Τσακαλώτος
επώνυμο
Το ελληνικό επώνυμο Τσακαλώτος μπορεί να αναφέρεται σε κάποιο από τα παρακάτω πρόσωπα:
- Αθανάσιος Τσακαλώτος (γεν. 1885), ιατρός-χημικός, καθηγητής της φαρμακογνωσίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
- Αθηνά Τσακαλώτου, κόρη του Ορέστη Τσακαλώτου, σύζυγος του δικηγόρου Αλέκου Λιόντου
- Βασίλειος Τσακαλώτος (1792-1867), πατέρας των Ιωάννη και Γεωργίου
- Γεώργιος Β. Τσακαλώτος, χρυσοχόος από την Πρέβεζα, αδελφός του Ιωάννη Τσακαλώτου και πατέρας των Ευκλείδη και Σπυρίδωνος
- Δημήτριος Τσακαλώτος (1883–1919), χημικός και πανεπιστημιακός
- Ευκλείδης Γ. Τσακαλώτος, μαθηματικός και γυμνασιάρχης του Γυμνασίου Πρέβεζας, αδελφός του Σπυρίδωνος
- Ευκλείδης Στ. Τσακαλώτος (γεν. 1960), οικονομολόγος και πολιτικός, μικρανεψιός του Θρ. Τσακαλώτου
- Ευστράτιος Δ. Τσακαλώτος (1845-1920), πατέρας του χημικού και καθηγητή πανεπιστημίου Δημητρίου Τσακαλώτου
- Ιωάννης Β. Τσακαλώτος, χρυσοχόος από την Πρέβεζα, πατέρας του Ορέστη και Θρασύβουλου Τσακαλώτου
- Ιωάννης Ο. Τσακαλώτος, γιος του Ορέστη Τσακαλώτου
- Καρτερία Τσακαλώτου, οδοντίατρος από την Πρέβεζα, κόρη του Σπυρίδωνος Τσακαλώτου
- Κίμων Τσακαλώτος, έμπορος από την Πρέβεζα, αδελφός του Ορέστη και Θρασύβουλου
- Θρασύβουλος Τσακαλώτος (1897-1989), αντιστράτηγος με σημαντική δράση στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο
- Ορέστης Τσακαλώτος (1893-1987), έμπορος και δήμαρχος Πρέβεζας
- Ορέστης Ι. Τσακαλώτος (γεν. 1962), μηχανολόγος μηχανικός, εγγονός του προηγουμένου
- Σπυρίδων Γ. Τσακαλώτος, φυσικός και γυμνασιάρχης του Γυμνασίου Πρέβεζας, αδελφός του Ευκλείδη (μαθηματικού)
- Στέφανος Τσακαλώτος, έφεδρος υπολοχαγός Πυροβολικού, φονευθείς στη Μακεδονία το 1918, θείος του επομένου και αδελφός του Ευκλείδη και Σπυρίδωνος Γ. Τσακαλώτου
- Στέφανος Ευ. Τσακαλώτος, ναυπηγός, πατέρας του οικονομολόγου Ευκλείδη Τσακαλώτου
Αυτή είναι μια σελίδα αποσαφήνισης, δηλαδή μια σελίδα που δείχνει άλλες που θα είχαν το ίδιο όνομα με αυτήν. Εάν ακολουθήσατε μια σύνδεση εδώ, μπορεί να θελήσετε να επιστρέψετε και να διορθώσετε τον σύνδεσμο για να συνδέει προς την κατάλληλη συγκεκριμένη σελίδα. |