Εκτός των περιπτώσεων εκείνων που παρατηρείται το φαινομένου του φθορισμού υπάρχει και περίπτωση κατά την οποία οι απορρoφώσες την ερεθίζουσα ακτινοβολία, ουσίες ή σώματα να εξακολουθούν ν΄ ακτινοβολούν και μετά την απομάκρυνση αυτής.
Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται φωσφορισμός.

Πρώτος που θεωρείται ότι παρατήρησε και κατέγραψε το φαινόμενο αυτό ήταν ο Ανρί Μπεκερέλ το 1867 ο οποίος και το αποκάλεσε "βραδύ φθορισμό". Κατά γενικό κανόνα ο φωσφορισμός παρατηρείται σε στερεά σώματα επειδή σ΄ αυτά η μετάβαση της διεγερμένης κατάστασης, στην θεμελιώδη κατάσταση επιτελείται με πολλή μεγαλύτερη δυσκολία, παρά στα αέρια και στα διαλύματά τους. Παραταύτα ο Τιέλ το 1922 κατόρθωσε να "παγώσει" (σταθεροποιήσει) τον φθορισμό υδατικών διαλυμάτων όπως της φθορεσκεΐνης και της φαινόλης διαλύοντας τα σώματα αυτά (υπό υαλώδη μορφή) σε καθαρό τετηγμένο βορικό οξύ έτσι ώστε να παρουσιάσει (υπό αυτές τις συνθήκες) δια φωσφορισμού τις ίδιες περίπου ταινίες εκπομπής που παρουσιάζουν κατά τον φθορισμό.

Σημειώνεται πως γι΄ αυτούς τους λόγους, όπως και στον φθορισμό, η θέρμανση ελαττώνει τον χρόνο ερεθισμού και διευρύνει συγχρόνως τις ταινίες εκπομπής, ενώ η ελάττωση της θερμοκρασίας επιφέρει τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα.

Τα γνωστότερα φωσφορίζοντα σώματα είναι τα καλούμενα φωσφορίζοντα θειούχα γαιαλκάλια, που αποτελούνται από μίγματα θειούχων ενώσεων των αλκαλικών γαιών με θειούχες ενώσεις των βαρέων μετάλλων (σε ίχνη). Οι χημικές ενώσεις αυτές έλαβαν τελευταία μεγάλη τεχνική σημασία καθόσον μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως φωσφορίζοντα διαφράγματα στους σωλήνες καθοδικών ακτίνων (οθόνες ΤV, Ραντάρ κ.λπ.).