Τα άσματα του Μαλντορόρ

Πεζό ποιητικό έργο του Λωτρεαμόν

Τα άσματα του Μαλντορόρ (γαλλικός τίτλος: Les Chants de Maldoror) είναι ποιητικό έργο σε πεζό λόγο που γράφτηκε μεταξύ 1868 και 1869 από τον κόμη του Λωτρεαμόν, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του γεννημένου στην Ουρουγουάη Γάλλου συγγραφέα Ιζιντόρ Ντυκάς. Το έργο έχει κεντρικό αντι-ήρωα τον μισάνθρωπο, υπεροπτικό, βλάσφημο χαρακτήρα του Μαλντορόρ, αρχάγγελο του κακού που πολεμά με διάφορες μορφές ενάντια στον Θεό, έχει απαρνηθεί τη συμβατική ηθική και διαπράττει φόνους στους οποίους δείχνει τον σαδισμό και τη διαστροφή του.[2]

Τα άσματα του Μαλντορόρ
Εξώφυλλο της έκδοσης του 1868
ΣυγγραφέαςΛωτρεαμόν
ΤίτλοςLes Chants de Maldoror
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1869
Ημερομηνία δημοσίευσης1870[1]
Μορφήμυθιστόρημα
BL Class22568
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Την εποχή της έκδοσής του, το κείμενο έμεινε στην αφάνεια έως ότου ανακαλύφθηκε ξανά από τους σουρεαλιστές στις αρχές του 20ού αιώνα και απέκτησε επιρροή στη λογοτεχνική σφαίρα.[3]

Παρουσίαση Επεξεργασία

Το έργο αποτελείται από έξι άσματα που υποδιαιρούνται σε κεφάλαια. Είναι ένα αινιγματικό και σκοτεινό κείμενο που δεν αφηγείται μια συνεκτική ιστορία, αλλά αποτελείται από μια σειρά παράδοξων και άσχετων μεταξύ τους ποιητικών εικόνων, των οποίων κοινό στοιχείο είναι η παρουσία του Μαλντορόρ, ενός μυστηριώδους, μηδενιστή, σκληρού, διεστραμμένου, μισάνθρωπου και κακού χαρακτήρα που αρνείται την ηθική και τον Θεό και διαπράττει εγκλήματα ή ωθεί άλλους στο έγκλημα ή την τρέλα. Η κεντρική ιδέα των έξι ασμάτων είναι ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κακός και ο καθένας είναι εν δυνάμει εγκληματίας. Έτσι, παρουσιάζονται σκηνές βλασφημίας, σαδισμού, ομοφυλοφιλίας, βίαιες δολοφονίες, πράξεις που συχνά στρέφονται κατά παιδιών, με μια άλλοτε ειρωνική, άλλοτε επική γραφή, εναλλάσσοντας αναπάντεχες εικόνες φρίκης με περιγραφές ασύλληπτης θηριωδίας και παραδοξότητας, χρησιμοποιώντας καινοτόμες λογοτεχνικές διαδικασίες.[4]

Με ορισμένες εξαιρέσεις, τα περισσότερα κεφάλαια κάθε άσματος αποτελούνται από μια ενιαία, μακροσκελή παράγραφο. Το κείμενο χρησιμοποιεί συχνά πολύ μεγάλες, αντισυμβατικές και μπερδεμένες προτάσεις που, μαζί με περιόδους αφηγηματικής ασυνέχειας, υποδηλώνουν την αυτόματη γραφή ή τον εσωτερικό μονόλογο, όπου η πρωτοπρόσωπη αφήγηση εναλλάσσεται με την τριτοπρόσωπη. Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου Μαλντορόρ, μια φιγούρα του κακού που άλλοτε εμπλέκεται άμεσα στα γεγονότα και άλλοτε αποκαλύπτεται ότι παρακολουθεί από απόσταση, στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ο αφηγητής, αλλά συχνά υπάρχει σύγχυση μεταξύ αφηγητή και χαρακτήρα. Ορισμένα στοιχεία μας επιτρέπουν να δούμε ότι, κάτω από τη μυθοπλασία, κρύβεται ένα βιογραφικό υπόστρωμα.

Συχνά ο αφηγητής απευθύνεται απευθείας στον αναγνώστη, τον χλευάζει ή απλώς αφηγείται το μέχρι τώρα έργο. Στην αρχή προειδοποιεί τον αναγνώστη να μη συνεχίσει: «Δεν είναι σωστό να διαβάσουν όλοι τις σελίδες που ακολουθούν, μόνο λίγοι θα μπορέσουν να απολαύσουν αυτό το πικρό φρούτο ατιμώρητα. Συνεπώς, συρρικνωμένη ψυχή, απομακρύνσου πριν διεισδύσεις βαθύτερα σε τέτοιες αχαρτογράφητες και επικίνδυνες ερημιές.»[5]

Καθώς το έργο προχωρά, ορισμένα κοινά θέματα αναδύονται μεταξύ των επεισοδίων. Συγκεκριμένα, υπάρχει συνεχής απεικόνιση πολλών ανθρωπόμορφων ζώων, που συχνά χρησιμοποιούνται σε παρομοιώσεις. Σε μια περίπτωση, ο Μαλντορόρ συναναστρέφεται με έναν καρχαρία, ο καθένας θαυμάζοντας τη βίαιη φύση του άλλου, ενώ σε μια άλλη, ο αφηγητής βλέπει ένα ευχάριστο όνειρο ότι είναι γουρούνι. Αυτά τα ζώα επαινούνται ακριβώς για την απανθρωπιά τους, η οποία ταιριάζει με τη βιαιότητα του έργου.

Στο έκτο και τελευταίο άσμα υπάρχει μια σαφής διαφοροποίηση στο στυλ, ενώ διατηρούνται τα περισσότερα από τα θέματα που έχουν ήδη αναπτυχθεί. Παρουσιάζεται ως ένα «μικρό μυθιστόρημα» που παρωδεί τις μορφές του μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, παρουσιάζοντας μια ιστορία: ο νεαρός μαθητής Μέρβιν, επιστρέφει στο σπίτι μετά το μάθημά του στην ευκατάστατη οικογένειά του στο Παρίσι, χωρίς να γνωρίζει ότι ο Μαλντορόρ τον καταδιώκει. Ο Μέρβιν «είναι ωραίος ωσάν τη συστολή των ονύχων των αρπακτικών πουλιών.......Και προπάντων, ωραίος ωσάν την απρόοπτη συνάντηση, πάνω σε ένα τραπέζι ανατομίας, μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας.»[6]Ο Μαλντορόρ παρασύρει τον νεαρό, τον βάζει σε ένα σάκο και χτυπά το σώμα του στο στηθαίο μιας γέφυρας, λέγοντας στους περαστικούς ότι τα ουρλιαχτά προέρχονται από ένα σκυλί. Τελικά τον κρεμάει ανάποδα από τον οβελίσκο στην πλατεία Βαντόμ και κόβει το σκοινί με το σώμα να εκσφενδονίζεται έως το Πάνθεον. Αυτό το τελευταίο, βίαιο επεισόδιο έχει ερμηνευτεί ως η δολοφονία της παραδοσιακής μυθιστορηματικής μορφής, υπέρ της πειραματικής.[7]

Δημοσίευση Επεξεργασία

Το πρώτο άσμα τυπώθηκε το 1868 ανώνυμα με έξοδα του συγγραφέα το φθινόπωρο του 1868 στο Παρίσι. Το σύνολο του έργου με το ψευδώνυμο «κόμης του Λωτρεαμόν» τυπώθηκε το 1869 στο Βέλγιο αλλά ο εκδότης, επειδή ο συγγραφέας δεν του εξόφλησε την εκτύπωση (1.200 φράγκα) αλλά και τρομαγμένος από τη βιαιότητα και φοβούμενος ποινική εμπλοκή δεν το διένειμε στους βιβλιοπώλες. Το πλήρες έργο του Μαλντορόρ δεν δημοσιεύτηκε ποτέ όσο ζούσε ο συγγραφέας, παρά μόνο από το 1874.

Επίδραση - επιρροές Επεξεργασία

Αν και στην εποχή της αρχικής δημοσίευσής του θεωρήθηκε έργο σκοτεινό και πέρασε σχεδόν απαρατήρητο, με εξαίρεση τους συμβολιστές, ανακαλύφθηκε ξανά αργότερα και υμνήθηκε από τους ντανταϊστές και τους σουρεαλιστές καλλιτέχνες κατά τις αρχές του 20ού αιώνα. Τα παραβατικά, βίαια και παράλογα θέματα του έργου εκθειάστηκαν, ενέπνευσαν και επηρέασαν σημαντικά συγκεκριμένα τους Τριστάν Τζαρά, Λουί Αραγκόν, Αντρέ Μπρετόν, Σαλβαντόρ Νταλί, Μαν Ρέι και Φιλίπ Σουπώ, που ανακήρυξαν τον Λωτρεαμόν πρόδρομο του κινήματος. Οι μπαρόκ ποιητικές λάμψεις του κειμένου, η ανατρεπτική του γραφή και ο ξαφνικός και ανεξήγητος θάνατος του Λωτρεαμόν σε ηλικία μόλις 24 ετών τροφοδότησαν τον ρομαντικό μύθο γύρω από τον συγγραφέα και το έργο.

Ο ίδιος ο Λωτρεαμόν αναφέρει ότι είχε επηρεασθεί από τη γοτθική λογοτεχνία της προηγούμενης περιόδου, όπως τα έργα Μάνφρεντ του λόρδου Βύρωνα, Μέλμοθ ο Περιπλανώμενος του Τσάρλς Ματούριν, Κόνραντ του Άνταμ Μιτσκιέβιτς, Φάουστ του Γκαίτε. Από αυτά διατήρησε κυρίως την ιδέα του αρνητικού, σατανικού ήρωα, σε ανοιχτή μάχη ενάντια στον Θεό.

Το 1934 το έργο εικονογραφήθηκε από τον Σαλβαδόρ Νταλί. Έχει εικονογραφηθεί επίσης από τον Οντιλόν Ρεντόν και τον Ρενέ Μαγκρίτ.[8]

Ο Λωτρεαμόν και τα άσματα του Μαλντορόρ είναι διαχρονική πηγή έμπνευσης έως την εποχή μας, με πολλές αναφορές σε θεατρικές παραγωγές ή στίχους τραγουδιών, κ.ά. [9]

Ελληνικές μεταφράσεις Επεξεργασία

  • Τα άσματα του Μαλντορόρ, μετάφραση: Γιάννης Ευαγγελίδης, εκδόσεις Ελεύθερος τύπος, 1985
  • Τα άσματα του Μαλντορόρ, μετάφραση: Έλλη Νεζερίτη, εκδόσεις Εκάτη, 2001
  • Μαλντορόρ, μετάφραση: Πασχάλης Στρατής, εκδόσεις Νεφέλη, 2011

Παραπομπές Επεξεργασία