Ο όρος Χιονίτες (Αγγλικά: Chionites, Μέσα Περσικά: Xiyōn ή Hiyōn, Αβεστικά: Xiiaona, Σογδιανά: xwn, Παχλαβί: Xyon) είναι η ρωμανική μεταγραφή του εθνωνύμου ενός σημαντικού νομαδικού λαού της Υπερωξιανής, Βακτρίας και του Ιράν, της περιόδου από τον 4ο έως τον 7ο αιώνα μ.Χ.

Οι Χιονίτες και οι γείτονές τους το 400 μ.Χ.

Οι Χιονίτες εμφανίζονται συνώνυμοι με το λαό των Χούνα της κλασικής και μεσαιωνικής Ινδίας, και πιθανώς με τους Ούννους της ύστερης αρχαιότητας. Είναι ασαφές αν οι Χιονίτες συνδέονταν με ένα λαό που ονομαζόταν στην Αρχαία Κίνα Σιουν-γιου, Σιεν-γιουν ή/και Σιονγκ-νου (απαντάται ως Χιονγκ-νου συνήθως σε ελληνικά σημερινά κείμενα).

Πρώτη φορά περιγράφηκαν από τον Ρωμαίο ιστορικό, Αμμιανό Μαρκελλίνο, που ήταν στη Βακτρία την περίοδο 356-357 μ.Χ., ο οποίος ανέφερε ότι ζούσαν μαζί με τους Κοσσανούς. Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος επισημαίνει ότι οι Χιονίτες είχαν προηγούμενα ζήσει στην Υπερωξιανή και μετά την είσοδό τους στη Βακτρία έγιναν υποτελείς των Κοσσανών. Επηρεάστηκαν δε πολιτισμικώς από αυτούς και είχαν υιοθετήσει τη Βακτριανή γλώσσα. Οι Χιονίτες είχαν επιτεθεί στην Αυτοκρατορία των Σασσανιδών, αλλά αργότερα υπό έναν αρχηγό τους με το όνομα Γρυμβάτης, υπηρέτησαν ως μισθοφόροι στο σασσανιδικό στρατό.

Εντός των Χιονιτών φαίνεται να υπήρχαν δύο κύρια υποσύνολα, γνωστά στις ιρανικές γλώσσες με τα ονόματα "Karmir Xyon" και "Spet Xyon". Τα προθέματα καρμίρ (κόκκινος) και σπέτα (λευκός) αναφέρονται σε παραδόσεις της Κεντρικής Ασίας, σύμφωνα με τις οποίες συγκεκριμένα χρώματα συμβόλιζαν τα σημεία του ορίζοντα. Οι Καρμίρ Χιόν (Κόκκινοι Χιονίτες) ήταν γνωστοί στις ευρωπαϊκές πηγές ως "Κερμιχιώνες" ή "Κόκκινοι Ούννοι", και κάποιοι τούς έχουν ταυτίσει με τους Κιδαρίτες ή τους Αλχόν. Οι Σπετ Χιόν (Λευκοί Χιονίτες), αναφερόμενοι ως "Λευκοί Ούννοι" στις ευρωπαϊκές πηγές, εμφανίζονται να είναι οι γνωστοί στην Ινδία με την ονομασία Σβέτα Χούνα, και συχνά ταυτίζονται, αν και με αρκετές αντίθετες απόψεις, με τους Εφθαλίτες.