Η Μεγάλη Σχολή Μονομάχων, λατιν.: Ludus Magnus (επίσης γνωστή ως η Μεγάλη Σχολή Εκπαίδευσης των Μονομάχων) ήταν η μεγαλύτερη από τις σχολές μονομάχων στη Ρώμη. Κτίστηκε από τον Αυτοκράτορα Δομιτιανό (κυβ. 81–96) στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ., μαζί με άλλα οικοδομικά έργα που έκανε, όπως άλλα τρείς σχολές μονομάχων σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η σχολή εκπαίδευσης βρίσκεται ακριβώς ανατολικά του Κολοσσαίου στην κοιλάδα μεταξύ των λόφων Eσκουιλίνου και Καίλιου, μία περιοχή που ήδη καταλαμβάνεται από κτίρια των εποχών της Δημοκρατίας και των Αυγούστων. Ενώ υπάρχουν λείψανα που είναι ορατά σήμερα, αυτά ανήκουν σε μία οικοδόμηση που έγινε από τον Αυτοκράτορα Τραϊανό (κυβ. 98–117), όπου το επίπεδο της Σχολής υψώθηκε κατά περίπου 1,5 μ. (4 πόδια). Η Μεγάλη Σχολή ήταν ουσιαστικά μία αρένα αγώνων, όπου μονομάχοι από όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα ζούσαν, θα έτρωγαν και θα εξασκούντο, ενώ υποβάλλοντο σε εκπαίδευση ως προετοιμασία για την παράσταση στους αγώνες μονομάχων, που διεξάγονταν στο Κολοσσαίο.

Ludus Magnus
Χάρτης
Είδοςαρένα, αρχαιολογική θέση, gladiatorial school, ρωμαϊκό αμφιθέατρο και αρχαία ρωμαϊκή κατασκευή
Γεωγραφικές συντεταγμένες41°53′24″N 12°29′42″E
Διοικητική υπαγωγήΡώμη
ΧώραΙταλία
Commons page Πολυμέσα
Η ΜΕγάλη Σχολή Μονομάχων.

Ετυμολογία Επεξεργασία

 
Στο σχέδιο της Ρώμης η Μεγάλη Σχολή Μονομάχων σημειώνεται με κόκκινο.

Τοποθεσία Επεξεργασία

Η Μεγάλη Σχολή βρισκόταν ακριβώς στα ανατολικά του Κολοσσαίου, για να παρέχει στους μονομάχους πρόσβαση στον κύριο χώρο αγώνων τους. Αν και δεν ευθυγραμμίζεται αξονικά με το Κολοσσαίο, βρίσκεται ακριβώς βόρεια από αυτό κατά μήκος της πλατείας του Κολοσσαίου μεταξύ της αρχαίας Βία Λαμπικάνα και της Βία Ντι Σαν Τζοβάννι. Η Μεγάλη Σχολή διευκόλυνε τις συνδέσεις μεταξύ αυτών των δύο κτιρίων, μέσω μίας υπόγειας στοάς που τα ένωνε. Ένα μονοπάτι με είσοδο πλάτους 2,17 μ. ξεκινούσε κάτω από το αμφιθέατρο και έφτανε στη Σχολή στη νοτιοδυτική της γωνία.

Σκοπός Επεξεργασία

Η Μεγάλη Σχολή λειτούργησε ως η κορυφαία σχολή μονομάχων στη Ρώμη. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν την ίδια λέξη ludi, για να δηλώσουν αγώνες μονομάχων καθώς και τις σχολές που φρόντιζαν να προετοιμάζουν τέτοιους αγώνες.[1] Προοριζόταν να είναι ένα μέρος για μονομάχους από όλο τον κόσμο, για να εξασκούνται σε τεχνικές μάχης, όπως η εκπαίδευση για την επίδειξη κυνηγιού άγριων ζώων (venatio). Όταν έφταναν στη Σχολή, οι μονομάχοι χωρίζοντο με βάση την αγωνιστική τους ειδικότητα και στη συνέχεια τους ανέθεταν σε έναν διδάσκοντα (doctor) για την ειδικότητά τους, καθώς και στη γενική επίβλεψη ενός προπονητή (lanista).[2] Ήταν εδώ, που οι μονομάχοι τρώνε, εκπαιδεύοντο και εκοιμούντο σε τακτική βάση. Το προπονητικό μέρος της ημέρας τους ήταν εκτενές, αλλά και δημόσιο. Όπως συνηθιζόταν, οι Ρωμαίοι παρακολουθούσαν συχνά τους μονομάχους να προπονούνται, καθώς γνωρίζουμε ότι οι θέσεις που υπήρχαν σε αυτή τη Σχολή φιλοξενούσαν περίπου 3.000 θεατές.[3] Η Σχολή ουσιαστικά χρησίμευσε ως ένα είδος πρόδρομου των αγώνων, μία γεύση του τι επρόκειτο να συμβεί στους Ρωμαϊκούς Αγώνες (Ludi Romani).

Ιστορία Επεξεργασία

Κλασσική εποχή Επεξεργασία

Η Μεγάλη Σχολή κατασκευάστηκε επί της βασιλείας του Αυτοκράτορα Δομιτιανού στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ., ο οποίος έκτισε επίσης τρεις άλλες Σχολές περίπου την ίδια εποχή (όπως τη Δακική, τη Γαλατική και την Πρωινή (Matutinus) Σχολή),[3] αν και η Μεγάλη Σχολή Μονομάχων ήταν η μεγαλύτερη από τις τέσσερις εκπαιδευτικές σχολές, που έκτισε ο Δομιτιανός στην περιοχή γύρω από το Κολοσσαίο.[4]

 
Η Μεγάλη Σχολή Μονομάχων όπως φαίνεται από το βορειοδυτικό άκρο της.

Η Μεγάλη Σχολή υποβλήθηκε σε διάφορες ανακατασκευές υπό τους επόμενους Αυτοκράτορες κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Για παράδειγμα, έγιναν αλλαγές επί Τραϊανού, έτσι ώστε το επίπεδο της αρένας να ανυψωθεί κατά 1,4 μ., παρέχοντάς μας τη δομή που φαίνεται σήμερα.[4] Ο Αδριανός πρόσθεσε επίσης ορισμένες βελτιώσεις, καθώς η κατασκευή είχε υποστεί ζημιά από πυρκαγιά στα τέλη του 2ου αι.[4] Και στη συνέχεια ο Καρακάλλας φρόντισε επίσης για κάποιες επισκευές και τροποποιήσεις κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, με άλλες προσθήκες να γίνονται υπό ασαφή αιγίδα καθ' όλη τη διάρκεια της ενεργού ζωής της Σχολής.

Στην ύστερη αρχαιότητα η Σχολή Μονομάχων, μαζί με το Κολοσσαίο, έμειναν σε μεγάλο βαθμό εκτός χρήσης, λόγω έλλειψης ανάγκης από την κοινωνία για αγώνες μονομάχων ως μορφή ψυχαγωγίας, όταν μάλιστα οι αγώνες μονομάχων κηρύχθηκαν εκτός νόμου τον 5ο αι μ.Χ. Το κτίριο εγκαταλείφθηκε τον 6ο αι., οπότε ο χώρος χρησιμοποιήθηκε ως ένα μικρό νεκροταφείο.[3] Στα μέσα του 6ου αι. η περιοχή δεν φροντιζόταν πλέον και κτίστηκαν πολλές εκκλησίες, καθώς ο πληθυσμός συνέχιζε να μειώνεται.

Μετακλασική εποχή Επεξεργασία

Τα δομικά κατάλοιπα ανακαλύφθηκαν ξανά το 1937 κατά τη διάρκεια κατασκευαστικών εργασιών, που επραγματοποιούντο κοντά στο Κολοσσαίο, αν και οι ανασκαφές δεν έγιναν παρά μόνο το 1957-61.[5] Μεταξύ της Βία Λουμπικάνα και της Βία Ντι Σαν Τζοβάνι στο Λατερανό πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές για σχεδόν το ήμισυ του συνολικού κτιρίου.[4] Με την υπόθεση ότι η κατασκευή ήταν σε μεγάλο βαθμό συμμετρική και με τη βοήθεια της Κάτοψης της Ρώμης (Forma Urbis Romae) σε μάρμαρο, έχει διατυπωθεί ένα αποκατεστημένο σχέδιο για ολόκληρο το κτίριο.[6]

Αρχιτεκτονική Επεξεργασία

Τα σημεία πρόσβασης θα βρίσκονταν κατά μήκος της Βία Λαμπικάνα, όπου ένα σκαλί κατέβαινε στο δάπεδο της αρένας, κάτω από το επίπεδο του δρόμου.[4]

 
Το ανατολικό άκρο της Μεγάλης Σχολής Μονομάχων.

Υπήρχε μία κεντρική αυλή, που χρησίμευε ως χώρος αρένας και περιβαλλόταν από κιονοστοιχίες ρυθμού Τοσκάνης και στις τέσσερις πλευρές, με κρήνες να πλαισιώνουν κάθε γωνία.[3]

Στο κέντρο της Μεγάλης Σχολής Μονομάχων υπήρχε μία ελλειψοειδής αρένα, στην οποία ασκούντο οι μονομάχοι. Η αρένα περιβαλλόταν από τις βαθμίδες ενός μικρού κοίλου, που πιθανότατα προοριζόταν για περιορισμένο αριθμό θεατών.

Το μέγεθος της αρένας ήταν σχετικά μέτριο (αν και ελαφρώς μικρότερο από αυτό του Κολοσσαίου) και είχε περίπου 63 μ. μήκος x 42 μ. πλάτος.[7] Το κοίλο που περιβάλλει την αρένα έχει υπολογιστεί ότι περιλαμβάνει εννέα βαθμίδες, με ένα σύστημα στήριξης από θόλους σκυροδέματος, επάνω από τοίχους σκυροδέματος με πρόσοψη τούβλου.[4] Για να φτάσει κανείς στο κοίλο, θα είχε πρόσβαση από μία μικρή σκάλα. Στη συνέχεια υπήρχαν τελετουργικές είσοδοι, που βρίσκοντο κατά μήκος της μεγάλης εισόδου με μικρότερα ανοίγματα, που βρίσκονται στον μικρό άξονα.[8] Υπήρχαν επίσης υπόγειοι θάλαμοι, που πιθανότατα χρησιμοποιούντο για αποθηκευτικούς σκοπούς. Το θεμέλιο του κοίλου ήταν επίσης υψωμένο 2,75 μ. επάνω από την αρένα, μέσω μίας ορθογώνιας στοάς που την περιβάλλει με κίονες σε δύο ορόφους· οι χαμηλότεροι σε ρυθμό Τοσκάνης χωρίς αυλακωτό τραβερτίνη, ενώ οι επάνω πιθανώς ιωνικοί, χωρίς σωζόμενα κιονόκρανα για επιβεβαίωση. Οι σωζόμενοι ιωνικοί κίονες διαθέτουν χαρακτηριστικά που ανήκουν σε επισκευή, η οποία έγινε αργότερα από την αρχική κατασκευή.[4] Σε όλες τις πλευρές της στοάς υπήρχαν ανοίγματα, με διάφορους μικρούς ορθογώνιους θαλάμους, που θα χρησίμευαν ως χώροι διαβίωσης για τους μονομάχους,[3] καθώς και σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον δεύτερο όροφο.[4] Έχουμε επίσης στοιχεία για μια δεύτερη σειρά μικρών χώρων, που βρίσκονται πίσω από τους ορθογώνιους θαλάμους, κατά μήκος της βόρειας και νότιας πλευράς και με πρόσβαση προς τα έξω στον δρόμο, που πιθανότατα χρησιμοποιούντο ως καταστήματα στην αρχαιότητα.[4]

Στη βορειοδυτική γωνία του περιστυλίου έχει αναστηλωθεί μία από τις τέσσερις μικρές, τριγωνικές κρήνες. Βρίσκεται στα κενά μεταξύ του καμπυλωτού τοίχου του κοίλου και της κιονοστοιχίας. Ένας από σκυρόδεμα κύβος παραμένει ανάμεσα σε δύο τοίχους από τούβλα, που συγκλίνουν σε οξεία γωνία.

 
Η νοτιοανατολική γωνία.

Ένα μεγάλο μέρος των πλινθοδομών ήταν επίσης αρχικά καλυμμένο με μαρμάρινες πλάκες, που αργότερα αφαιρέθηκαν.

Ενώ υπάρχει έλλειψη υπολειμμάτων για τους επάνω ορόφους, εικάζεται ότι ο δεύτερος όροφος αντιγράφει την κάτοψη του πρώτου σε γενική διάταξη και χρήση, ενώ ο τρίτος όροφος πιθανότατα είχε μία ανοικτή στοά υπό το φως του περιστυλίου.[4] Έχει επίσης υποτεθεί ότι υπήρχε μία μεγάλη αξονική αίθουσα, που περικλειόταν και στις τρεις πλευρές από κιονοστοιχίες με πέντε εισόδους, η οποία χρησίμευε ως ιερό (sacrarium) ή οπλοστάσιο (armamentarium).[4]

Όπως σημειώνεται σε κείμενα και από συνεχιζόμενες ανασκαφές που πραγματοποιούνται ακόμη στο Κολοσσαίο, υπήρχε μία υπόγεια δίοδος, που συνέδεε τη Σχολή Μονομάχων με το Φλαβιανό Αμφιθέατρο.[9] Αυτός ο διάδρομος ήταν πιθανότατα παράλληλος με και επάνω από το έδαφος, ωστόσο, παραμένει εικασία.[6]

Τεκμήρια για την ύπαρξη της Σχολής Επεξεργασία

Από κείμενα Επεξεργασία

Μερικές από τις αρχαίες πηγές που σώζονται μέχρι σήμερα είναι ο Επίκτητος, ο οποίος περιγράφει μερικές από τις σκληρές συνθήκες, που αντιμετώπιζαν συχνά οι μονομάχοι μίας σχολής (ludus).[10] Ο Ρωμαίος ποιητής Ιουβενάλης επίσης διαφωτίζει για τις ξεχωριστές ομάδες, που υπάρχουν σε μία Σχολή Μονομάχων.[11] Ο Ρωμαίος ρήτορας Μ. Φ. Κοϊντιλιανός περιγράφει περαιτέρω την ανταλλαγή κτυπημάτων των μονομάχων στην πράξη.[12]

Από αρχαιολογικές ανασκαφές Επεξεργασία

Τα αρχαιολογικά ερείπια της Μεγάλης Σχολής Μονομάχων αντιπροσωπεύουν περίπου λιγότερο από το ήμισυ της αρένας εξάσκησης και των στρατώνων, ενώ το υπόλοιπο κτίριο παραμένει καλυμμένο κάτω από το επίπεδο του δρόμου και άλλα κτίρια.[3] Αυτό που απομένει είναι σε μεγάλο βαθμό το προϊόν μίας οικοδομικής προσπάθειας, που είχε αναληφθεί από τον Αυτοκράτορα Τραϊανό στις αρχές του 2ου αι.[3] Σύμφωνα με τον ιστορικό Κλάριτζ, επί Τραϊανού οι θέσεις των θεατών και το επίπεδο του εδάφους ήταν πιο επάνω, ενώ το επίπεδο της αρένας έχει παραμείνει άθικτο.[3] Επίσης γνωρίζουμε το μισό σχέδιο από ένα θραύσμα, που έχει διασωθεί από τη σε μάρμαρο κάτοψη της Ρώμης (Forma Urbis Romae) επί Σεβήρων (αρχές 3ου αι.), αν και το θραύσμα και η φθορά έχουν μειώσει την πληροφοριακή του αξία.[4] Υπήρχαν επίσης μεγάλες αμφιβολίες για το πού βρισκόταν στη γενική τοπογραφία της αρχαίας Ρώμης· μπορεί να σχετίζεται με ένα κτίριο στην πιάτσα Ισίντε (πλατεία της Ίσιδος), ακόμη ορατό.

Δείτε επίσης Επεξεργασία

Σημειώσεις Επεξεργασία

  1. Wiedemann, Thomas E. J. (1992). Emperors and Gladiators. London; New York: Routledge. σελίδες 2. 
  2. Futrell, Alison (2006). The roman games: A sourcebook. Malden, MA: Blackwell Publishing. σελίδες 138. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 3,7 Claridge, Amanda (1998). Rome: An oxford archaeological guide. Austin: Cambridge University Press. σελίδες 40–1. 
  4. 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 4,10 4,11 Richardson, Lawrence (1992). A New Topographical Dictionary of Ancient Rome. Baltimore: Johns Hopkins University Press. σελίδες 237. 
  5. Claridge, Amanda (1998). Rome: an oxford archaeological guide. Austin: Cambridge University Press. σελίδες 40. 
  6. 6,0 6,1 Richardson, Lawrence (1992). A New Topographical Dictionary of Ancient Rome. Baltimore: Johns Hopkins University Press. σελίδες 238. 
  7. Claridge, Amanda (1998). Rome: An oxford archaeological guide. Austin: Cambridge University Press. σελίδες 40. 
  8. Richardson, Lawrence (1992). A New Topographical Dictionary of Ancient Rome. Baltimore: Johns Hopkins University Press. σελίδες 236–7. 
  9. Futrell, Allison (2000). Blood in the arena: The spectacle of Roman power. Austin: University of Texas Press. σελ. 161. 
  10. Epictetus. Discourse. 3.15. 
  11. Juvenal (1876). Satire. 6. Oxford Fragment 7-13. 
  12. Quintilian. Oratorical Institute. 5.13.54. 

Βιβλιογραφικές αναφορές Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι Επεξεργασία