ορισμος

Σχεδία είναι το αρχαιότερο και το πιο απλό μέσο για υδάτινες μεταφορές. Δημιουργείται από ξύλα που συνδέονται μεταξύ τους έτσι ώστε να σχηματίσουν μια πλωτή εξέδρα. Κάποιες σχεδίες είναι φτιαγμένες για να πλέουν με το ρεύμα του ποταμού, ενώ άλλες διανύουν μεγάλες αποστάσεις χρησιμοποιώντας πανιά και κουπιά. Χρησιμεύει για την μεταφορά ανθρώπων, ζώων ή εμπορευμάτων. Λόγω της έλλειψης των τοιχωμάτων, στο κέντρο υψώνεται ένας ιστός για την στήριξη ενός πανιού.

ιστορια

Η σχεδία υπάρχει από την Προϊστορία όταν ο άνθρωπος ήθελε να ανακαλύψει νέους τόπους και να ταξιδέψει στην θάλασσα. Δίνουν στον άνθρωπο την δυνατότητα στον άνθρωπο να ανακαλύψει τοπία και ομορφιές που είναι απροσπέλαστα με άλλο μέσον και χαρίζουν έντονες συγκινήσεις, αφού συμβάλλουν στο να βιώσει κανείς άμεσα το φυσικό περιβάλλον. Αρχικά, το 4500 π.Χ κατασκεύασαν τις πρώτες βάρκες δένοντας λωρίδες από πάπυρο μεταξύ τους. Όμως λόγω του ότι ο πάπυρος απορροφούσε νερό αντικαταστάθηκε στην συνέχεια από πολύ πιο ανθεκτικούς κορμούς δέντρων. Τα σκάφη των Φοινίκων, δηλαδή των πρώτων θαλασσοπόρων ήταν φτιαγμένα από ξύλο και στο κέντρο ένας πάσσαλος στήριζε ένα πανί. Επίσης, στην Ινδία και στην Κίνα τις χρησιμοποιούσαν και ως κατοικίες. Τα πιο γνωστά είναι τα << τοτόρα>> στην Νότια Αμερική. Είναι σχεδίες από καλάμια με μήκος που ξεπερνά τα 10μ. και με δυνατότητα μεταφοράς φορτίου περίπου τριών τόνων.

θεωρια θορ

Ο Θορ Χάγιερνταλ κατασκεύασε

οδυσσεια

446 Δεν είχε καν τον λόγο του τελειώσει, κι έπεσε μέγα κύμα πάνω του 

σαρωτικό που ταρακούνησε και τη σχεδία. Bρέθηκε ξαφνικά μακριά της, του ξέφυγε απ' το χέρι το τιμόνι.

H θυμωμένη θύελλα με τους μεικτούς ανέμους σύντριψε το κατάρτι

350 πανί κι αντένα σφενδονίστηκαν πέρα στο πέλαγο.

Kι έμεινε αυτός ώρα πολλή μέσα στη δίνη, κεφάλι δεν μπορούσε να σηκώσει μπρος στην ορμή των φοβερών κυμάτων.Tον βάρυναν ακόμη και τα ρούχα, αυτά που η θεία Kαλυψώ τού είχε φορέσει.

355 Kάποια στιγμή ωστόσο ανάβλεψε, φτύνει από το στόμα του πικρή την άρμη [...],
357 όμως και τη σχεδία του θυμάται, κι ας είχε πια αποκάμει.

Bρήκε ξανά τη δύναμη κι αρπάζεται μέσα απ' τα κύματα επάνω της και, καθισμένος τώρα

360 εκεί στη μέση, δοκίμαζε πώς να ξεφύγει το τέλος του θανάτου.

Όμως το μέγα κύμα την πήγαινε όπου ήθελε· τη μιαν εδώ, την άλλη εκεί. Πώς ο χειμερινός βοριάς σαρώνει στον κάμπο αγκάθια, κι αυτά σφιχταγκαλιάζονται και γίνονται ένα πράμα, έτσι και τη σχεδία οι άνεμοι εδώ και εκεί τη φέρναν και την πήγαιναν·

365 τη μια ο νότος στον βοριά την άφηνε κουμάντο,

την άλλη ο λεβάντες την παράδινε για να τη σέρνει ο πουνέντες.

Ώσπου τον πήρε είδηση η καλλίσφυρη Iνώ, του Kάδμου η θυγατέρα, 

η Λευκοθέη,3 που πρώτα είχε ανθρώπινη φωνή και φύση, μα τώρα οι θεοί τής έδωσαν θεϊκή τιμή μες στα πελάγη.

370 Aυτή τον Oδυσσέα ελέησε όπως τον είδε θλιβερά παραδαρμένο·

σκούρο πουλί με την ουρά σχιστή, παρόμοια πέταξε και βγήκε από το κύμα, κάθισε πάνω στη σχεδία του, και του είπε τον δικό της λόγο: «Δύσμοιρε, γιατί ο κοσμοσείστης Ποσειδών τόσο πολύ μαζί σου τα 'βαλε; γιατί σου σπέρνει τόσα πάθη;

375 Kι όμως, παρ' όλο τον θυμό του, δεν θα μπορέσει να σε θανατώσει.

Nα κάνεις μόνο ό,τι σου πω, και δεν μου φαίνεσαι ασύνετος: βγάλε από πάνω σου αυτά τα ρούχα, ξέχασε τη σχεδία σου  και χάρισέ τη στους ανέμους· βάλε τα δυνατά σου να κολυμπήσεις μ' απλωτές, νόστο να βρεις

380 στη χώρα των Φαιάκων, όπου η μοίρα σου σου γράφει να γλιτώσεις.

Πάρε και τούτο το άφθαρτο μαγνάδι,4 ζώσε μ' αυτό το στέρνο σου, και φόβος πια θανάτου δεν θα σ' απειλήσει, μήτε και τ' άλλα πάθη.

Ραψωδία ε : Ὀδυσσέως σχεδία.

Επεξεργασία

Το πρωί της 7ης μέρας, στη συνέλευση των Θεών, η Αθηνά επενέρχεται στο θέμα του Οδυσσέα και αναφέρει την ενέδρα των μνηστήρων. Ο Δίας στέλνει τον Ερμή στην Ωγυγία με την εντολή προς την Καλυψώ να αφήσει πια τον Οδυσσέα και ανακοινώνει στους θεούς ότι ο Οδυσσέας θα γυρίσει στην Ιθάκη μετά από 20 μέρες ταλαιπωρημένος πάνω σε σχεδία, χωρίς όμως βοήθεια θεών ή ανθρώπων, με πλούσια όμως δώρα από τους Φαίακες.

Η Καλυψώ κατηγορεί τους θεούς ότι τη φθονούν, που ερωτεύτηκε ένα θνητό και τους δίνει πολλά παραδείγματα για να τους αποδείξει την ζηλοφθονία τους, τελικά όμως υποχωρεί από φόβο για την οργή του Δία. Τώρα για πρώτη φορά εμφανίζεται ο Οδυσσέας στο ποίημα. Κλαίει όπως κάθε μέρα στην ακρογιαλιά αγναντεύοντας το πέλαγος (νόστον ὀδυρομένῳ, ε 153), όταν η θεά του ανακοινώνει τα καλά νέα. O Οδυσσέας τη βάζει να ορκιστεί ότι δεν έχει κακό σκοπό και, παρά την προειδοποίησή της ότι θα υποστεί κι άλλες ταλαιπωρίες, μένει αμετάπειστος. Μετά το γεύμα περνούν μαζί την τελευταία τους νύχτα.

Τις επόμενες τέσσερις μέρες ο Οδυσσέας κατασκευάζει σχεδία με τα εργαλεία της Καλυψώς και την πέμπτη μέρα (12η της Οδύσσειας) ξεκινά. Η Καλυψώ του δίνει εφόδια, οδηγίες και ούριο άνεμο για το ταξίδι. Μετά από δεκαεφτά μέρες, τα ξημερώματα της δέκατης όγδοης (29ης), προβάλλουν στον ορίζοντα οι ακτές της Σχερίας, της χώρας των Φαιάκων. Καθώς όμως ο Ποσειδώνας επιστρέφει από τους Αιθίοπες, βλέπει τον Οδυσσέα και οργισμένος σηκώνει φοβερή θαλασσοταραχή. Η σχεδία διαλύεται και ο Οδυσσέας παλεύει με τα κύματα πάνω σε μια σανίδα. Η θεά Λευκοθέα τον συμπονά και του χαρίζει ένα σωσίβιο μαντίλι. Αυτός το ζώνεται, πετά τα ρούχα του και πηδά στη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας φεύγει με χαιρέκακη ικανοποίηση, οπότε η Αθηνά επεμβαίνει και κατευνάζει κάπως τη θύελλα.

Δύο μέρες ακόμα θαλασσοδέρνεται ο Οδυσσέας, ώσπου την τρίτη (31η) καταφέρνει με τη βοήθεια της Αθηνάς να προσεγγίσει την ακτή της Σχερίας και να φτάσει στις εκβολές ενός ποταμού. Προσεύχεται στον ποταμό να τον σώσει και ο ποταμός τον δέχεται. Ο Οδυσσέας, γυμνός και εξαθλιωμένος, βγαίνει στη στεριά και καταφεύγει σ’ ένα δάσος, όπου κοιμάται βαθιά κρυμμένος στους θάμνους.