Άσμα Ι «Στο μέσον της πορείας της ζωής μας» (“Nel mezzo del cammin di nostra vita”) ο Δάντης βρίσκεται μέσα σ’ ένα σκοτεινό δάσος έχοντας χάσει την ορθή οδό. Κάνει να βγει απ’ τη φοβερή κοιλάδα ανεβαίνοντας σ’ έναν λόφο που φωτιζόταν από τον πρωινό ήλιο, αλλά του κόβουν το δρόμο τρία άγρια θηρία, μία λεοπάρδαλη, ένα λιοντάρι και ιδίως μια λύκαινα, κάνοντάς τον να οπισθοχωρήσει. Τότε, εμφανίζεται ένας σιγανός ίσκιος στην ερημιά προς τον οποίον ο ποιητής στρέφεται για βοήθεια. Είναι ο ποιητής Βιργίλιος, που ύμνησε τον Αινεία που ήρθε στο Λάτιο μετά την άλωση της Τροίας. Ο Δάντης του απευθύνεται με σεβασμό και αγάπη, τον αποκαλεί διδάσκαλό του και σοφό φημισμένο, λέγοντας του ότι μόνο από αυτόν έχει πάρει το ωραίο ύφος που τον τίμησε. Ζητά βοήθεια για τη λύκαινα που τον απειλούσε. Ο Βιργίλιος του λέει ότι είχε πάρει λανθασμένη οδό και προφητεύει την έλευση του Κυνηγόσκυλου (Veltro), του σωτήρα της Ιταλίας, που θα κυνηγήσει παντού το θηρίο κάνοντάς το να μπει ξανά στον Άδη απ’ όπου βγήκε. Του λέει ότι ήρθε για να τον καθοδηγήσει σ’ έναν τόπο αιώνιο, όπου θα δει τα αρχαία πνεύματα που βασανίζονται στην κόλαση. Έπειτα θα τον πάει στα πνεύματα εκείνα που βρίσκονται στο καθαρτήριο πυρ ελπίζοντας μια μέρα ότι θα πάνε στον ουρανό. Στον μακάριο εκείνον τόπο θα τον οδηγήσει όμως μια ψυχή αξιότερη από εκείνον, τον ειδωλολάτρη. Ο Δάντης του είπε πώς θα τον ακολουθήσει και οι δυο τους προχώρησαν.