτηριζόταν από δημιουργικότητα και θεατρικότητα ανάλογα με το θέμα. Έκανε πολλές ηχογραφήσεις και πρωταγωνίστησε και στον κινηματογράφο. Σκοτώθηκε σε αεροπορικό ατύχημα το 1935, στο απόγειο της καριέρας του ως η δημοφιλέστερη προσωπικότητα του τανγκό όλων των εποχών.

Διευθυντές ορχήστρας όπως ο Ροβέρτο Φίρπο (Roberto Firpo) και ο (Francisco Canaro) Φρανσίσκο Κανάρο αντικατέστησαν το φλάουτο με κοντραμπάσο. Τον θάνατο του Gardel ακολούθησε η εμφάνιση διαφορετικών τάσεων στο τανγκό, με τον Anibal Troilo (Ανίβαλ Τρόιλο, 1914-1975) και τον Carlos di Sarli (Κάρλος ντι Σάρλι, 1903-1960) να τείνουν προς την καινοτομία και τον Ροδόλφο Μπιάτζι και τον Χουάν Ντ'Αριένσο να τείνουν προς την παράδοση.

Η Χρυσή Εποχή, 1935-1955 Επεξεργασία

 
Η ορχήστρα του Francisco Canaro

Η "Χρυσή Εποχή" του τανγκό ήταν η περίοδος 1935-1955, η οποία συνέπεσε περίπου με την εποχή των μεγάλων ορχηστρών τζαζ στις Η.Π.Α.

Μερικές από τις πολλές δημοφιλείς ορχήστρες αυτής της περιόδου ήταν του Juan d'Arienzo (Χουάν Ντ'Αριένσο, 1900-1976, γνωστός ως el rey del compás -ο βασιλιάς του ρυθμού- για τον επίμονο και σταθερό ρυθμό του), του Francisco Canaro (Φρανσίσκο Κανάρο, 1888-1964) και του Aníbal Troilo (Ανίβαλ Τρόιλο, 1914-1975).

Ξεκινώντας κατά τη Χρυσή Εποχή και συνεχίζοντας κατόπιν, πολλές ηχογραφήσεις έκαναν και οι ορχήστρες των Osvaldo Pugliese (Οβάλντο Πουλιέσε, 1905-1995) και Carlos di Sarli (Κάρλος ντι Σάρλι, 1903-1960). Ο di Sarli είχε πλούσιο και μεγαλοπρεπή ήχο, και τόνιζε τα έγχορδα και το πιάνο σε σχέση με το μπαντονεόν, όπως στο A La Gran Muñeca και στο Bahía Blanca (Μπαϊα Βλάνκα, το όνομα της πόλης του). Ο Pugliese σταδιακά ανέπτυξε ένα ιδιαίτερο ύφος, με συνθέσεις που διακρίνονταν για την ρυθμική τους πολυπλοκότητα, π.χ. στα χαρακτηριστικά του κομμάτια Recuerdo (Ρεκουέρδο, 1944) και La Yumba (Λα Ζούμπα, 1946). Η υστερότερη μουσική του Pugliese προορίζονταν περισσότερο για ακρόαση και όχι για χορό, παρόλο που χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικές χορογραφίες λόγω των δραματικών της δυνατοτήτων.

Την ίδια περίοδο, στην Ελλάδα του μεσοπολέμου γραφόντουσαν πάνω από εκατό τανγκό κάθε χρόνο, από συνθέτες όπως ο Κώστας Γιαννίδης, ο Αττίκ, ο Μιχαήλ Σουγιούλ και πολλοί άλλοι, τραγουδισμένα από την τη Σοφία Βέμπο, τη Δανάη Στρατηγοπούλου, την Κάκια Μένδρη, τον Νίκο Γούναρη (προπάντων στην δεκαετία του 50) και άλλους.

Η περίοδος 1955-1983 Επεξεργασία

 
Ο Astor Piazzolla το 1971, ακουμπισμένος στο μπαντονεόν του

Το 1955 είναι η χρονιά που στρατιωτικό πραξικόπημα ανέτρεψε τον Juan Peron και η αρχή μιας περιόδου αστάθειας και επεμβάσεων του στρατού στην πολιτική που κράτησε ως το 1983. Σε αυτήν την περίοδο οι μεγάλες χορευτικές ορχήστρες παρακμάζουν καί κυριαρχούν ξανά τραγουδιστές-φίρμες (Roberto Goyeneche, Susana Rinaldi και άλλοι) που συχνά επανερμηνεύουν παλιότερες επιτυχίες αλλά, όπως και στην περίοδο 1920-1935, δεν απευθύνονται σε χορευτές.

Ο σημαντικότερος συνθέτης του τανγκό μετά την χρυσή εποχή, αλλά και ένας από τους σημαντικότερους όλων των εποχών, είναι ο Astor Piazzolla (Άστορ Πιατσόλα, 1921-1992) του οποίου τα σημαντικότερα έργα ηχογραφήθηκαν από το 1960 μέχρι τον θάνατό του το 1992. Μολονότι αρχικά συνάντησε αντίδραση στην Αργεντινή, καθώς οι συνθέσεις του θεωρήθηκαν υπερβολικά νεωτερικές, είναι πλέον καθιερωμένος σαν ένας μεγάλος μουσικός. Πάντως οι συνθέσεις του, που εισάγουν στο τανγκό στοιχεία από την τζαζ και την κλασσική μουσική, μολονότι τυχαίνουν καθολικού θαυμασμού, δεν είναι κατά κανόνα κατάλληλες για χορό και χρησιμοποιούνται για αυτόν τον σκοπό σχεδόν μονάχα σε επαγγελματικές χορογραφίες.

Στο Μπουένος Άιρες τη δεκαετία του '70 έγιναν απόπειρες να αναμειχθεί το τανγκό με άλλα μουσικά είδη, όπως την τζαζ και το ροκ. Ο Litto Nebbia και οι Siglo XX ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς εκπρόσωποι αυτού του κινήματος. Τα τελευταία χρόνια το Αργεντίνικο γκρουπ 020 στο άλμπουμ End of Illusions ανέμειξε ποπ-ροκ βρετανικού στυλ με nuevo tango.

Η περίοδος της αναγέννησης, από το 1983 και μετά Επεξεργασία

Το 1983 σηματοδοτεί αφ ενός την πτώση της δικτατορίας στην Αργεντινή και αφ ετέρου την εμφάνιση της μουσικοχορευτικής θεατρικής παράστασης Tango Argentino, που περιόδευσε την Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική. Και τα δύο γεγονότα θεωρούνται ότι συνέβαλλαν στην αναγέννηση του ενδιαφέροντος για το τανγκό, ως μουσική και ως χορό, τόσο στην Αργεντινή όσο και στον υπόλοιπο κόσμο.

Ακμάζουν ξανά ορχήστρες που παίζουν κλασσικά τανγκό (Sexteto Mayor, Color Tango, και πολλές άλλες) και νέοι τραγουδιστές που ακόμη και όταν τραγουδούν καινούργια τραγούδια μένουν πιστοί στο ήθος και το ύφος του τανγκό (π.χ. ο Daniel Melingo[8]).

"Ελέκτρο-τάνγκο" ή "κράμα-τάνγκο", όπου οι ηλεκτρονικές επιδράσεις μπορούν να είναι από ανεπαίσθητες έως κυρίαρχες. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν το συγκρότημα Tanghetto, το συγκρότημα Narcotango του Carlos Libedinski, το συγκρότημα Gotan Project (με βάση το Παρίσι), το συγκρότημα Bajofondo του Gustavo Santaolala, κλπ. Κάποιοι χορευτές του τανγκό ανά τον κόσμο απολαμβάνουν να χορεύουν αυτήν την μουσική, ενώ άλλοι την θεωρούν αποξενωμένη από την μουσική και χορευτική παράδοση και την αποφεύγουν.

Άλλοι μουσικοί συνέχισαν στα ίχνη του Astor Piazzolla, χρησιμοποιώντας στο τανγκό στοιχεία από την τζαζ και από την κλασική μουσική, παραδείγματος χάριν ο Ντίνο Σαλούτσι, ο Rodolfo Mederos, ο Ενρίκε Μαρτίν Εντένσα, ο Χουάν Μαρία Σολάρε και ο Fernando Otero.

Αντίκτυπος στην μουσική και τον χορό Επεξεργασία

Ήδη από την δεκαετία του 20 πολλοί γνωστοί συνθέτες κλασσικής μουσικής επηρεάστηκαν από το τανγκό και έβαλαν στοιχεία από το τανγκό σε συνθέσεις τους. Στις μέρες μας το τανγκό έχει γίνει μέρος του ρεπερτορίου πολλών κλασσικών μουσικών. Ο βαρύτονος Jorge Chaminé, ο τσελλίστας Yo-Yo Ma, η πιανίστρια Martha Argerich, ο διευθυντής ορχήστρας Daniel Barenboim, ο βιoλιστής Gidon Kremer, ο τενόρος Placido Domingo, ο τενόρος Marcelo Álvarez και άλλοι έχουν ερμηνεύσει και ηχογραφήσει τανγκό. Εξ άλλου συνθέτες και ερμηνευτές άλλων δημοφιλών μουσικών ειδών, όπως της σάλσα, της ηλεκτρονικής ποπ, του ροκ και άλλων συχνά διαλέγονται καλλιτεχνικά με την παράδοση του τανγκό.

Παράλληλα πολλοί χορογράφοι έχουν εμπνευστεί από το τανγκό, ενδεικτικά ο Maurice Béjart, ο Paul Taylor, η Pina Bausch.

Tανγκό και Ρεμπέτικα Επεξεργασία

Αρκετοί[9] έχουν επισημάνει κάποιες συγγένειες μεταξύ του τανγκό και των Ρεμπέτικων, όχι βέβαια στην μουσική αλλά στο περιεχόμενο των στίχων και την συσχέτιση της προέλευσης με το κοινωνικό περιθώριο. Αυτές οι συγγένειες πάντως δεν πρέπει να υπερτιμώνται γιατί το τανγκό του 20ού αιώνα είναι βασικά ένα έντεχνο μουσικό είδος με διαταξική απήχηση, και οι αναφορές των στίχων στις εμπειρίες ανθρώπων του περιθωρίου συνιστούν περισσότερο νοσταλγικό ρομαντισμό για το ήθος μιας άλλης εποχής παρά άμεση έκφραση αυτού του ήθους.

Χορός Επεξεργασία

 
Ζευγάρι χορεύει τανγκό σε δρόμο του σύγχρονου Μπουένος Άϊρες, στο ξαναγεννημένο και πολύ διαδεδομένο στυλ της χρυσής εποχής. Αξιοπρόσεκτα στοιχεία είναι η κοντινή αγκαλιά, η συγκέντρωση, το ντύσιμο που τονίζει το "αρσενικό" και το "θηλυκό", και η αρμονία στη κίνηση που κάνει το ζευγάρι να κινείται σαν μια ενιαία οντότητα.
 
Ζευγάρι που χορεύει τανγκό σε στυλ μπώλρουμ, ένα έντονα τυποποιημένο στυλ χωρίς αυτοσχεδιασμό που χρησιμοποιείται εκτός Αργεντινής σε διαγωνισμούς και που δεν πρέπει να συγχέεται με το Αργεντίνικο τανγκό από το οποίο διαφέρει ως προς την στάση, το ήθος και το το ύφος
 
Ο Gustavo Naveira, από τους σημαντικότερους ανανεωτές του τανγκό, επιδεικνύει μια volcada, μια νεώτερη φιγούρα που εμπεριέχει αλληλοεξάρτηση του ζευγαριού ως προς τη ισορροπία (φωτ. 2007)

Το τανγκό ως χορός[4] γεννήθηκε προς το τέλος του 19ου αιώνα στις λαϊκές γειτονιές του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο και προήλθε από συνένωση Ευρωπαϊκών, Νοτιοαμερικανικών και Αφρικανικών στοιχείων. Την περίοδο 1910-1920 διαδόθηκε και έγινε μόδα στην αστκή τάξη της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής και αυτό συνέτεινε να γίνει αποδεκτό και από τους αστούς του Μπουένος Άϊρες. Ύστερα από μια περίοδο ύφεσης (περίπου 1920-1935) οπότε κυριάρχησε το τανγκό ως τραγούδι, ακολούθησε η χρυσή εποχή (περίπου 1935-1955) οπότε μεγάλες ορχήστρες έπαιζαν τανγκό κατάλληλα για χορό. Ακολούθησε άλλη μια περίοδος ύφεσης (περίπου 1955-1983) εξ αιτίας ενός συνδυασμού παραγόντων (συχνά αναφέρονται οι πολιτικές περιπέτειες της Αργεντινής, που πάντως δεν μονοπωλούνται από αυτήν την περίοδο, και η δημοτικότητα του ροκ-εντ-ρολ). Γύρω στο 1983, με την πτώση της δικτατορίας στην Αργεντινή, η θεατρική μουσικοχορευτική παράσταση Tango Argentino, στη οποία συμμετείχαν μερικοί από τους καλλίτερους μουσικούς (Sexteto Mayor) και χορευτές (Juan Carlos Copes και άλλοι), ταξίδεψε σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική και σημάδεψε και εν μέρει προκάλεσε την αναγέννηση του ενδιαφέροντος για το τανγκό, τόσο στην Αργεντινή όσο και σε όλον σχεδόν τον κόσμο. Το ενδιαφέρον για το τανγκό συνεχίζεται αμείωτο μέχρι σήμερα.

Το τανγκό χορεύεται από ζευγάρια αγκαλιασμένα κοντά, και μολονότι η αγκαλιά μπορεί κάποτε να χαλαρώνει για να εκτελεστούν κινήσεις που το απαιτούν, κατά κανόνα δεν σπάει. Είναι έντονα αυτοσχεδιαστικό με σαφώς διακριτούς ρόλους για τον καβαλιέρο και την ντάμα, όπου ο καβαλιέρος με την κίνησή του προτείνει κινήσεις στην ντάμα στις οποίες τελικά προσαρμόζεται ο ίδιος. Έτσι, όταν χορεύεται από έμπειρους χορευτές, συνιστά έναν διάλογο του ζευγαριού με αφορμή την μουσική, γιατί, σε αντίθεση με άλλους χορούς, δεν έχει τυποποιημένα βήματα και φιγούρες αλλά μάλλον ένα κινησιολογικό λεξιλόγιο και ένα αντίστοιχο συντακτικό που επιτρέπει τον αυτοσχεδιαστικό σχηματισμό χορευτικών φράσεων σχεδόν απεριόριστης ποικιλίας ανάλογα με την μουσική, την διάθεση του ζευγαριού και τον διαθέσιμο χώρο στην πίστα. Στο τανγκό της χρυσής εποχής (περίπου 1930-1955) καβαλιέρος και ντάμα κρατούν ο καθένας ισορροπία ανεξάρτητα από τον άλλον. Με την αναγέννηση του τανγκό από το 1983 και μετά, συνυπάρχει η τάση διατήρησης του κλασικού στυλ της χρυσής εποχής με την τάση να εισαχθούν νέα στοιχεία όπως η αλληλοεξάρτηση ισορροπίας με το ζευγάρι να ακουμπά στο πάνω μέρος του σώματος σε σχήμα Λ ή να κρατιέται από τα χέρια σε σχήμα V. Αλλά ασχέτως στυλ, το τανγκό μετά το 1983 είναι ένας χορός που διδάσκεται (περίφημοι είναι οι Αργεντίνοι δάσκαλοι-χορευτές Juan Carlos Copes, Fabian Salas, Mariano "Chicho" Frumboli, Gustavo Naveira, Pablo Veron και πολλοί άλλοι) ενώ στην Αργεντινή της χρυσής εποχής οι χορευτές ήταν αυτοδίδακοι και αλληλοδιδασκόμενοι.

Στην Αργεντινή, αλλά και όπου αλλού στον κόσμο υπάρχουν θιασώτες του Αργεντίνικου τανγκό, το τανγκό ως κοινωνικός χορός χορεύεται προπάντων σε συναθροίσεις για τις οποίες έχει επικρατήσει το όνομα μιλόγκα (milonga). Εκτός από τανγκό εκεί χορεύεται και βαλς (αλλά με κινησιολογία παρμένη από το τανγκό) και μιλόγκα (ένας πιό ρυθμικός και γρήγορος χορός). Σε μια μιλόγκα ακολουθούνται συνήθως παραδοσιακοί κανόνες όσον αφορά την συμπεριφορά των χορευτών και τις επιλογές του ντι-τζέϊ, που αποσκοπούν στο να διευκολύνουν τον χορό, ακόμη και μεταξύ αγνώστων, αλλά και να αποτρέψουν ανάρμοστες συμπεριφορές. Η μουσική είναι προπάντων από την Αργεντινή της χρυσής εποχής, αλλά κάποτε και παλιότερη και κάποτε και πιό πρόσφατη, άλλοτε στο παραδοσιακό στυλ, άλλοτε από το νεωτερικό ρεπερτόριο του nuevo tango, και κάποτε ακόμη και από άλλα είδη (οπότε χαρακτηρίζεται "alternative"/"εναλλακτική") όπως ποπ/ροκ.

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 άρχισε και στην Ελλάδα να αναπτύσσεται ενδιαφέρον για το αργεντίνικο τανγκό, με παράλληλη εμφάνιση στην Αθήνα των πρώτων δασκάλων (Ελλήνων και Αργεντίνων) και σχολών, ανθρώπων που ήθελαν να κάνουν το τανγκό χόμπυ και αιθουσών όπου μπορούσε κανείς να χορέψει. Προς το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα το τανγκό είχε πλέον διαδοθεί και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας και είχε έναν σημαντικό (αν και ποσοστιαία μικρό σε σχέση με τον πληθυσμό) αριθμό αφωσιωμένων οπαδών που ήταν διατεθειμένοι να μάθουν να χορεύουν έναν σχετικά δύσκολο χορό και να τον κάνουν χόμπυ.[10][11][12][13] Το 2010 στην Αθήνα υπήρχαν περισσότερες από δέκα μιλόγκες που κάθε μια τους λειτουργούσε τακτικά μια φορά την εβδομάδα.

Αναφορές Επεξεργασία

  1. Kim-Mai Cutler, New tango trades cheek to cheek for fast moves, The Wall Street Journal, August 29, 2005. Άρθρο για τον Homer Ladas και το tango nuevo Αρχειοθετήθηκε 2011-03-22 στο Wayback Machine.).
  2. Λήμμα tango Αρχειοθετήθηκε 2005-04-17 στο Wayback Machine. στό The American Heritage Dictionary of the English Language
  3. Christine Denniston, The Meaning of Tango: The Story of the Argentinian Dance (βιβλίο, με κάποιες αλλαγές)
  4. 4,0 4,1 Clichés about Tango - Origins of the Dance
  5. Tango Dance Styles of the Golden Age
  6. Canyengue, Orillero and Tango de Salon
  7. The Birth of Couple Dance
  8. Εφημερίδα Έθνος, 25/4/2009, άρθρο για τον Daniel Melingo Αρχειοθετήθηκε 2009-07-04 στο Wayback Machine.
  9. Gerhard Steingress, "Social Theory and the Comparative History of Flamenco, Tango and Rebetika," William Washabaugh (Editor), The Passion of Music and Dance: Body, Gender and Sexuality, Berg (publisher), 1998.
  10. Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 7-11/5/2008, Τάγκο στο ρεπό (συνέντευξη με έναν φανατικό του τάγκο).
  11. Εφημερίδα Τα Νέα, 10/4/2010, Το τάγκο γίνεται μανία Αρχειοθετήθηκε 2009-07-01 στο Wayback Machine..
  12. Εφημερίδα Τα Νέα, 10/4/2010, Εσείς σε ποια μιλογκα θα πάτε; Αρχειοθετήθηκε 2010-04-13 στο Wayback Machine.
  13. Η Καθημερινή, 29/10/2011 Η Αθήνα στους ρυθμούς της Αργεντινής[νεκρός σύνδεσμος]

Βλέπε επίσης Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία

Άλλες πηγές που μπορεί κανείς να συμβουλευτεί Επεξεργασία

  • Χρήστος Λούκος, "Κοινωνική ιστορία του Τανγκό. Από τις υποβαθμισμένες συνοικίες του Buenos Aires στα σαλόνια της Ευρώπης", Μνήμων 20 (1998), σελ. 251-270.
  • Norese, María Rosalía: Contextualization and analysis of tango. Its origins to the emergence of the avant-garde. University of Salamanca, 2002 (διδακτορική διατριβή).[2]