Η υπομανία είναι μία κατάσταση ψυχικής νόσου κατά την οποία το άτομο βρίσκεται να βιώνει ένα εσωτερικό αίσθημα χαράς, ευδαιμονίας και ευφορίας. Η συμπεριφορά του ατόμου αυτού χαρακτηρίζεται από υπερδραστηριότητα, πολυπραγμοσύνη, διάσπαση της προσοχής και ιδεοφυγή. Διακατέχεται από αισθήματα υπεροχής, παντοδυναμίας και υπερτίμησης του εαυτού του. Είναι ευερέθιστος, εκρηκτικός, θυμώνει και προσβάλλεται εύκολα. Γίνεται βασανιστικός, ενοχλητικός, προβληματικός για την οικογένεια, τους γύρω του ανθρώπους και θέλοντας να ικανοποιήσει τον εαυτό του, αγνοεί συχνά τις ανάγκες των άλλων.

Υπομανία
Ειδικότηταψυχιατρική και ψυχολογία
Ταξινόμηση
ICD-10F30.0

Η εκτίμηση της πραγματικότητας γι’ αυτόν είναι διαταραγμένη, χαρακτηρίζεται από ασυνέπεια, εύκολη αλλαγή του αντικειμένου σταθερότητας και δεν παρέχει στους γύρω σιγουριά, καθώς κάθε στιγμή είναι έτοιμος να αλλάξει θέμα και αντικείμενο. Η υπομανία είναι το τελείως αντίθετο της μελαγχολίας. Σε πολύ συχνές περιπτώσεις, η υπομανία γίνεται μανία. Αυτό σημαίνει μία πέραν και των πιο ελαστικών κανονικών κανόνων μεγέθυνση του προβλήματος, με αποτέλεσμα να είναι πέραν πάσης αμφισβήτησης η θεραπευτική αγωγή και συχνά ο εγκλεισμός σε ψυχιατρείο. Η φιγούρα του υπομανιακού ασθενή αποτελεί μία φασική(δηλαδή κατά διαστήματα εκδηλωμένη εικόνα συνήθως μηνών),που μπορεί να ακολουθείται από μελαγχολία ή διαστήματα νορμοθυμίας(κανονικού δηλαδή συναισθήματος). Η ψυχική αυτή διαταραχή έχει κληρονομικό υπόβαθρο και θεωρείται νόσος που μπορεί να μην αχρηστεύσει τον ασθενή, αλλά τον ταλαιπωρεί εφ’ όρου ζωής. Ωστόσο, χωρίς τους κατάλληλους θεραπευτικούς χειρισμούς, η υπομανία είναι πιθανό να εξελιχθεί σε σοβαρή μανία ή να μετατραπεί σε κατάθλιψη.

Υπομανιακό επεισόδιο Επεξεργασία

Για να γίνει διάγνωση υπομανιακού επεισοδίου, χρειάζεται να πληρούνται τα παρακάτω κριτήρια (κατά DSM-IV):

1. Μια διακριτή περίοδος διάρκειας τουλάχιστον 4 ολόκληρων ημερών με συναισθηματική διάθεση επίμονα ανεβασμένη, διαχυτική ή ευερέθιστη που είναι ξεκάθαρα διαφορετική από την συνηθισμένη μη καταθλιπτική διάθεση του ατόμου.

2. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, τρία (τουλάχιστον) από τα παρακάτω συμπτώματα επιμένουν (τέσσερα αν υπάρχει μόνο ευερεθιστότητα) και παρατηρούνται σε σημαντικό βαθμό:

  • διογκωμένη αυτοεκτίμηση ή αίσθημα μεγαλείου
  • ελαττωμένη ανάγκη για ύπνο (π.χ. το άτομο νιώθει ότι ξεκουράστηκε ύστερα από μόνο 3 ώρες ύπνο)
  • μεγαλύτερη ομιλητικότητα από το συνηθισμένο ή πίεση να συνεχίσει να μιλά (αισθάνεται την ανάγκη να μιλά διαρκώς)
  • φυγή ιδεών ή υποκειμενική αίσθηση ότι οι σκέψεις καλπάζουν
  • διάσπαση της προσοχής (η προσοχή έλκεται πολύ εύκολα από ασήμαντα ή άσχετα εξωτερικά ερεθίσματα)
  • αύξηση της στοχοκατευθυνόμενης δραστηριότητας, δηλαδή το άτομο είναι υπερβολικά δραστήριο (είτε κοινωνικά, στην εργασία ή στο σχολείο, είτε σεξουαλικά) ή ψυχοκινητική διέγερση
  • υπερβολική εμπλοκή σε ευχάριστες δραστηριότητες που έχουν μεγάλη πιθανότητα για οδυνηρές συνέπειες (π.χ. το άτομο εμπλέκεται σε χωρίς περιορισμό άκριτες αγορές, σε σεξουαλικές αδιακρισίες ή σε ανόητες επιχειρηματικές επενδύσεις)

3. Το επεισόδιο συνδέεται με μια αδιαμφισβήτητη αλλαγή στην λειτουργικότητα που δεν χαρακτηρίζει το άτομο όταν είναι ασυμπτωματικό.

4. Η διαταραχή της συναισθηματικής διάθεσης και η αλλαγή της λειτουργικότητας έχουν παρατηρηθεί από άλλους.

5. Το επεισόδιο δεν είναι αρκετά σοβαρό ώστε να προκαλέσει έντονη έκπτωση στην κοινωνική ή επαγγελματική λειτουργικότητα ή να κάνει απαραίτητη την νοσηλεία και δεν υπάρχουν ψυχωτικά συμπτώματα.

6. Τα συμπτώματα δεν οφείλονται στα άμεσα φυσιολογικά αποτελέσματα της δράσης μιας ουσίας (π.χ. ναρκωτικών ουσιών, φαρμάκων κλπ.) ή μιας γενικής ιατρικής κατάστασης (π.χ. υπερθυρεοειδισμός).