Συντεταγμένες: 35°31′48″N 34°17′27″E / 35.53000°N 34.29083°E / 35.53000; 34.29083

Η Καρπασία, ή Κραπασαία, ή Καρπάσου χερσόνησος, είναι η μεγάλη Α.ΒΑ. χερσόνησος της Κύπρου που αποτελεί προβολή του όρους Όλυμπος (Κύπρου), μήκους 47 μιλίων και που απολήγει στο ακρωτήριο Άγιος Ανδρέας (ή Κλειδιά, αρχαία Βοός ουρά, ή Κλείδες, ή Δεινάρετον), τις διαστάσεις της οποίας όρισε ο Στράβων με εκπληκτική ακρίβεια.

Η χερσόνησος Καρπασία έχει το σχήμα του δακτύλου.

Αρχαιότητα

Επεξεργασία

Στη χερσόνησο αυτή υπήρχαν κατά την αρχαιότητα δύο λιμένες "Καρπασίαι" (κοινώς σκάλες όπως θα λέγονταν σήμερα), που αποτελούσαν εναλλακτικά, ανάλογα με τον επικρατούντα καιρό, τα επίνεια της μεσογαίας πόλης Καρπάσου. Ο ένας ήταν βόρεια, απέναντι από τη Σαρπηδόνα της Κιλικίας και ο άλλος από τη νότια αναπτυσσόμενη ακτή. Τα δύο αυτά επίνεια βρίσκονταν κοντά στην άκρα της χερσονήσου που δημιουργείται μια στενότητα, ισθμός, που έχει εύρος 3 μόλις στάδια, πρόκειται για τους σύγχρονους αμφίπυγους όρμους της "Ρόνας" (βόρεια) και του "Μελισσάκρου" (νότια).
Η δε αρχαία μεσογαία πόλη Κάρπασος βρισκόταν επί του ίδιου σημείου όπου σήμερα φέρεται η πόλη "Ριζοκάρπασο".

Διαμέρισμα Καρπασίας

Επεξεργασία

Το Διοικητικό διαμέρισμα της Καρπασίας αποτελεί τμήμα της επαρχίας Αμμοχώστου περιλαμβάνοντας όλο το βορειοανατολικό τμήμα της Κύπρου. Εκκλησιαστικά ανήκει στη Μητρόπολη της Λευκωσίας. Στο Διαμέρισμα της Καρπασίας περιλαμβάνονται 39 χωριά. Κύρια προϊόντα της περιοχής είναι σιτηρά, λάδι, μετάξι, χαρούπια, ρόδια και το γνωστό «κολοκάσιν» που παράγεται στη Γιαλούσα (Κύπρου) και στα πέριξ αυτής χωριά.

Στη περιφέρεια της Καρπασίας ζει η χαρακτηριστική ομώνυμη ράτσα άγριων γαϊδάρων της Κύπρου που πρόσφατα έχει ξεκινήσει μια εκστρατεία για τη διάσωση του είδους. Απ΄ αυτή τη ράτσα προέρχεται και η δημώδης έκφραση "κυπραίικο γαϊδούρι" που λέγεται σκωπτικά είτε σε υπερβολική αναισθησία, είτε σε υπερβολική ισχυρογνωμοσύνη.

Τουρκική κατοχή

Επεξεργασία

Ολόκληρη η περιοχή της Καρπασίας κατέχεται από την Τουρκία μετά την εισβολή της στην Κύπρο το 1974.

  • Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου τομ. 10ος, σελ.383..