Η χολή είναι ένα πηχτό καφεπράσινο μέχρι πρασινοκίτρινο βασικό διάλυμα που εκκρίνεται από τα κύτταρα του ήπατος, και μέσω του χοληφόρου πόρου μεταφέρεται στο δωδεκαδάκτυλο. Σε ορισμένα θηλαστικά όπως και στον άνθρωπο συγκεντρώνεται σε μικρή αποθήκη, στη χοληδόχο κύστη και από εκεί απεκκρίνεται στον εντερικό σωλήνα, μέσω του δικτύου των χοληφόρων.
Η χολή παίζει σημαντικό ρόλο στην απορρόφηση και την πέψη του λίπους.

Σύνθεση της χολής

Επεξεργασία

Η χολή συμπεριφέρεται ως αλκαλικό στις αντιδράσεις και συντίθεται από διάφορες οργανικές ενώσεις και ανόργανα ιόντα, διαλυμένα σε νερό. Περιλαμβάνει χολικά οξέα, λεκιθίνη, χοληστερόλη, χολερυθρίνη και πρωτεΐνες.
Οι χρωστικές ουσίες της χολής (χολερυθρίνη και χολοπρασίνη), προέρχονται από τη διάσπαση της αιμοσφαιρίνης (των ερυθρών αιμοσφαιρίων) και είναι αυτές που δίνουν στη χολή το χρώμα της και που με τη σειρά της επηρεάζει το χρώμα των κοπράνων.

Ροή της χολής

Επεξεργασία

Η χολή ρέει στα χοληφόρα αγγεία, τα οποία σχηματίζουν το χοληφόρο δέντρο. Η απόδοση της χολής είναι αποτέλεσμα συνέργειας: 1) της ηπατικής έκκρισης, 2) της σύσπασης της χοληδόχου κύστης και 3) της χαλάρωσης του σφιγκτήρα του Oddi. Αυτές τις δράσεις αναλαμβάνει, σε ένα βαθμό, η χολοκυστοκινίνη (ή παγκρεατοζυμίνη), η οποία απελευθερώνεται μετά το γεύμα από εντερικά κύτταρα. Κύρια ουσία που παρακινεί το ήπαρ για έκκριση της χολής είναι η ορμόνη σεκρετίνη που παράγεται στα τοιχώματα του δωδεκαδακτύλου.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Παπαδημητρίου, «Σύγχρονη γενική χειρουργική», εκδόσεις Μ. Παρισιάνου.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία