Χριστιανισμός στην Ινδία

Ο Χριστιανισμός στον Ινδικό κόσμο, ο οποίος περιλαμβάνει όχι μόνο την ινδική υποήπειρο, αλλά και την «περαιτέρω Ινδία» της Νοτιοανατολικής Ασίας (Βιρμανία, Ταϊλάνδη, Καμπότζη, Μαλαισία, Σρι Λάνκα, Ινδονησία), δεν είναι και δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί σωστά ως, απλώς κάτι ξένο προς τους πολιτισμούς και τις κοινωνίες μέσα στις οποίες βρίσκεται, κάτι που εμφυτεύεται ή με κάποιο τρόπο επιβάλλεται από ξένους. Χριστιανικά στοιχεία αναμιγνύονται με Ιθαγενείς πολιτισμούς και αφήνουν αποτυπώματα σε διάφορους πολιτισμούς της Ινδίας.[1] Σύμφωνα με την World Christian Database ο χριστιανικός πληθυσμός της Ινδίας το 2005 ήταν 68.189 εκατομμύρια. Από το αποτέλεσμα αυτό φανερώνεται ότι η Ινδία είναι η έβδομη χώρα σε χριστιανικό πληθυσμό στον κόσμο μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (252 εκατ.), τη Βραζιλία (166,8 εκατ.), το Μεξικό (102 εκατ.), την Κίνα (101,9 εκατ.), την Ρωσία (84,4 εκατ.) και τις Φιλιππίνες (73,9 εκατ.).[2] Οι τρεις κύριες κατηγορίες Χριστιανών στην Ινδία είναι: οι Νεστοριανοί Χριστιανοί που είναι γνωστοί και ως «Σύροι» Χριστιανοί, εξαιτίας της χρήσης της Συριακής ως γλώσσας τελετουργίας και γραφής, είναι γνωστοί επίσης και ως Χριστιανοί «Thomas», οι Καθολικοί Χριστιανοί που είναι οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Ευαγγελικοί που είναι γνωστοί ως Προτεστάντες.[3]

Ιστορική Αναδρομή Επεξεργασία

Ο πρώιμος Χριστιανισμός στην Ινδία Επεξεργασία

Το Μαλαμπάρ , που αντιστοιχεί σήμερα στο ομόσπονδο κρατίδιο της Κέραλα στην νοτιοδυτική Ινδία, προκαλεί το ενδιαφέρον της θρησκειολογίας, αφού αποτέλεσε το λίκνο του Χριστιανισμού στην Ινδία. Οι χριστιανοί της συγκεκριμένης περιοχής πιστεύουν ότι ο Απόστολος Θωμάς  γύρω στο 52 μ.Χ. διέδωσε το Ευαγγέλιο στους πρόγονούς τους. Έτσι αποκαλούνται και ως «χριστιανοί του Αγίου Θωμά». Την ιστορικότητα του παραπάνω γεγονότος έχουν αποδεχθεί σήμερα πολλοί ερευνητές. Επιπλέον ο Ευσέβιος αναφέρει τον ερχομό του Πάνταινου στα τέλη του 2ου αιώνα στην περιοχή του Μαλαμπάρ.  Όπως και τον 4ο αιώνα σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες έχουμε την εγκατάσταση στο Γγκράνγκανορ διωγμένων χριστιανών  με αρχηγό τον έμπορο Θωμά Καναναίο. Επίσης υπάρχουν μαρτυρίες  ότι  τον 6ο αιώνα έχουμε την ύπαρξη μιας χριστιανικής κοινότητας που ευρισκόταν σε κοινωνία με  τη Νεστοριανή Συριακή Εκκλησία. Στο λατρευτικό τυπικό της συγκεκριμένης χριστιανικής κοινότητας χρησιμοποιούνταν η συριακή γλώσσα. Για την  χειροτονία των επισκόπων της ήταν υπεύθυνος ο καθολικός επίσκοπος της Βαγδάτης . Όταν η Ινδία κυριεύτηκε από τους Πορτογάλους , η Εκκλησία του Μαλαμπάρ με την σύνοδο της Ντιαπέρ (1599) πέρασε πλήρως στη δικαιοδοσία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας  μέχρι το σχίσμα του 1653 ,όταν ένα τμήμα της (όρκος του Κεκλιμένου Σταυρού) βρίσκεται σε κοινωνία με την Ιακωβιτική Συριακή Εκκλησία. Με ένα ακόμα σχίσμα το 1875 δημιουργήθηκε η Προτεσταντική Εκκλησία  του Mar Thoma (Αγίου Θωμά). Σήμερα η κοινότητα των Ρωμαιοκαθολικών χριστιανών, που υπάρχει στο Μαλαμπάρ  και οι επίσκοποί της από το 1923 είναι αποκλειστικά ινδικής καταγωγής, αυτοονομάζεται «Συρο-Μαλαμπαριανή Εκκλησία». Η κοινότητα όμως των χριστιανών, που βρίσκεται σε κοινωνία με την Ιακωβιτική Συριακή Εκκλησία «Συριακή Ορθόδοξη Εκκλησία του Μαλαμπάρ», χρησιμοποιεί το συριακό λειτουργικό τυπικό της Αντιόχειας, αποδέχεται μια μετριασμένη μορφή του Μονοφυσιτισμού,  παίρνει μέρος στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών   και έχει φιλικές σχέσεις με την  Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής .Τα παρακλάδια του Προτεσταντισμού (μεθοδιστές, πρεσβυτεριανοί) στο Μαλαμπάρ σήμερα ανήκουν στην Εκκλησία της Νοτίου Ινδίας.[4]

Οι χριστιανοί στην αρχαία Ινδία ήταν επιτυχημένοι. Λόγω της εντιμότητάς τους είχαν τεθεί ως επικεφαλής σημαντικών υπηρεσιών .Εκτός από αρκετές σύγχρονες μαρτυρίες, διάφορες παραδόσεις καθώς και προφορικές ιστορίες που έχουν καταγραφεί το  δέκατο έκτο αιώνα από Ευρωπαίους, αποκαλύπτουν ότι οι χριστιανοί στην αρχαία Ινδία ζούσαν όπως οι Ινδουιστές αριστοκράτες. Το ντύσιμό τους ήταν ίδιο με των Ινδουιστών των ανώτερων καστών, αλλά έπλεκαν  μέσα στα μαλλιά τους Σταυρούς. Δηλαδή όσον αφορά την πίστη τους ήταν χριστιανοί, αλλά πολιτισμικά ήταν Ινδοί. Είχαν πολύ καλές σχέσεις με την ινδουιστική μειονότητα.[5]

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στην Ινδία Επεξεργασία

Η Ευρώπη κατά τα  ρωμαϊκά χρόνια  είχε αποκτήσει εμπορικές σχέσεις με την ενδοχώρα της Ινδίας, ώστε δεν ήταν άγνωστη στους Ευρωπαίους στην περίοδο της Αναγέννησης. Στο Μεσαίωνα όμως  μέχρι το δέκατο τρίτο αιώνα δεν ταξίδευαν στην Ινδία. Λέγεται ότι μόνο ένας επίσκοπος από την Αγγλία (Σίτζελμ) , το 883, πήγε στην Ινδία (πήρε άδεια από τον Αλφρέδο το Μεγάλο) για να βρει τον τάφο του αποστόλου Θωμά. Εκτός από αυτόν, αυτός που έφτασε πρώτος  στην Ινδία από τους Ευρωπαίους ήταν ο Μάρκο Πόλο. Την ίδια χρονική περίοδο έφτασε στην Ινδία και ο Ιωάννης του Μόντε Κορβίνο που ήταν μέλος της Αδελφότητας των Περιπλανώμενων του Χριστού(Ιεραποστολική Αδελφότητα την οποία είχε ιδρύσει ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ για να φτάσει ανατολικά). Όταν έφτασε στην Ινδία μαζί με τα άλλα μέλη της αδελφότητας , είδε ότι υπήρχαν Χριστιανοί, αλλά ήταν λίγοι και δεν τηρούσαν βασικά δόγματα.[6]

Στα τέλη του δέκατου πέμπτου αιώνα, με την ανακάλυψη των Νέων Χωρών από την Πορτογαλία , οι Ευρωπαίοι γνώρισαν τόσο την Ινδία όσο και την Εκκλησία της. Το 1498 ο Βάσκο ντα Γκάμα (Πορτογάλος εξερευνητής) όπως και άλλοι Ευρωπαίοι , πήγε στη νότια Ινδία. Η χριστιανική κοινότητα του Μαλαμπάρ τον καλοδέχτηκε και του ζήτησε να τους προστατέψει από τους Μουσουλμάνους και  Ινδουιστές. Οι Πορτογάλοι θεωρώντας ότι είναι σημαντικό να έχουν συνεργασία με τους χριστιανούς του Μαλαμπάρ, κρατούσαν φιλικές σχέσεις με το Μητροπολίτη τους, Μαρ Ιακώβ.[7]

Οι Πορτογάλοι εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Γκόα, που βρισκόταν στη δυτική ακτή της Ινδίας και βόρεια του Μαλαμπάρ. Η Γκόα, στην οποία υπήρχαν Ιησουίτες, Δομινικανοί, Φραγκισκανοί και Αυγουστινιανοί Ιεραπόστολοι , καθιερώθηκε το 1534 ως Καθολική Επισκοπή. Σε αυτήν το 1542 έφθασε ο Ισπανός ιεραπόστολος  Φραγκίσκος Ξαβέριος, ο οποίος διορίστηκε ως παπικός νούντσιος (εκπρόσωπος του Πάπα σε ορισμένο μέρος), αλλά δεν παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μόλις εξοικειώθηκε με τις γλώσσες της περιοχής έφτασε στο νοτιότερο άκρο της Ινδίας , στο ακρωτήριο Κομορίν, όπου επιτέλεσε το ιεραποστολικό του έργο στους απλούς ψαράδες, με μεγάλη επιτυχία . Το 1545, αφού άφησε την ιεραποστολή στην Ινδία  σε άλλους ιεραπόστολους , ξεκίνησε για τη Μαλάκκα ( λιμάνι, εμπορικό κέντρο της δυτικής ακτής της Μαλαισιανής χερσονήσου και σημαντικός σταθμός της Ιεραποστολής αυτής της περιόδου).[8]

Όμως οι Πορτογάλοι δεν ήθελαν απλά να έχουν φιλικές σχέσεις με τη  χριστιανική κοινότητα του Μαλαμπάρ , αλλά προσπάθησαν να τους εντάξουν στον Καθολικισμό. Μάλιστα, όταν το 1549 πέθανε ο Μαρ Ιακώβ, οι σχέσεις τους έγιναν χειρότερες. Οι Πορτογάλοι εμπόδισαν την Περσική Εκκλησία να στείλει επίσκοπο στο Μαλαμπάρ, γιατί πίστευαν ότι ο Καθολικός επίσκοπος που βρισκόταν στη Γκόα ήταν ο μόνος νόμιμος επίσκοπος της Ινδίας, παρόλο που οι αρμοδιότητές του επισήμως κάλυπταν μόνο τη Γκόα και όχι και το Μαλαμπάρ. Μέχρι το 1597 η Εκκλησία του Μαλαμπάρ κυβερνήθηκε από τον Νεστοριανό επίσκοπο Μαρ Αβραάμ(δημιουργήθηκαν λατινικά ιεροδιδασκαλεία, συγκαλέστηκαν σύνοδοι για να γίνουν μεταρρυθμίσεις)με αποτέλεσμα η Εκκλησία του Μαλαμπάρ να αρχίζει να αποδέχεται τις θέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας . Μετά τον θάνατο του Μαρ Αβραάμ , ο καινούριος Καθολικός  Αρχιεπίσκοπος της Γκόα, Αλέξις ντε Μενέθες (1599) θέλησε η χριστιανική κοινότητα του Μαλαμπάρ να ελέγχεται ολοκληρωτικά από τη ρωμαϊκή διοίκηση. Έτσι συγκάλεσε τη Σύνοδο του Ντιάμπερ με την οποία πραγματοποιήθηκε ο εκρωμαϊσμός της Εκκλησίας του Μαλαμπάρ. Τα δόγματα και το τελετουργικό της προσαρμόστηκαν με τα αντίστοιχα λατινικά και διορίστηκε επίσκοπος στην Εκκλησία του Μαλαμπάρ ένας Ιησουίτης (Φραγκίσκος Ροθ). Οι χριστιανοί του Μαλαμπάρ  αντέδρασαν. Το 1653 συγκεντρώθηκαν στο Κοχίν κάτω από ένα λίθινο Σταυρό (Σταυρός Κουνέν) φωνάζοντας  ότι δε θα δεχτούν ποτέ την εξουσία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και θα ησυχάσουν μόνο όταν φύγουν οι Ιησουίτες από την Ινδία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Εκκλησία του Μαλαμπάρ να χωριστεί σε αυτούς που δέχτηκαν τον εκ καθολικισμό και σε αυτούς που αναγνώριζαν μόνο το δικό τους  Αρχιδιάκονο στο Μητροπολιτικό θρόνο ως Μαρ Θωμάς. Η Εκκλησία της Ρώμης έστειλε Καρμελίτες ιεραποστόλους  στην Ινδία (ο αρχηγός τους, ο Τζιουζέπε  Σεμπαστιάνι, έγινε επίσκοπος το 1658)  για να σταματήσουν την εξέγερση, αλλά τελικά δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν την ενότητα με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.  Το ζήτημα αυτό καλύφτηκε από  τις πολιτικές εξελίξεις. Το 1660 οι Ολλανδοί κατέκτησαν τις πορτογαλικές  αποικίες στην δυτική ακτή την Ινδίας και διέταξαν τους ξένους ιερείς να φύγουν. Όμως ο Καθολικός επίσκοπος Σεμπαστιάνι, πριν απομακρυνθεί το  1663, πραγματοποίησε τη χειροτονία ενός Ινδού (Τσάντι Κατάναρ ) ως εκπροσώπου του Πάπα στην περιοχή. Ο Κατάναρ βοήθησε στην προσπάθεια  εκρωμαϊσμού   της χριστιανικής κοινότητας του Μαλαμπάρ, που τελικά δεν επιτεύχθηκε. Μετά τον θάνατό του το 1687, τη θέση του πήρε ο Ραφαήλ που ήταν μισός Πορτογάλος και μισός Ινδός , ο οποίος δεν αναγνωρίστηκε από τους χριστιανούς του Μαλαμπάρ. Επίσης οι χριστιανοί του Μαλαμπάρ, που  ανήκαν στην ομάδα του Μαρ Θωμά, είχαν έναν καινούριο Μητροπολίτη απεσταλμένο από το Μονοφυσίτη Πατριάρχη της Αντιόχειας και για αυτό ονομάστηκαν Ιακωβίτες. Έτσι δημιουργήθηκαν δύο χριστιανικές Εκκλησίες  στο Μαλαμπάρ, των Ιακωβιτών (ή Μαλανκάρα) και η Ρωμαιοκαθολική, με αποτέλεσμα για αιώνες να επικρατεί σύγχυση μεταξύ των Ινδών Χριστιανών.[9]

Ο Προτεσταντισμός στην Ινδία Επεξεργασία

Η πρώτη ιεραποστολή των Προτεσταντών στην Ινδία ήταν στην αποικία της Δανίας, στο Τράνκεμπαρ. Εκεί έφτασαν το 1706 οι Γερμανοί  Λουθηρανοί Ιεραπόστολοι, Ζίγκενμπαλγκ και ο Χέντριξ Πλιτσάου ως «Βασιλικοί Ιεραπόστολοι» υπό την προστασία του Βασιλιά της Δανίας. Ο  Ζίγκενμπαλγκ πραγματοποίησε το ιεραποστολικό του έργο στους Ιθαγενείς και ο Πλιτσάου στους Πορτογάλους . Παράλληλα ο Ζίγκενμπαλγκ, αφού  έμαθε να μιλά την διάλεκτο Ταμίλ, ξεκίνησε να διδάσκει το Ευαγγέλιο και σε λίγο χρονικό διάστημα κατασκευάστηκε  μια μικρή ιεραποστολική Εκκλησία έξω από το Φρούριο . Μετέφρασε την Καινή Διαθήκη στη διάλεκτο Ταμίλ και άρχισε το πρώτο προτεσταντικό  σεμινάριο στο οποίο δίδασκε τα δόγματα του Χριστιανισμού και την  Αγία Γραφή.  Ήταν πάνω από 10 χρόνια στην Ινδία, όταν απεβίωσε το 1719 σε ηλικία 37 ετών. Ο τάφος του βρίσκεται στην Εκκλησία της Νέας Ιερουσαλήμ, η οποία  κατασκευάστηκε από τον ίδιο το 1718.[10]

Ο Κρίστιαν Φρέντερικ Σβαρτς ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς ιεραποστόλους του δέκατου ογδόου αιώνα  στην Ινδία. Ξεκίνησε το ιεραποστολικό του έργο από το Τράνκεμπαρ  και πήγε σε όλη την Νότια Ινδία .Μιλούσε πάρα πολύ καλά όλες τις τοπικές ινδικές διαλέκτους και βοηθούσε τους φτωχούς χριστιανούς και μη. Ίδρυσε σχολεία στα οποία διδάσκονταν Βιβλικά , Χριστιανικά κείμενα, όπως και Αγγλική λογοτεχνία και Ευρωπαϊκή φιλοσοφία. Ενίσχυσε τα θεμέλια του Ευαγγελικού Προτεσταντικού Χριστιανισμού  των Ταμίλ.  Πέθανε το 1798.[11]

Ο Γουίλιαμ Κάρεϊ, που γεννήθηκε το 1761, επηρεάστηκε από το κήρυγμα της Βαπτιστικής Εκκλησίας και έκανε μεταστροφή από τον Αγγλικανισμό στην Εκκλησία των Βαπτιστών. Ίδρυσε την ιεραποστολική εταιρία των Βαπτιστών με σκοπό την διδασκαλία του Ευαγγελίου σε όλα τα έθνη .Ο Γουίλιαμ Κάρεϊ έφτασε στην Ινδία το 1793, στη δυτική Βεγγάλη και συγκεκριμένα στην Καλκούτα όπου επικρατούσαν άσχημες συνθήκες όπως γάμοι παιδιών, χαμηλή θέση των γυναικών .Τα πρώτα 6 χρόνια ο Γουίλιαμ Κάρεϊ δεν συγκεντρωνόταν στο ιεραποστολικό του έργο, ήθελε πρώτα να μάθει τις τοπικές διαλέκτους για να μπορέσει να έχει ένα καλύτερο αποτέλεσμα στη διάδοση του Ευαγγελίου  στους Ινδουιστές. Το 1799 ήρθαν στην Καλκούτα και άλλοι δύο Άγγλοι Βαπτιστές Ιεραπόστολοι οι Joshua Marshman και William Ward, οι οποίοι, επειδή δεν έγινε δεκτό να μείνουν στην Καλκούτα , πήγαν στη δανική αποικία Σεραμπούρ. Ο Γουίλιαμ Κάρεϊ ενώθηκε μαζί τους «Serampore Trio» και το ιεραποστολικό τους έργο άνθισε . Ο Γουίλιαμ Κάρεϊ πίστευε ότι οι Ινδοί ήταν καλύτερο να διδαχθούν το Ευαγγέλιο από τους συμπατριώτες τους . Έτσι άρχισε να ετοιμάζει προσήλυτους για αυτόν τον σκοπό. Δε διοικούσε την Εκκλησία του με λευκούς, αλλά με τους προσήλυτους (Ινδουιστές). Γνώριζε το σύστημα των καστών της ινδικής κουλτούρας και ήθελε ένα Χριστιανισμό χωρίς κάστα.  Αφού έμαθε την τοπική διάλεκτο, έγραψε σχολικά βιβλία. Στόχος του επίσης, μέσω της εφημερίδας «Samachar Durpan» και του περιοδικού «the friend of India» που εξέδωσε στη γλώσσα της Βεγγάλης, ήταν η πραγματοποίηση κάποιων κοινωνικών αλλαγών , όπως η εξάλειψη της βρεφοκτονίας, η κατάργηση του σάτι (κάψιμο της χήρας στις νεκρικές πυρές του συζύγου της).[12]

Οι  Ιεραπόστολοι «Serampore trio» επικεντρώθηκαν στη βοήθεια των ασθενών και των φτωχών . Ίδρυσαν σχολεία για τους γηγενείς, ενθάρρυναν τη φοίτηση των κοριτσιών  στα σχολεία, ίδρυσαν το  κολλέγιο «Serampore» για να εκπαιδεύονται οι νέοι Ινδοί τόσο στην χριστιανική γνώση όσο και στην κοσμική εκπαίδευση.[13]

Η Ελληνορθόδοξη Ιεραποστολή στην Ινδία Επεξεργασία

Η Ελληνορθόδοξη Ιεραποστολή στην Ινδία άρχισε το 1980 με τον πατέρα Ανθίδη Αθανάσιο. Αργότερα ακολούθησε (1990-2004) ο πατέρας Σέννης Ιγνάτιος και από το 2006 μέχρι και σήμερα συνεχίζεται από τους: πατέρα Σωτήριο Τράμπα και την αδελφή Παραδείση Νεκταρία. Πιο πριν (μέχρι το 1974) η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία ,που βρισκόταν στην Ινδία, δεν ασκούσε ιεραποστολικό έργο. Σήμερα η κοινότητα των Ορθοδόξων Χριστιανών, που βρίσκεται στη δυτική Βεγγάλη , αποτελείται πάνω από 5.500 πιστούς εξαιτίας όχι μόνο του ιεραποστολικού έργου των παραπάνω πατέρων  και της αδερφής Παραδείση Νεκταρίας, αλλά και αρκετών εθελοντών από την  Ελλάδα και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Στη συγκεκριμένη περιοχή βρίσκονται δέκα τρεις Εκκλησίες καθώς και δέκα τρεις ιθαγενείς Ινδοί ιερείς  που είναι κάτω από την εποπτεία του Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτη Σιγκαπούρης και Νότιας Ασίας Κωνσταντίνου. Παράλληλα η Ορθόδοξη Φιλανθρωπική Εταιρία (PSOC)  στηρίζει τη φιλανθρωπική και ιεραποστολική  δραστηριότητα της προαναφερόμενης κοινότητας, η οποία οργανώνει την ίδρυση ορφανοτροφείων, σχολείων καθώς και τη διανομή αγαθών στους ανθρώπους που βρίσκονται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση.[14]

Ο όρος « Ελληνική Ορθόδοξη  Ιεραποστολή  στην Ινδία» δεν ταυτίζεται με το ελληνικό Έθνος, αλλά με το ιστορικό γεγονός της σύνδεσης από τον 18ο αιώνα της Ορθοδοξίας στη δυτική Βεγγάλη με την κοινότητα Ελλήνων  μεταναστών στην Καλκούτα. Ο όρος «Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία»  δεν παραπέμπει την ταύτισή τους με το ελληνικό Έθνος, δηλαδή δεν σημαίνει «Εθνική Εκκλησία», αλλά ένωση Εκκλησιών μέσα στο πλαίσιο του Ανατολικού Ορθόδοξου Χριστιανισμού, στο οποίο ο ελληνικός πολιτισμός έπαιξε σημαντικό ρόλο. Η Ελληνική  Ορθόδοξη Ιεραποστολή άρχισε και συνεχίζει και σήμερα το έργο της κάτω από την επίβλεψη του Οικουμενικού  Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης , του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας και Ιεροσολύμων . Γι’ αυτό και το ελληνορθόδοξο ιεραποστολικό έργο στην Ινδία, έχει σχέση με την ιστορία της κοινότητας των Ελλήνων μεταναστών στην Καλκούτα καθώς και με το γραφείο της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.[15]

Συγκεκριμένα από δύο επιτύμβιες στήλες, που βρίσκονται στον Καθολικό Καθεδρικό Ναό «Of the Virgin Mary of the Holy Rozary»και χρονολογούνται από το 1713 και 1728 αντίστοιχα , μαθαίνουμε ότι από τις αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα πολλοί Έλληνες κυρίως από την Ανδριανούπολη, τα Επτάνησα, την Καππαδοκία και τα νησιά του Αιγαίου έφτασαν στα διάφορα λιμάνια της Ανατολικής Ινδίας . Από διάφορες ιστορικές πηγές  γίνεται φανερό ότι προς τα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα 120 οικογένειες Ελλήνων, που κυρίως ασχολούνταν με το εμπόριο, βρίσκονται στη Βεγγάλη στην περιοχή της Καλκούτας. Αυτές οι ελληνικές οικογένειες , αφού ήθελαν να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, επικοινώνησαν με την Αρχιεπισκοπή του Σινά για να σταλούν ιερείς στην Ινδία και συγκεκριμένα στην Καλκούτα. Παρότι που στην Καλκούτα δεν είχε κτιστεί ακόμη ορθόδοξος ναός, το 1769 ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Α΄ έστειλε  τον πατέρα Νικηφόρο. Αυτός δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις των Ελλήνων  της συγκεκριμένης περιοχής και έτσι πήρε τη θέση του ο νεότερος του και πιο ικανότερος Αρχιμανδρίτης Ανανίας.[16]

Η πρώτη σημαντική θρησκευτική δραστηριότητα από την ελληνική κοινότητα πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια του Χατζηαλεξίου Παναγιώτη που ενώ ταξίδευε σαν διερμηνέας σε εμπορική αποστολή στην Αίγυπτο, το πλοίο, στο οποίο επέβαινε, στην περιοχή της Βεγγάλης έπεσε σε θαλασσοταραχή. Τότε υποσχέθηκε στο Θεό ότι θα φτιάξει έναν Ορθόδοξο Ναό στην Καλκούτα, αν σωνόταν ο ίδιος και το πλοίο. Το πλοίο και ο ίδιος σώθηκε. Έτσι  έδωσε χρήματα για την αγορά ενός σπιτιού στην οδό Αμρατολάχ 7 για να τελείται εκεί από τους Ορθοδόξους πιστούς η Θεία Λειτουργία μέχρι να χτιστεί ο Ορθόδοξος Ναός. Το 1774  οι Έλληνες κάτοικοι, όταν πήραν από το Γενικό Κυβερνήτη της Βεγγάλης άδεια για την κατασκευή  Ορθόδοξου Ναού, ζήτησαν από τον Αρχιεπίσκοπο του Σινά Κύριλλο να στείλει  στην Καλκούτα δεύτερο ιερέα. Έτσι ο πατέρας Κωνσταντίνος Παρθένιος, έφτασε στην Καλκούτα , ο οποίος έτρεφε μεγάλο σεβασμό στο πρόσωπο του Χατζηαλεξίου που σύλλεξε  πολλά χρήματα από Έλληνες και Ευρωπαίους εμπόρους για την ανέγερση του Ορθόδοξου Ναού στην Καλκούτα .[17]

Το 1780 άρχισε η κατασκευή του ναού στην οδό Αμρατολάχ 7 και μετά από δύο χρόνια τελέστηκε ο αγιασμός του από τους δύο ιερείς (Ναθαναήλ από τη Σίφνο και τον Κωνσταντίνο Παρθένιο ). Στον Ορθόδοξο Ναό της Καλκούτας , που είναι αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, υπάρχει μαρμάρινη πλάκα στην οποία αναγράφονται τα ονόματα τόσο των ιδρυτών όσο και των χορηγών. Το 1782 ο Ναθαναήλ ο Σίφνιος, πήρε άδεια από τον Αρχιεπίσκοπο του Σινά και με τη σύμφωνη γνώμη του  Οικουμενικού Πατριάρχη, άρχισε να τελεί μεικτούς γάμους, ανάμεσα σε Ορθόδοξους Χριστιανούς και πιστούς από άλλα Χριστιανικά δόγματα. Δεν πέρασε αρκετό διάστημα από τον αγιασμό και εμφανίστηκαν διαφωνίες ανάμεσα στην Αρχιεπισκοπή του Σινά και στην ελληνική κοινότητα της Καλκούτας.[18]

Στα  μέσα του δέκατου ενάτου αιώνα η ελληνική κοινότητα στην Καλκούτα αναζωπυρώθηκε καθώς πολλές ελληνικές  επιχειρήσεις, που υπήρχαν στο Δελχί, επεκτάθηκαν και στην Καλκούτα .Ο Ορθόδοξος Ναός ανακαινίστηκε και ζητήθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση (1852) να στείλει ιερείς από την Ελλάδα. Το 1923 η κοινότητα των Ελλήνων της Καλκούτας , λόγω του θορύβου και της κίνησης στην οδό Αμρατολάχ  που εμπόδιζαν την άσκηση της Θείας Λειτουργίας , αποφάσισε να κατασκευάσει καινούρια Εκκλησία σε άλλη περιοχή. Έτσι το Νοέμβριο του 1924, άρχισε η κατασκευή του καινούριου Ορθόδοξου Ναού που  ήταν πάλι αφιερωμένος στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος, αλλά τώρα είχε την μορφή αρχαίου ελληνικού ναού δωρικού ρυθμού. Εκτός από την Ορθόδοξη Εκκλησία που υπήρχε στη Ντάκα, ο Ορθόδοξος Ναός της Καλκούτας, που βρίσκεται σε λειτουργία και σήμερα, είναι ο μόνος που κατασκευάστηκε στην Ινδική υποήπειρο, παρόλο που ήταν εγκατεστημένοι Έλληνες  στη Βομβάη, στο Μαντράς και στο Καράτσι. Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Καλκούτα διατηρούνταν από τους Έλληνες ναυτικούς που υπήρχαν εκεί και οι οποίοι , παρόλο που είχαν κάνει και ανάμεικτους γάμους και μπορεί να μην μιλούσαν Ελληνικά , μπόρεσαν να διατηρήσουν τα θρησκευτικά τους πιστεύω.[19]

Μετά το τέλος του  Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που η Ινδία έγινε ανεξάρτητη χώρα και οι Έλληνες επέστρεψαν στην Ελλάδα και στην Βρετανία, ο Ορθόδοξος Ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος  έκλεισε το 1961 και ξανάνοιξε το 1969. Ο τελευταίος ιερέας του Ορθόδοξου Ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Καλκούτα ήταν ο Αιδεσιμότατος Κωνσταντίνος Χαλβατζάκης – Βελλάδιος που ασχολήθηκε με την συλλογή και μεταφορά  στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών των  αρχείων της ελληνικής κοινότητας  της Καλκούτας. Αυτά  χάθηκαν κατά την μεταφορά τους και μαζί τους χάθηκαν και πολλά σημαντικά στοιχεία για τη δραστηριότητα της κοινότητας των Ελλήνων στην Καλκούτα ως τη δεκαετία του 1970, η οποία δεν είχε ιεραποστολικό χαρακτήρα, αλλά κάλυπτε τις πνευματικές ανάγκες των ορθοδόξων  Ελλήνων της Ινδίας. Η κατάσταση αυτή άλλαξε, όταν έφτασε στην Καλκούτα ο πατέρας Ανθίδης Αθανάσιος με τον οποίο άρχισε η Ελληνορθόδοξη Ιεραποστολή στην Ινδία.[20]

Οι Εκκλησίες μετά την εθνική ανεξαρτησία της Ινδίας Επεξεργασία

Η Ινδία έγινε ανεξάρτητη χώρα το 1947.Τότε δημιουργήθηκε η Εκκλησία της Νότιας Ινδίας (ΕΝΙ) που ήταν αποτέλεσμα της συνένωσης Αγγλικανών, Μεθοδιστών , Πρεσβυτεριανών και Κογκρεγκασιοναλιστών. Το 1970 στα βόρεια της Ινδίας, οι προαναφερόμενες ομάδες συνενώθηκαν και μαζί με κάποιες μικρές ομολογίες σχημάτισαν την Εκκλησία της Βόρειας Ινδίας (ΕΒΙ). Αποτέλεσμα αυτών των ενώσεων ήταν  πολλοί Προτεστάντες Ινδοί να ανήκουν σε μία από τις δύο μεγάλες Εκκλησίες.[21]

Η Συριακή Εκκλησία υπέστη διάφορες διαιρέσεις με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχουν στην Ινδία 8 Εκκλησίες που πιστεύουν ότι προήλθαν από την γνήσια χριστιανική κοινότητα του Αγίου Θωμά. Επιπλέον οι διαιρέσεις αυτές στο εσωτερικό της, δημιούργησαν στενότερες σχέσεις με άλλες ομολογίες όπως οι «Ρωμαιο-Σύριοι», που τώρα αποκαλούνται «Συρο-Μαλαμπάρ-Καθολικοί», αποτελούν επισήμως τμήμα της Ρωμαιοκαθολικής  Εκκλησίας. Από την άλλη πλευρά η Μεταρρυθμιστική Συριακή Εκκλησία του Μαρ Θωμά , που στο τέλος του δέκατου ενάτου αιώνα είχε χωριστεί από την Εκκλησία της Μαλανκάρα, ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με τις μεγαλύτερες Προτεσταντικές Εκκλησίες της Ινδίας. Μετά την ανεξαρτησία της Ινδίας η Συριακή Εκκλησία του Μαρ Θωμά το 1958 απέκτησε στενότερες σχέσεις με την Εκκλησία της Νότιας Ινδίας (ΕΝΙ) αναγνωρίζοντας τους κληρικούς και τα μυστήρια η μία της άλλης ως έγκριτα, παρόλο που παρέμεναν χωριστές Εκκλησίες. Αργότερα σε αυτή τη σχέση είχε συμμετοχή και η Εκκλησία της Βόρειας Ινδίας (ΕΒΙ). Έτσι το 1978 οι τρεις αυτές  Εκκλησίες σχημάτισαν ένα Κοινό Συμβούλιο  που θα επιτηρούσε αυτή την Ομοσπονδία των Τριών Εκκλησιών με την συλλογική ονομασία Bharat Christian Church. Στις μέρες μας γίνονται ενέργειες για την ένωση και των τριών  αυτών Εκκλησιών σε μια πλήρη  ενωμένη Εκκλησία της Ινδίας.[22]

Παράλληλα η Καθολική  Εκκλησία συνεχίζει ακόμη και σήμερα να ενισχύει τη θέση της στην Ινδία. Οι περισσότεροι  Καθολικοί βρίσκονται στη Γκόα, όπου η διοίκηση της Εκκλησίας σε αυτήν την περιοχή βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία  των Πορτογαλικών αρχών. Όμως η πιο διάσημη όψη του Ινδικού Καθολικισμού βρίσκεται στην Καλκούτα με τη Μητέρα Τερέζα (γεννήθηκε το 1910 στα Σκόπια και από μικρή ηλικία συνδέθηκε με τις αδελφές του Λορέτο γιατί ήθελε να γίνει ιεραπόστολος. Πήρε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1979) που ίδρυσε τις ομάδες Ιεραποστολών της Χάριτος , οι οποίες όχι μόνο βοηθούν τους πιο δυστυχισμένους των φτωχογειτονιών της Καλκούτας, αλλά  εργάζονται και σε όλες τις χώρες του κόσμου.[23]

Επίσης στην Ινδία μετά την ανεξαρτησία της έχουμε την εμφάνιση των χριστιανικών άσραμ. Ένα άσραμ είναι μια κοινότητα μαθητών ενός πνευματικού δασκάλου που λειτουργούν ως κέντρα γνώσης, φιλοσοφίας και θρησκείας. Τα χριστιανικά άσραμ όπως και τα ινδουιστικά έχουν τρεις άξονες: τη δράση (κήρυγμα και κοινωνικό έργο), τη γνώση και τη λατρεία (η προσευχή και ο διαλογισμός )που έχουν χριστιανικό χαρακτήρα, αλλά τελούνται με παραδοσιακό ινδουιστικό τρόπο. Γενικά αποτελούν σημαντικές εκφάνσεις της προσπάθειας να δημιουργηθεί στην Ινδία ένας πραγματικά Ινδουιστικός Χριστιανισμός.[24]

Γκαλερί Επεξεργασία

 
Καθολική Εκκλησία Mar Thoma στο Kodungaloor
 
Καθολική Εκκλησία του Μπομ Τζεζού στη Γκόα


Παραπομπές Επεξεργασία

  1. Frykenberg, Robert. Christianity in India, From Beginnings to the Present. U.S.A.: Oxford University Press. σελ. 1-2 του προλόγου. 
  2. Frykenberg, R. (2008). Ομοίως με  πιο πάνω. (σελ.3 του προλόγου).
  3. Frykenberg, R. (2008). Ομοίως με  πιο πάνω. (σελ.6 του προλόγου).
  4. Μιχαηλίδης, Α.(2000). Μαλαμπάρ. Στο Μ. Μπέζγου (Επιμ),Θρησκειολογικό Λεξικό, Αθήνα :Ελληνικά Γράμματα, σσ.352.
  5. Τζόναθαν, Χ. (2010). Η Ιστορία του Χριστιανισμού . (Μτφ: Β. Αδραχτάς, Π.Τριανταφυλλοπούλου, Α.Καριότογλου, Επιμ. Διορθ: Γ.Λυκιαρδόπουλος). Αθήνα : Εκδόσεις Ουρανός, σσ.117.
  6. Τζόναθαν, Χ. (2010). Ομοίως με  πιο πάνω. Σελ.296.
  7. Τζόναθαν, Χ. (2010). Ομοίως με  πιο πάνω. Σελ.297.
  8. Τζόναθαν, Χ. (2010). Ομοίως με  πιο πάνω. Σελ.297
  9. Τζόναθαν, Χ. (2010). Ομοίως με  πιο πάνω. Σελ.297-298
  10. Jayakumar, A. (2013). History of Christianity in India. Kolkata: Sceptre. Link: https://hdl.handle.net/20.500.12424/220599 .  Aνακτήθηκε στις   04 Ιουλίου 2023. Σελ.43-49.
  11. Jayakumar, A. (2013). Ομοίως με  πιο πάνω . Σελ.50-57.
  12. Jayakumar, A. (2013). Ομοίως με  πιο πάνω . Σελ.58-66.
  13. Jayakumar, A. (2013). Ομοίως με  πιο πάνω . Σελ.63-64.
  14. Michailidis, Α. (2022). The Greek Orthodox Mission in India. Salt, An Orthodox Journal of Cross-Cultural Theology, Dialogue.  Athens: Maistros Publications. Σελ. 139.
  15. Michailidis, Α. (2022). Ομοίως με  πιο πάνω.  Σελ.140.
  16. Michailidis, Α. (2022). Ομοίως με  πιο πάνω.  Σελ.141.
  17. Michailidis, Α. (2022). Ομοίως με  πιο πάνω.  Σελ.141-143.
  18. Michailidis, Α. (2022). Ομοίως με  πιο πάνω.  Σελ.143-144.
  19. Michailidis, Α. (2022). Ομοίως με  πιο πάνω. Σελ.144-146.
  20. Michailidis, Α. (2022). Ομοίως με  πιο πάνω.  Σελ.146-147.
  21. Τζόναθαν, Χ.(2010).Η Ιστορία του Χριστιανισμού.(Μτφ:Β. Αδραχτάς, Π.Τριανταφυλλοπούλου, Α.Καριότογλου, Επιμ. Διορθ: Γ.Λυκιαρδόπουλος). Αθήνα : Εκδόσεις Ουρανός, Σελ.473.
  22. Τζόναθαν, Χ. (2010). Ομοίως με  πιο πάνω. Σελ.474-475.
  23. Τζόναθαν, Χ. (2010). Ομοίως με  πιο πάνω. Σελ.475.
  24. Τζόναθαν, Χ. (2010). Ομοίως με  πιο πάνω. Σελ.475-476.

Βιβλιογραφικές πηγές Επεξεργασία

  • Frykenberg, R (2008). Christianity in India, From Beginnings to the Present. U.S.A.: Oxford University Press. 
  • Jayakumar, A. (2013). History of Christianity in India. Kolkata: Sceptre. Link: https://hdl.handle.net/20.500.12424/220599 .  Aνακτήθηκε στις   04 Ιουλίου 2023
  • Michailidis, Α. (2022). The Greek Orthodox Mission in India. Salt, An Orthodox Journal of Cross-Cultural Theology, Dialogue, Mission.  Athens: Maistros Publications
  • Μιχαηλίδης, Α.(2000). Μαλαμπάρ. Στο Μ. Μπέζγου (Επιμ),Θρησκειολογικό Λεξικό. Αθήνα :Ελληνικά Γράμματα.
  • Τζόναθαν, Χ. (2010). Η Ιστορία του Χριστιανισμού . (Μτφ: Β. Αδραχτάς, Π.Τριανταφυλλοπούλου, Α.Καριότογλου, Επιμ. Διορθ: Γ.Λυκιαρδόπουλος). Αθήνα : Εκδόσεις Ουρανός.